Η διεξαγωγή εράνων στην Κύπρο διέπεται από τον περί Διενέργειας Εράνων Νόμο (στο εφεξής ο «Νόμος»).
Έρανος δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα δίχως άδεια από την αρμόδια αρχή αδειών (η «Αρμόδια Αρχή») και η διεξαγωγή εράνου χωρίς άδεια είναι παράπτωμα που τιμωρείται αυστηρά από τον Νόμο.
Η άδεια διεξαγωγής εράνου θα πρέπει να είναι σε ισχύ καθ’ολη την διάρκεια διεξαγωγής του εράνου (βλέπετε άρθρο 18 του Νόμου).
Σημειώνεται όμως ότι οι πιο πάνω απαγορεύσεις δέν ισχύουν στην περίπτωση είσπραξης εισφορών στον περίβολο ναού σε περίπτωση κηδείας.
Σε τέτοια περίπτωση, δεν απαιτείται η εξασφάλιση άδειας από την Αρμόδια Αρχή, νοουμένου ότι οι οικείοι του αποθανόντος, εκφράσουν γραπτώς στην αρμόδια Εκκλησιαστική Επιτροπή τον αποδέκτη των εισφορών που επιθυμούν και εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής (βλέπετε άρθρο 5 του Νόμου).
Ποια είναι η αρμόδια αρχή στην οποία θα πρέπει να υποβάλω αίτηση για έκδοση άδειας διεξαγωγής εράνου;
Έρανος σε παγκύπρια κλίμακα.
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, όταν ο έρανος διεξάγεται σε παγκύπρια κλίμακα (παγκύπριος έρανος), Αρμόδια Αρχή είναι:
«η Επιτροπή που αποτελείται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ή εκπρόσωπό του, ως Πρόεδρο, ένα εκ των Επάρχων που ορίζεται κάθε φορά από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ή εκπρόσωπό του, τον Αρχηγό της Αστυνομίας ή εκπρόσωπό του, το Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή εκπρόσωπό του, εκπρόσωπο της Ένωσης Δήμων Κύπρου, εκπρόσωπο της Ένωσης Κοινοτήτων Κύπρου και εκπρόσωπο του Παγκύπριου Συντονιστικού Συμβουλίου Εθελοντισμού».
Έρανος σε επαρχίακό ή τοπικό επίπεδο
Όταν ο έρανος διεξάγεται σε επαρχιακό ή τοπικό επίπεδο μόνο, η Αρμόδια Αρχή είναι η:
« Επιτροπή που αποτελείται από τον οικείο Έπαρχο ή εκπρόσωπό του, ως Πρόεδρο, τον Αστυνομικό Διευθυντή της Επαρχίας ή εκπρόσωπό του, τον Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή εκπρόσωπό του, εκπρόσωπο της Ένωσης Δήμων Κύπρου, που προέρχεται από Δήμο της οικείας Επαρχίας, τον Πρόεδρο ή εκπρόσωπο της Επαρχιακής Ένωσης Κοινοτήτων της αντίστοιχης Επαρχίας, και εκπρόσωπο του Επαρχιακού Συντονιστικού Συμβουλίου Εθελοντισμού»
Πότε πρέπει να υποβάλω την αίτηση μου στην αρμόδια αρχή για την διεξαγωγή του εράνου;
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου, το πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να διοργανώσει έρανο οφείλει να υποβάλει αίτηση στην (κατά περίπτωση) αρμόδια Αρχή, τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την ημερομηνία διενέργειας του εράνου.
Που μπορώ να βρώ την αίτηση;
Η αίτηση για την διεξαγωγή εράνου είναι καθορισμένου τύπου και καθορίζεται απο το Παράρτημα Ι του Νόμου.
Όπως είχαμε αναφέρει και πιο πάνω θα πρέπει να υποβάλλεται στην κατά περίπτωση Αρμόδια Αρχή (ανάλογα αν είναι τοπικός ή παγκύπριος έρανος) .
Την αίτηση μπορείτε να εντοπίσετε στην σελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο και είναι η αρχή που είναι αρμόδια για την εφαρμογή του Νόμου ( βλέπετε Εράνοι – Υπουργείο Εσωτερικών (moi.gov.cy)).
Ο διοργανωτής του εράνου δύναται να είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο και ανάλογα την περίπτωση υπάρχει διαφορετικό έντυπο αίτησης.
Με ποια κριτήρια αποφασίζει η αρμόδια αρχή εάν θα εκδόσει άδεια;
Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Νόμου, η αρμόδια αρχή αδειών δύναται να εκδώσει άδεια για έρανο για τους ακόλουθους σκοπούς:
Α. Ανέγερση μνημείου,
Β. Παροχή βοήθειας σε άτομα εντός της Κύπρου ή στο εξωτερικό
i. Εάν έχουν υποστεί ζημιά λόγω φυσικής (π.χ σεισμός) ή ανθρωπογενής καταστροφής (π.χ πυρκαγιά),
ii. Για σκοπούς αποκατάστασης της υγείας ατόμων που πάσχουν απο ανίατες ή δυσίατες ασθένειες ή οι οποίοι έχουν υποστεί βαρείες σωματικές κακώσεις ή αναπηρία και οι οποίοι αδυνατούν οικονομικά να καλύψουν τα έξοδα,
iii. Για σκοπούς βοήθειας άπορων οικογενειών ή ατόμων ή ανηλίκων,
iv. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όπου υπάρχει κοινωνική ανάγκη.
Σε περίπτωση που εκδοθεί άδεια, δύναται να περιλαμβάνει όρους;
Σύμφωνα με το άρθρο 11.2 του Νόμου:
«Η άδεια διενέργειας εράνου που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να περιλαμβάνει τέτοιους όρους και προϋποθέσεις, ως η κατά περίπτωση αρμόδια Αρχή Αδειών κρίνει αναγκαίο και σκόπιμο να επιβάλει, ανάλογα με την περίπτωση».
Σε περίπτωση που εκδοθεί η άδεια, πως θα πρέπει να διενεργείται ο έρανος για να υπάρχει συμμόρφωση με τον Νόμο;
To άρθρο 14 του Νόμου καθορίζει τις υποχρεώσεις των διοργανωτών εράνου.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο διοργανωτής θα πρέπει να υποβάλλει λογαριασμό εσόδων και εξόδων στην Αρμόδια Αρχή, εντός 30 ημερών απο την ημερομηνία λήξης του εράνου και ο λογαριασμός αυτός θα δημοσιεύεται σε 2 ημερήσιες εφημερίδες.
Θα πρέπει να εκδίδει αποδείξεις εισπράξεων και θα πρέπει να φυλάει τα αποδεικτικά των αποδείξεων, σε περίπτωση που του ζητηθούν απο την Αρμόδια Αρχή.
Σε περίπτωση που γίνουν καταθέσεις σε τραπεζικά ιδρύματα θα πρέπει να προσκομιστούν οι σχετικές τραπεζικές καταστάσεις.
Η κατάθεση ρευστού χρηματικού ποσού πρέπει να γίνεται το αργότερο εντός μίας εβδομάδας από την ώρα της συλλογής του.
Εάν απο την αξιολόγηση της Αρμόδιας Αρχής διαφανεί ότι τα έσοδα από τον έρανο υπερβαίνουν τις ανάγκες για τις οποίες διεξήχθη ο έρανος, ο Υπουργός έχει εξουσία όπως ζητήσει από το διοργανωτή την επιστροφή του ποσού της υπέρβασης, το οποίο θα κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
Σε περίπτωση που η άδεια διεξαγωγής είναι για έρανο με άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, ο διοργανωτής του εράνου μόλις εξασφαλίσει άδεια εράνου θα πρέπει να προσέλθει σε τραπεζικό ίδρυμα της Κύπρου και να ανοίξει καινούργιο τραπεζικό λογαριασμό (ο οποίος θα είναι ανεξάρτητος απο προσωπικούς λογαριασμούς) για τον έρανο, προσκομίζοντας την άδεια εράνου.
Ένας συγγραφέας ο οποίος επιθυμεί να εκδώσει ένα βιβλίο, μπορεί να επιλέξει είτε να το εκδώσει μόνος του (αυτοέκδοση/self-publishing) ή μέσω ενός εκδοτικού οίκου (Publisher). H επιλογή εναπόκειται στον ίδιο.
Μέσω της αυτοέκδοσης ο συγγραφεας διασφαλίζει ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο όσον αφορά το περιεχόμενο, τον σχεδιασμό, την τιμολόγηση και τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου, ενω επίσης δέν χρειάζεται κάποιος να εγκρίνει το έργο του, ώστε αυτό να κοινοποιθεί.
Απο την άλλη, ένας εκδοτικός οίκος μπορεί να λύσει τα χέρια του συγγραφέα όσον αφορά τις διαδικασίες (π.χ εκτυπώσεις, σχεδιασμό, επιμέλεια κοκ), αφού θα αναλάβει τις εργασίες αυτές αντί του συγγραφέα.
Αδιαμφισβήτηα, ένας εκδοτικός οίκος θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να εγκρίνει το έργο του συγγραφέα μετά απο την αξιολόγηση που θα κάνουν τα μέλη της ομάδας του.
Εάν ο εκδοτικός οίκος εγκρίνει το έργο θα προβεί σε μία πρόταση συνεργασίας.
Σε αυτό το στάδιο ξεκινάει η διαδικασία διαπραγμάτευσης η οποία οδηγεί στην συμβατική σχέση που διέπεται από τους δεσμευτικούς όρους του συμφωνηθέντος συμβολαίου.
Επειδή ακριβώς η έκδοση από εκδοτικό οίκο διέπεται από συμβόλαιο, ο συγγραφέας θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός σε σχέση με τους όρους με τους οποίους θα συμφωνήσει και απο τους οποίους θα δεσμευτεί.
Επειδή τέτοιες συμφωνίες είναι συνήθως σταθερές (standard form) ο συγγραφέας οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός όσον αφορά την επιλογή του εκδοτικού οίκου και το στάδιο της διαπραγμάτευσης πριν υπογράψει κάποιο συμβόλαιο.
Υψίστης σημασίας όροι είναι αυτοί που διέπουν τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του (copyright) συγγραφέα, διότι αυτά είναι που του εξασφαλίζουν οικονομικό όφελος.
Φυσικά και ένας συγγραφέας θα επιθυμεί την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων της εργασίας του και έτσι να διαφυλάξει το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει με αυτά και να λαμβάνει κέρδος από αυτό, χωρίς να χρειάζεται συνεχή έγκριση του εκδότη πρίν κάνει κάτι (π.χ πρίν προβεί σε ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου-ebook).
Σίγουρα θα πρέπει να δοθούν στον εκδότη κάποιες άδειες χρήσης ώστε να έχει κάποια απαραίτητα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα να εκδώσει και να διαφημίσει το βιβλίο (licence to print and publish the Work) και κάθε επανέκδοση του.
Κάποιοι εκδότες επιθυμούν πλήρη μεταβίβαση των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου από τον συγγραφέα σε αυτούς, αφήνοντάς στον συγγραφέα ορισμένα δικαιώματα, όπως ένα σχετικά μικρό ποσοστό από τα ετήσια κέρδη του βιβλίου (Royalties)
Αυτό είναι κάτι που ο συγγραφέας θα πρέπει να προσέξει εάν θέλει να βγάλει κέρδος από την συγγραφή.
O συγγραφέας μπορεί να ζητήσει κατα τις διαπραγματεύσεις όπως το βιβλίο περιλαμβάνει το σύμβολο (c) μαζί με το όνομα του και το έτος έκδοσης για τον σκοπό αυτό και όπως κάθε φορά που ο εκδότης προωθεί το έργο του, αναφέρει και το όνομα του.
Επίσης, σε ορισμένα συμβόλαια ο εκδοτικός οίκος δύναται να ζητήσει από τον συγγραφέα όπως δεσμευτεί να συνεχίσει να συνεργάζεται με αυτόν και να εκδώσει κι’ άλλα βιβλία (π.χ ακόμη 5 βιβλία).
Αυτό είναι επίσης κάτι που θα πρέπει να προσέξει ο συγγραφέας, σε περίπτωση που δέν θέλει μια τέτοια δέσμευση.
Περαιτέρω, στο συμβόλαιο δύναται να υπάρχει όρος που να επιτρέπει στον οίκο να ζητήσει αλλαγές απο τον συγγραφέα στο έργο του.
Μία άλλη επιλογή είναι η επιλογή της παροχής υπηρεσιών έκδοσης απο έναν εκδοτικό οίκο (serviced publishing ή αλλιώς vanity publishing) όπου ο συγγραφέας διασφαλίζει την κατοχή των πνευματικών δικαιωμάτων και απλώς συμφωνεί όπως πληρώσει τον εκδοτικό οίκο για τις υπηρεσίες που του παρέχει, δηλαδή την έκδοση των αντιτύπων του βιβλίου, την εικονογράφηση (εάν επιθυμεί εικονογράφηση), την προώθηση κ.οκ.
Ο συγγραφέας θα πρέπει επομένως να είναι πολύ προσεκτικός πρίν υπογράψει κάποια συμφωνία με τον εκδοτικό οίκο, όσον αφορά τους όρους της σύμβασης.
Κάθε άτομο που διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία (είτε αυτός είναι πολίτης της Κ.Δ είτε αλλοδαπός και είτε είναι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο) έχει δικαίωμα αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 33 του Νόμου Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (158(I)/1999), ώς έχει τροποποιηθεί και το άρθρο 29 του Συντάγματος. [1]
Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την υποβολή γραπτού παραπόνου ή αιτήματος για να προβεί η διοίκηση (δλδ διοικητικό όργανο) σε διοικητική ενέργεια (π.χ έκδοση άδειας αλλοδαπού κατόπιν αίτησης ή παράπονο μετά απο ακύρωση διορισμού ή προαγωγής απο διοικητικό όργανο και γενικότερα αιτήματα που αφορούν διοικητικές πράξεις) ή για την ανάκληση ή τροποποίηση κάποιας διοικητικής πράξης που έχει ήδη εκδοθεί ή για την αποτροπή ή επανόρθωση ηθικής ή υλικής βλάβης και δέν καλύπτει αίτημα για την παροχή πληροφοριών, εκτός αν αυτό προβλέπεται από ειδικό νόμο.
Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πως όι κυβερνητικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης (Δήμοι και Έπαρχοι) έχουν υποχρέωση ώς διοικητικά όργανα να απαντούν σε τέτοια γραπτά αιτήματα και παράπονα των διοικούμενων, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, έγκαιρα και εντος εύλογου χρόνου και σε περίπτωση που αυτό είναι εφικτό εντός 30 ημερών.[2]
Το άρθρο 29 του Συντάγματος[3] προνεί ότι όλοι έχουμε δικαίωμα (ατομικά και συλλογικά) να υποβάλλουμε έγγραφες αιτήσεις ή παράπονα σε δημόσιες αρχές και να λαμβάνουμε απάντηση άμεσα.
Η απάντηση της αρμόδιας αρχής θα πρέπει να γνωστοποιείται εγγράφως, όχι αργότερα των 30 ημερών απο την υποβολή του αιτήματος/παραπόνου.
Όμως, τονίζεται ότι η προθεσμία αυτή των 30 ημερών επεκτείνεται απο τον Περι των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, σε ορισμένες περιπτώσεις όπου δέν είναι εύλογα εφικτό να δοθεί απάντηση εντός της προθεσμίας αυτής, με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης. (Υπ. Αρ. 306/2012, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας).
Παρόλα αυτά η διοίκηση οφείλει εάν δέν μπορεί εύλογα να δώσει απάντηση εντός 30 ημερών, να δώσει τουλάχιστον μέσα στην προθεσμία αυτή πληροφορίες για την πορεία της υπόθεσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 35 του Περι των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο:
«Η υποχρέωση για απάντηση μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών υπάρχει, όταν η λήψη της απόφασης μέσα στην προθεσμία αυτή είναι εφικτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών κάθε υπόθεσης. Η διοίκηση οφείλει σε όλες τις περιπτώσεις να δίνει εγγράφως μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερώνπληροφορίες για την πορεία της υπόθεσης».[4]
Σε περίπτωση που απάντηση δέν δοθει εντός εύλογης προθεσμίας, τότε ο ενδιαφερόμενος, δυναται να προσφύγει κατά της αρχής αυτής ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου (Archigos Kommatos Dikeosinis ν.Republic(1986) 3(Α) C.L.R. 187 και Papadopoulos and Others v.Municipality of Nicosia (1986) 3(C)C.L.R. 2046).
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 Α.Α.Δ. 777:
“Το άρθρο 29 του Συντάγματος έχει εξεταστεί σε αριθμό υποθέσεων στις οποίες τονίστηκε ότι η παράλειψη της αρμόδιας αρχής να δώσει απάντηση σε αίτημα ή παράπονο που άπτεται της άσκησης εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής[5]. (Βλ. Xenophontos v. The Republic, 2 R.S.C.C. 89, Yialousa Savings Bank Ltd. v. The Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) and another (1977) 3 C.L.R. 25). Το άρθρο 29 παρέχει το δικαίωμα στον πολίτη και δημιουργεί την υποχρέωση στην αρχή να αποφασίσει μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα και να δώσει μια αιτιολογημένη απόφαση (Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου και άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 434).”
Σημειώνεται ότι εάν μετά την προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της αρχής, δοθεί απάντηση απο την διοικητική αρχή αυτή, τότε ο αιτητής δέν μπορεί κατα γενικό κανόνα να συνεχίσει με την προσφυγή διότι χάνει το έννομο συμφέρον του (η παράλειψη θεωρείται ότι έχει αρθεί), εκτός εάν η καθυστέρηση αυτή του έχει προκαλεσει κάποια βλάβη ή εαν η απάντηση αυτή δέν είναι απορριπτικού η επιβεβαιωτικού χαρακτήρα (δέν συνιστά δηλαδή στην ουσία απάντηση στο αίτημα) του αιτήματος αλλά είναι απλά πληροφοριακού χαρακτήρα.
Όπως αναφέρεται στην Υπ. Αρ. 1212/2003, Κακαρή ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, ημερ. 20 Ιανουαρίου 2005:
“Εδώ η απάντηση που έδωσαν οι καθών η αίτηση με την επιστολή τους ημερ. 26/7/02 δεν αποτελούσε σαφή απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας ούτως ώστε να θεωρείτο ότι η παράλειψη είχε αρθεί.[6](Βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορος Α. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434 και Ανδρόνικος Μ. Κασάπης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43). Ήταν μάλλον πληροφοριακού χαρακτήρα η οποία δεν υπέκειτο σε αναθεώρηση με προσφυγή. Επομένως οι καθών η αίτηση είχαν υποχρέωση να απαντήσουν στα αιτήματα της αιτήτριας που ακολούθησαν με τις προαναφερθείσες επιστολές. Θεωρώ λοιπόν ότι υπήρχε παράλειψη με την έννοια του Άρθρου 29 του Συντάγματος όπως υπήρχε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Αλέξη Τρύφωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας[7]
«ο αιτητής χάνει το έννομο συμφέρον του αν, μετά την προσβολή της παράλειψης απάντησης αυτή δοθεί, και η παράλειψη δεν έχει προκαλέσει σ’ αυτόν, κατά τον χρόνο που υπήρχε, οποιαδήποτε βλάβη…Όπως έχω προγενέστερα σημειώσει, η παράλειψη εξέτασης του υποβληθέντος αιτήματος των αιτητριών και η απουσία απάντησης, ήταν το αντικείμενο της προσφυγής. Με την απάντηση και τη γνωστοποίηση του σταδίου στο οποίο βρίσκεται το αίτημα, το αντικείμενο της προσφυγής έχει εκλείψει; Η απάντηση είναι αρνητική. Η απαντητική επιστολή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι άρει την παράλειψη απάντησης. Με την επιστολή αυτή δεν απορρίπτεται το αίτημα αλλά, είναι απλώς πληροφοριακού περιεχομένου. Γνωστοποιήθηκε στις αιτήτριες ως προς το στάδιο στο οποίο βρισκόταν το αίτημα τους και δεν απαντούσε επί της ουσίας σε αυτό, σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος. Διαπιστώνεται συναφώς παραβίαση του πιο πάνω Άρθρου καθώς και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης…»[8]
Τονίζεται ότι εάν το αίτημα ή παράπονο του διοικούμενου υποβληθεί σε αναρμόδια αρχή, αυτή θα πρέπει να το διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή.
Σύμφωνα με το άρθρο 33.4
«(4) Η αναφορά απευθύνεται στην αρμόδια αρχή. Αν η αναφορά απευθύνεται σε αναρμόδια αρχή, αυτή δεν την εξετάζει, αλλά τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή».
Πέραν των πιο πάνω, σημειώνεται επίσης ότι εάν έχουν περάσει τρείς (3) μήνες απο την άσκηση του δικαιώματος υποβολής αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 29 του Συντάγματος, τότε ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να θεωρήσει την παράλειψη της αρμόδιας αρχής να του απαντήσει ως άρνησή της να ικανοποιήσει την αναφορά του και να προσβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την παράλειψη αυτή ως άρνηση ικανοποίησης της αναφοράς του. (δηλαδή εδώ δέν κάνει προσφυγή εναντίον απόφασης παράλειψης αλλά εναντίον απόφασης άρνησης)
Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί ταυτόχρονα να προσβάλει, με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος, την παράλειψη απάντησης, εκτός αν από την παράλειψη έχει υποστεί βλάβη.
Εάν ο διοικούμενος είναι σε θέση να αποδείξει ότι από την παράλειψη απάντησης στο αίτημά του από τη Διοίκηση (π.χ αδικαιολόγητη καθυστέρση στην εξέταση αλλοδαπού για άδεια διαμονής με αποτέλεσμα να έχει λήξει η άδεια θεώρησης του και να βρίσκεται παράνομα στην δημοκρατία κ.α), υπέστη βλάβη, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 146 παράγραφος 6 του Συντάγματος.
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν σε καμία περίπτωση νομική συμβουλή και η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
[1] Σύμφωνα με το άρθρο 29 Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ’ άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν’ απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει ενός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας. 2. Εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν’ αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού»
[3] Σύμφωνα με το άρθρο 29 Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ’ άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν’ απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει ενός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας. 2. Εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν’ αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού»
Σε κοινόκτητους χώρους όπως σε πολυκατοικίες ή συγκροτήματα κατοικιών υπάρχουν κοινόχρηστοι χώροι, όπως ο ανελκυστήρας, οι σκάλες, ο χώρος στάθμευσης, κοινοί κήποι, καθώς και κοινά χρησιμοποιούμενα συστήματα.
Κοινόχρηστα έξοδα αποτελούν για παράδειγμα τα έξοδα που αφορούν τα υλικά καθαρισμού, συντήρησης ή/και επιδιόρθωσης των κοινόχρηστων χώρων (π.χ του ανελκυστήρα), την διακόσμηση κοινόχρηστων χώρων, το άδειασμα βόθρων, γενικές επιδιορθώσεις της κοινόκτητης οικοδομής, υδραυλικών και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων κ.α
Τα θέματα που αφορούν τις κοινόκτητες οικοδομές, όπως ο έλεγχος, η λειτουργία, η διαχείριση και η διοίκηση τους καθώς και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των μονάδων (π.χ των διαμερισμάτων μιας πολυκατοικίας ή των οικιών ενός συγκροτήματος) ρυθμίζονται απο κανονισμούς που συντάσσουν οι ιδιοκτήτες των μονάδων αυτών, σύμφωνα με τον Περι Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο (ο «Νόμος»).[1]
Σε περίπτωση που δέν εκδόθηκαν απο τους Ιδιοκτήτες Κανονισμοί, σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος, τότε ισχύουν οι πρότυποι κανονισμοί που περιλαμβάνονται στον Πίνακα του Νόμου (άρθρο 38 ΚΑ του Νόμου).
Σύμφωνα με τους πρότυπους κανονισμούς, κάθε ιδιοκτήτης μονάδας της κοινόκτητης οικοδομής είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει στα κοινόχρηστα έξοδα με βάση το εμβαδόν της μονάδας του.[2]
Το άρθρο 38ΙΑ του Νόμου έχει ως ακολούθως:
«38ΙΑ – (1) Οι κύριοι όλων των μονάδων θα συμμετέχουν στις δαπάνες που είναι αναγκαίες για την ασφάλιση, συντήρηση, επιδιόρθωση, αποκατάσταση και διαχείριση της κοινόκτητης ιδιοκτησίας και για την εξασφάλιση των υπηρεσιών που καθορίζονται από το Μέρος αυτό ή από τους Κανονισμούς. Η αναλογία του μεριδίου κάθε κυρίου στις δαπάνες θα καθορίζεται από τους Κανονισμούς με βάση το εμβαδό κάθε μονάδας.»
Με βάση το Νόμο, η διαχειριστική επιτροπή της κοινόκτητης οικοδομής ενεργεί εκ μέρους και για λογαριασμό των κυρίων των μονάδων και έχει τις εξουσίες και αρμοδιότητες και εκτελεί τα καθήκοντα που καθορίζονται από το Νόμο και τους Κανονισμούς (βλ. άρθρο 38ΚΣΤ).
Η διαχειριστική επιτροπή της κοινόκτητης οικοδομης, η οποία εκλέγεται απο τους ιδιοκτήτες, είναι υπεύθυνη για την διαχείριση των χώρων αυτών και την συλλογή των κοινοχρήστων απο τους ιδιοκτήτες.
Η διαχειριστική επιτροπή συμφώνα με το άρθρο 38ΙΑ(2) του Νόμου έχει δικαίωμα να εγείρει αγωγή εναντίον του κύριου που παραλείπει να πληρώσει την αναλογία του μεριδίου του στις εύλογες δαπάνες που αφορούν τη διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων. [3]
Σύμφωνα με το άρθρο 38ΚΗ.-(1) (δ) του Νόμου:
H διαχειριστική επιτροπή έχει μεταξύ άλλων εξουσία:
“να ανακτά με αγωγή από τον κύριο μονάδας οποιοδήποτε ποσό χρημάτων που δαπανήθηκε από τη Διαχειριστική Επιτροπή για επιδιορθώσεις ή εργασίες που έγιναν από αυτή ή κατά την κρίση της με σκοπό τη συμμόρφωση σε οποιαδήποτε ειδοποίηση διαταγή αρμόδιου διοικητικού οργάνου, αρχής ή προσώπου σε σχέση με τμήμα της οικοδομής που περιλαμβάνει τη μονάδα του κυρίου αυτού”.
Η υποχρέωση όλων των κυρίων στην συνεισφορά στις κοινόκτητες δαπάνες δεν εξαρτάται από το κατά πόσο χρησιμοποιούν ή όχι τους κοινόχρηστους χώρους ούτε με το κατά πόσο συμφωνούν με τη διαχειριστική επιτροπή ή όχι.
Σημειώνεται ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ του Ιδιoκτήτη της μονάδας και του Ενοικιαστή δεν αφορά και δεν δεσμεύει τη διαχειριστική επιτροπή στην οποία υπόλογος είναι ο ιδιοκτήτης αυτής.
Όσον αφορά την σχέση ενοικιαστή και Ιδιοκτήτη, σημειώνεται ότι το θέμα της καταβολής των κοινοχρήστων διέπεται απο την μεταξύ τους σύμβαση.
Το εδάφιο 5 του άρθρου 27 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, ώς έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι εάν δέν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, ο Ενοικιαστής πληρώνει τα κοινόχρηστα, εξαιρουμένων σοβαρών εξόδων συντήρησης, τροποποίησης ή αντικατάστασης τους.
Συγκεκριμένα το άρθρο προνοεί ως ακολούθως:
«Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, ο ενοικιαστής υποχρεούται να πληρώνει το ποσό των κοινοχρήστων που αναλογεί στο ακίνητο περιλαμβανομένων μικροεξόδων συντήρησης κοινόχρηστων χώρων και κοινόχρηστων εγκαταστάσεων και εξαιρουμένων σοβαρών εξόδων συντήρησης, τροποποίησης ή αντικατάστασης τους.»
Σε περίπτωση που σύμφωνα με το ενοικιαστήριο έγγραφο ο ενοικιαστής οφείλει να πληρώνει κοινόχρηστα και παραλείπει να πληρώσει αυτά, ο Ιδιοκτήτης δύναται να αξιώσει δικαστικά κάθε οφειλόμενο ποσό.
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Για τους σκοπούς του Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 38Β αυτού:
“(α) Όταν οικοδομή αποτελείται από πέντε τουλάχιστο μονάδες, έστω κι αν αυτή με όλες τις μονάδες της ανήκει κατά κυριότητα σ’ ένα κύριο, αποτελεί κοινόκτητη οικοδομή και θα εγγράφεται ως κοινόκτητη…: Νοείται ότι υποστατικό που αποτελείται από δύο μέχρι και τέσσερις μονάδες μπορεί να αποτελέσει κοινόκτητη οικοδομή και να εγγραφεί ως τέτοια, αν οι κύριοι του πενήντα τοις εκατόν (50%) τουλάχιστο της κοινόκτητης ιδιοκτησίας ή οποιοιδήποτε δύο κύριοι μονάδων υποβάλουν σχετική αίτηση προς το Διευθυντή αιτούμενοι όπως το υποστατικό αυτό αποτελέσει κοινόκτητη οικοδομή και εγγραφεί ως τέτοια· (β) κάθε μονάδα κοινόκτητης οικοδομής θα ανήκει, θα κατέχεται και θα τυγχάνει κάρπωσης χωριστά ως ιδιωτική ιδιοκτησία και θα εγγράφεται ως τέτοια σύμφωνα με το άρθρο 38ΛΑ….”
[2] Συνήθως, ο υπολογισμός του ακριβές ποσού των κοινοχρήστων που οφείλονται από κάθε ιδιοκτήτη υπολογίζεται δια της διαίρεσης του συνόλου των κοινόχρηστων εξόδων για τη δεδομένη περίοδο με το σύνολο των τετραγωνικών μέτρων όλων των μονάδων και στην συνέχεια πολλαπλασιάζεται το αποτέλεσμα της διαίρεσης με τα τετραγωνικά μέτρα κάθε υποστατικού.
“κύριος σημαίνει το πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί ως ο κύριος οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας είτε αυτό είναι εγγεγραμμένο με τον τρόπο αυτό ή όχι”
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περι Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113), ένα η περισσότερα πρόσωπα δύνανται εφόσον το επιθυμούν να δημιουργήσουν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές για οποιοδήποτε νόμιμο σκοπό.
Συγκεκριμένα το άρθρο προνοεί τα εξής:
3.-(1) Οποιαδήποτε επτά ή περισσότερα πρόσωπα ή προκειμένου για σύσταση ιδιωτικής εταιρείας ένα ή περισσότερα πρόσωπαπου συνεργάζονται για οποιοδήποτε νόμιμο σκοπό δύνανται, με την υπογραφή των ονομάτων τους στο ιδρυτικό έγγραφο και αφού διαφορετικά συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις που απαιτούνται από το Νόμο αυτό, για την εγγραφή, να συστήσουν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.(2) Η εταιρεία αυτή δύναται να είναι είτε-(α) εταιρεία που η ευθύνη των μελών της περιορίζεται από το ιδρυτικό έγγραφο στο ποσό, αν υπάρχει που δεν πληρώθηκε για τις μετοχές που κατέχουν αντίστοιχα (στο Νόμο αυτό ονομάζεται “εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές”) ή(β) εταιρεία που η ευθύνη των μελών της περιορίζεται από το ιδρυτικό έγγραφο μέχρι του ποσού που τα μέλη ήθελαν αναλάβει αντίστοιχα να συνεισφέρουν στο ενεργητικό της εταιρείας σε περίπτωση διάλυσης της (στο Νόμο αυτό ονομάζεται ”εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση”)».
Για να δημιουργηθεί μία εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχικό κεφάλαιο θα πρέπει να ακολουθηθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία.
Σημειώνεται ότι πλέον, μόνο οι εγγεγραμμένοι δικηγόροι δύνανται να συντάξουν τα απαραίτητα έγγραφα για την εγγραφή μιας εταιρείας σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο (ΚΕΦ.2).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του περι Δικηγόρων Νόμου, ώς έχει τροποποιηθεί, ο όρος ασκείν την δικηγορία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
“(iv) τη σύvταξη, αvαθεώρηση, τρoπoπoίηση oπoιoυδήπoτε ιδρυτικoύ εγγράφoυ ή καταστατικoύ εταιρείας κάθε μoρφής ή oπoιασδήπoτε αίτησης, έκθεσης, δήλωσης, έvoρκης δήλωσης, απόφασης ή άλλoυ εγγράφoυ πoυ σχετίζεται με τη σύσταση, εγγραφή, oργάvωση, αvαδιoργάvωση ή διάλυση oπoιoυδήπoτε voμικoύ πρoσώπoυ”.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 17.2 του Περι Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113) :
«(2) Θέσμια δήλωση συμμόρφωσης προς όλες ή οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω απαιτήσεις από δικηγόρο που ασκεί το επάγγελμα και ανέλαβε τη σύσταση της εταιρείας ή από πρόσωπο που κατονομάζεται στο καταστατικό ως σύμβουλος ή γραμματέας της εταιρείας πρέπει να παραδίνεται στον έφορο και ο έφορος δύναται να αποδέχεται τη δήλωση αυτή ως ικανοποιητική μαρτυρία συμμόρφωσης». (η έμφαση είναι δική μου).
Πρίν εγγραφεί μια εταιρεία θα πρέπει να έχει εγκριθεί απο τον Έφορο Εταιρειών το όνομα με το οποίο προτίθεται να εγγραφεί (βλέπετε Όνομα Εταιρείας. – Cyprus Law Notes).
Mια εταιρεία για να εγγραφεί χρειάζεται να έχει ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο (Memorandum & Articles of Association).
Το ιδρυτικό έγγραφο (memorandum) είναι το έγγραφο με το οποίο οι ιδρυτές της εταιρείας εκφράζουν την πρόθεση τους να δημιουργήσουν εταιρεία, περιλαμβάνει το όνομα της εταιρείας, το εγγεγραμμένο γραφείο της και τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύεται, το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας με το οποίο ιδρύεται (εγκεριμένο και εκδοθέν) και την ευθύνη των μελών της.
Τα πρόσωπα που ιδρύουν την εταιρεία (οι ιδρυτές) πρέπει να υπογράφουν το Ιδρυτικό Έγγραφο και πρέπει να γράψουν απέναντι από το όνομα τους το αριθμό των μετοχών που λαμβάνουν (σημειώνεται ότι ο αριθμός των μετοχών θα πρέπει να αναγράφεται και στο χέρι).
Απο την άλλη το καταστατικό της εταιρείας (Articles of Association) περιέχει τους κανονισμούς της εταιρείας, όπως τον τρόπο λήψης αποφάσεων.
Εταιρεία δύναται να καταρτίσει δικό της καταστατικό ή να υιοθετήσει τους Κανονισμούς που περιέχονται στον Πίνακα Α του Πρώτου Παραρτήματος του Περι Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113) εξ ολοκλήρου ή εν μέρη (άρθρο 10 του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113).
Μια εταιρεία θα πρέπει να έχει εγγεγραμμένο γραφείο (registered office). Επίσης η ιδιωτική εταιρεία θα πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα διευθυντή και να έχει ένα γραμματέα.
Αφού ο δικηγόρος ετοιμάσει τα έγγραφα θα πρέπει να καταχωρήσει στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη (Company Registrar and Official Receiver), ο οποίος είναι η αρμόδια αρχή για την εγγραφή εταιρειών, το Ιδρυτικό και Καταστατικό έγγραφο της εταιρείας (Memorandum and Articles of Association) στα ελληνικά (και εάν ανοικτεί φάκελος μετάφρασης, μετάφραση αυτού που γίνεται συνήθως με ένορκη δήλωση), την θέσμια δήλωση συμμόρφωσής (ΗΕ1), ειδοποίηση για τον τόπο του εγγεγραμμένου γραφείου (ΗΕ2) και τα στοιχεία αναφορικά με τους πρώτους συμβούλους και τον γραμματέα της εταιρείας (ΗΕ3). [1]
Εάν η εγγραφή της εταιρείας γίνει ηλεκτρονικά τα έντυπα ΗΕ2 και ΗΕ3 συμπληρώνονται ηλεκτρονικά.
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Η ΗΕ3 πρέπει να καταχωρείται εντός 14 ημερών απο τον διορισμό των πρώτων συμβούλων. Ωστόσο η συνήθης πρακτική είναι να καταχωρείται μαζί με όλα τα αρχικά έγγραφα κατα την αίτηση εγγραφής. (άρθρο 192.5.α του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113).
Πολιτικές αγωγές όπου η διαφορά είναι προσωποπαγής (of private character), π.χ δυσφήμηση ή απάτη, τερματίζονται με τον θάνατο του Ενάγοντα (actio personalis moritur cum persona), ενώ αυτές που αφορούν την περιουσία του (την κληρονομιά του) δέν ακυρώνονται (Twycross v. Grant 4 C. P. D. 40).
Στην υπόθεση Hatchard v Mege and Others (1887) 18 Q.B.D. 771 το αγγλικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι ενώ μία αγωγή για το αδίκημα της δυσφήμησης ή της επιζήμιας ψευδολογίας τερματίζεται με τον θάνατο του Ενάγοντα (διότι η βάση αγωγής παύει να υφίσταται με τον θάνατο του), η δημοσίευση κακόβουλης και ψευδούς δήλωσης η οποία προκαλεί ζημιά στην περιουσία του Ενάγοντα (εδώ περιουσιακό δικαίωμα σε εμπορικό σήμα), δέν τερματίζεται (η βάση της αγωγής συνεχίζει να υπάρχει) και μπορεί να συνεχιστεί μετα τον θάνατο του απο τον προσωπικό του αντιπρόσωπο.
Στην υπόθεση αυτή, λέχθηκαν μεταξύ αλλων τα εξής:
“It has been argued that this is an action to recover damages: in one sense that is true; but it is an action for a wrong done, not to the intestate himself, but to his property; therefore the right to sue upon his death was transmitted to his personal representative. For the defendant, reliance has been placed upon the judgment of Lord Chelmsford in Peek v. Gurney 7 ; it is sufficient to say that, in the opinion of his Lordship, the executors of the deceased director were not liable, because his estate derived no benefit from the misrepresentation to which he was a party; here the personal estate of the intestate was injured. The difference between the two cases seems to me very great.” (η έμφαση είναι δική μου).
Η απόφαση Campbell v Secretary of State for Northern Ireland [2018] UKUT 372 (AAC) αφορούσε την άσκηση του αποβιώσαντος Υποκείμενου Δεδομένων του δικαιώματος του σε πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα, με την υποβολή αιτηματος (subject access request). Ο Καθού η Αίτηση-υπέθυνος επεξεργασίας (secretary of state) ισχυρίστηκε ότι δέν μπορούσε να του δοθεί πρόσβαση στα δεδομένα του για λόγους δημοσίας ασφάλειας. Ο Αιτητής καταχώρησε έφεση εναντίον της απόφασης αυτής αλλά απεβίωσε πρίν την ακρόαση της έφεσης. Η χήρα του αποβιώσαντος ισχυρίστηκε ότι η έφεση αυτή επιζεί και και μετά τον θάνατο του Αιτητή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα που άσκησε ο αποβιώσας (Υποκείμενο Δεδομένων) ήταν καθαρά προσωπικό δικαίωμα και με τον θάνατο του αιτητή έπαψε να ισχύει.
Τα πιο πάνω αντανακλόνται και στο άρθρο 34 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου (ΚΕΦ.189), ως έχει τροποποιηθεί, τo οποίο προνοεί ότι με τον θάνατο ενός προσώπου ορισμένες βάσεις αγωγής επιβιώνουν προς ώφελος της κληρονομιάς του, ενώ άλλες βάσεις αγωγής παύουν να επιβιώνουν με τον θάνατο του, όπως η βάση αγωγής για δυσφήμηση και το δικαίωμα του αποβιώσαντα να αξιώσει αποζημιώσεις για απώλεια- bereavement .[1]
Σε πολιτικές αγωγές, όταν ο Ενάγοντας αποβιώσει αλλά η αιτία αγωγής συνεχίζει να υφίσταται, τότε το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον προσωπικό του αντιπρόσωπο να καταστεί μέρος στην διαδικασία (Δ12Θ2).
Εάν η διαφορά αφορά περιουσιακά στοιχεία του αποβιώσαντα-Ενάγοντα, τα οποία μεταβιβάστηκαν νόμιμα σε νέους ιδιοκτήτες (π.χ κληρονόμους), η διαδικασία δύναται να συνεχιστεί απο τους νέους νόμιμους ιδιοκτήτες. (Δ12Θ3).
Σε περίπτωση που το άτομο που δικαιούται να προχωρήσει με την συνέχιση της διαδικασίας δεν προχωρήσει (ο κληρονόμος του αποβιώσαντα Ενάγοντα ή ο διαχειριστής), ο Εναγόμενος μπορεί να ζητήσει απο το Δικαστήριο να υποχρεώσει το άτομο αυτό να προχωρήσει εντός προθεσμίας που μπορεί να διαταχθεί με την προώθηση της υπόθεσης και, σε περίπτωση που δέν συμμορφωθεί με το διάταγμα να εκδοθεί απόφαση υπέρ του Εναγόμενου.
Συγκεκριμένα ο, Θεσμός 8 της Διαταγής 12 προνοεί τα εξής
«8. When the plaintiff …in a cause or matter dies and the cause of action survives, but the person entitled to proceed fails to proceed, the defendant …may apply to compel the … the person entitled to proceed) to proceed within such time as may be ordered : and, in default of such proceeding, judgment may be entered for the defendant, or, as the case may be, for the person against whom the cause or matter might have been continued; and in such case, if the plaintiff has died, execution may issue as in the case provided for by Order 40, Rule 8…» (η έμφαση είναι δική μου).
Διοικητικές Προσφυγές
Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Κυριάκου Νέδη Ν. και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 807, η οποία αφορούσε διοικητική προσφυγή, το ερώτημα κατα πόσο ο θάνατος του Αιτητή/προσφέυγοντα καταργεί μια δικαστική διαδικασία (εδώ ηταν διοικητική προσφυγή), εξαρτάται απο το εάν αυτή είχε προσωπαγή ή περιουσιακό χαρακτήρα.
Εάν η διαφορά είναι προσωποπαγής, η δικαστική διαδικασία τερματίζεται με τον θάνατο του Αιτητή. Αν όμως η διαφορά έχει περιουσιακό χαρακτήρα, τότε μπορεί να προωθηθεί από τους κληρονόμους του.
Συνεπώς σε περίπτωση όπου η δικαστική διαδικασία αφορά περιουσιακά στοιχεία (π.χ ιδιοκτησία ακινήτου), τότε θα προωθηθεί από τους κληρονόμους του αποβιώσαντα.
Οι διαχειριστές της περιουσίας του αιτητή/ενάγοντα, εφόσον η υπόθεση αφορά περιουσιακή διαφορά, θα υποβάλουν αίτηση για να συνεχίσουν την προώθηση της υπόθεσης που καταχώρησε ο Αιτητής μετά τον θάνατο του.
Στην απόφαση στην υπόθεση Κυριάκου Νέδη Ν. και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 807, το Δικαστήριο έκρινε ότι σε σχέση με προσωπαγή θέματα, σε προσφυγές (π.χ προαγωγές, διορισμοί, πειθαρχικές διαδικασίες κ.α), με τον θάνατο του Αιτητή λήγει η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης και τα έννομα αποτελέσματα δεν είναι δυνατόν να συνεχιστούν έναντι των διαχειριστών της περιουσίας του. Οι τελευταίοι δεν “κέκτηνται εννόμου συμφέροντος” σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Όπως έχει τεθεί στην υπόθεση Americanos v. Republic(1985) 3 C.L.R. 540, 544,
“Το συμφέρον που απαιτείται για να στηρίξει προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 146.2, πρέπει να είναι προσωπικό ή άμεσο. Δεν πρέπει να πηγάζει από ζημιά που έχει προκληθεί σε τρίτους.”
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1]“34.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ αυτoύ, σε περίπτωση πoυ απoθvήσκει oπoιoδήπoτε πρόσωπo μετά τηv έvαρξη της ισχύoς τoυ Νόμoυ αυτoύ, όλες oι βάσεις αγωγής oι oπoίες υπάρχoυv κατά ή έχoυv περιέλθει στov απoθαvόvτα επιβιώvoυv κατά ή, αvάλoγα με τηv περίπτωση, επ’ ωφελεία της κληρovoμιάς τoυ: Νoείται ότι τo εδάφιo αυτό δεv εφαρμόζεται σε βάσεις αγωγής για δυσφήμηση. (1Α) Τo δικαίωμα πρoσώπoυ vα αξιώσει απoζημιώσεις λόγω απώλειας (bereavement) δυvάμει τoυ άρθρoυ 58 τoυ περί Αστικώv Αδικημάτωv Νόμoυ, δεv επιβιώvει επ’ ωφελεία της κληρovoμιάς αυτoύ με τo θάvατo τoυ.(2) Όταv επιβιώvει βάση αγωγής όπως αvαφέρεται πιo πάvω επ’ ωφελεία της κληρovoμιάς απoθαvόvτoς πρoσώπoυ η απoζημίωση η oπoία δύvαται vα αvαζητηθεί επ’ ωφελεία της κληρovoμιάς-(α) δεv περιλαμβάvει- (i) παραδειγματικές απoζημιώσεις. (ii) απoζημιώσεις για απώλεια εισoδήματoς σχετικά με oπoιαδήπoτε περί- oδo μετά τo θάvατo τoυ. (β) στηv περίπτωση παράβασης υπόσχεσης γάμoυ περιoρίζεται σε τέτoια τυχόv ζημιά επί της κληρovoμιάς τoυ εv λόγω πρoσώπoυ όπως απoρρέει από τηv παράβαση της υπόσχεσης γάμoυ.(γ) όταv o θάvατoς τoυ εv λόγω πρoσώπoυ πρoκληθηκε με πράξη ή παράλειψη από τηv oπoία πρoκύπτει η βάση της αγωγής, υπoλoγίζεται χωρίς vα ληφθεί υπόψη oπoιαδήπoτε απώλεια ή κέρδoς στηv κληρovoμιά αυτoύ συvεπεία τoυ θαvάτoυ τoυ, εκτός τoυ ότι δύvαται vα περιληφθεί σε αυτή πoσό για τηv κάλυψη τωv δαπαvώv κηδείας.(3) Καvέvα δικαστικό μέτρo δεv δύvαται vα ληφθεί για βάση αγωγής δυvάμει τoυ περί Αστικώv Αδικημάτωv Νόμoυ ή δυvάμει αστικoύ αδικήματoς (tort) κατά τo κoιvoδίκαιo (common law) δυvάμει της παραγράφoυ (γ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 33 τoυ περί Δικαστηρίωv Νόμoυ, η oπoία βάσει τoυ άρθρoυ αυτoύ έχει επιβιώσει κατά της κληρovoμιάς τoυ απoθαvόvτoς πρoσώπoυ εκτός αv είτε-(α) κατά τηv ημερoμηvία τoυ θαvάτoυ τoυ εκκρεμoύσε εvαvτίov τoυ δικαστικό μέτρo σχετικά με τηv εv λόγω βάση αγωγής είτε β) η βάση της αγωγής πρoέκυψε τoυλάχιστov έξι μήvες πριv από τo θάvατo τoυ και τo δικαστικό μέτρo σχετικά με αυτή λήφθηκε τo αργότερo εvτός έξι μηvώv από τότε πoυ o πρoσωπικός αvτιπρόσωπoς πήρε τηv αvτιπρoσώπευση και αv καμιά αvτιπρoσώπευση δεv λήφθηκε εvτός δύo ετώv από τo θάvατo τoυ απoθαvόvτoς τότε όχι αργότερα από τηv εv λόγω ημερoμηvία.(4) Όταv πρoκλήθηκε ζημιά από πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία θα υφίστατo βάση αγωγής εvαvτίov oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ αv τo πρόσωπo αυτό δεv απέθvησκε πριv ή κατά τo χρόvo κατά τov oπoίo πρoκλήθηκε η ζημιά, θεωρείται, για τoυς σκoπoύς τoυ Νόμoυ αυτoύ, ότι υφίσταται εvαvτίov τoυ πριv από τo θάvατo τoυ τέτoια βάση αγωγής για τηv εv λόγω πράξη ή παράλειψη όπως θα υφίστατo αv απέθvησκε μετά τηv πρόκληση της ζημιάς.(5) Τα δικαιώματα πoυ παρέχovται από τo Νόμo αυτό πρoς όφελoς της κληρovoμιάς απoθαvόvτoς πρoσώπoυ ισχύoυv επιπρόσθετα και όχι κατ’ αvαίρεση τωv δικαιωμάτωv πoυ παρέχovται στoυς εξαρτωμέvoυς απoθαvόvτoς πρoσώπoυ από τov περί Αστικώv Αδικημάτωv Νόμo ή από oπoιoδήπoτε άλλo Νόμo ή Νόμo τoυ Κoιvoβoυλίoυ πoυ ισχύει στη Δημoκρατία.(6) Στηv περίπτωση διαχείρισης σε πτώχευση κληρovoμιάς κατά της oπoίας δύvαται vα ληφθεί δικαστικό μέτρo δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ, oπoιαδήπoτε υπoχρέωση σχετικά με τα έξoδα της αγωγής για τηv oπoία τo δικαστικό μέτρo δύvαται vα ληφθεί, θεωρείται ως χρέoς δεκτικό απόδειξης στη διαχείριση της κληρovoμιάς, αvεξάρτητα αv είvαι απαίτηση η oπoία έχει χαρακτήρα μη εκκαθαρισμέvωv απoζημιώσεωv πoυ απoρρέoυv με oπoιoδήπoτε άλλo τρόπo εκτός από σύμβαση ή κατάχρηση εμπιστoσύvης (breach of trust). (7) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 29, για τoυς σκoπoύς λήψης δικαστικoύ μέτρoυ δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ, καvέvα πρόσωπo δεv δύvαται vα αvτιπρoσωπεύει τηv κληρovoμιά απoθαvόvτoς πρoσώπoυ εκτός από τov πρoσωπικό αvτιπρόσωπo”
Συμφωνα με την νομοθεσία είναι δυνατή η παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας σε πολίτες οι οποίοι δέν είναι σε θέση λόγω της οικονομικής τους κατάστασης να πληρώσουν δικηγόρο (βλέπετε για παράδειγμα SABRI, Νομική Αρωγή Αρ. 13/2018, 25/6/2018). Η βοήθεια αυτή μπορεί να είναι με την παροχή δωρεάν νομικής (legal advice) συμβουλής ή/και με την αντιπροσώπευσή σε δικαστική διαδικασία (legal representation).
Σε δικαστικές διαδικασίες, όπως όλοι γνωρίζουμε προκύπτουν δικαστικά έξοδα, τα οποία έχουν να κάνουν με τα έξοδα της σύνταξης των δικογράφων, των εμφανίσεων για ακροάσεις και άλλων εμφανίσεων (πρίν και μετά την ακρόαση) στο Δικαστήριο, τις καταχωρήσεις στο Πρωτοκολλητείο από τους δικηγόρους, τα έξοδα των μαρτύρων, τα έξοδα προετοιμασίας καταλόγου εξόδων, όλες τις απαραίτητες επιστολές πρίν και μετά τις εμφανίσεις στο Δικαστήριο κ.α.
Κατα γενικό κανόνα, στο τέλος μιας δικαστικής διαδικασίας (αστική και ιδιωτική ποινική), το μέρος που έχασε είναι υπόχρεο να πληρώσει όχι μόνο τα δικά του έξοδα αλλά και τα έξοδα της άλλης πλευράς (loser pays winner’s costs), εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά.
Στις ποινικές υποθέσεις που εγείρονται απο τον Γενικό Εισαγγελέα, το Δικαστήριο καθορίζει τα έξοδα της διαδικασίας, όπως κρίνει ορθό.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Περί Νομικής Αρωγής Νόμου 165(I)/2002 (στο εφεξής ο «Νόμος»), δικαιούχος νομικής αρωγής σημαίνει πρόσωπο προς όφελος του οποίου έχει εκδοθεί πιστοποιητικό για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Νόμου:
«(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί οποιαδήποτε από τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 4, 4Α, 5, 6, 6Α, 6Β, 6Γ, 6Δ, 6Ε και 6ΣΤ, ή το Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία ο αιτητής συνήθως διαμένει δύναται, κατόπιν γραπτής αίτησης σε αυτό, αν κρίνει ότι- (α) Με βάση κοινωνικοοικονομική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οικονομική κατάσταση του αιτητή και, στην περίπτωση που ο αιτητής είναι εξαρτώμενο μέλος οικογένειας, η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, δεν του επιτρέπει να εξασφαλίσει νομική αρωγή, λαμβανομένων υπόψη των απολαβών του, πραγματικών και αναμενόμενων, οποιωνδήποτε άλλων εισοδημάτων, από εργασία ή άλλες πηγές, των εξόδων για τις βασικές ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του και άλλων υποχρεώσεων και αναγκών του· και (β) λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης ή άλλων περιστάσεων της υπόθεσης είναι επιθυμητό για το συμφέρον της δικαιοσύνης να τύχει δωρεάν νομικής αρωγής για την προετοιμασία και το χειρισμό της υπόθεσης, να εκδώσει πιστοποιητικό για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής:Νοείται ότι, εξαιρουμένου του Διοικητικού Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η πρωτοβάθμια εκδίκαση προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 6Β ή 6Γ και εξαιρουμένου του Δικαστηρίου που εξέδωσε πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 6Δ, το δικαστήριο που εξέδωσε το πιστοποιητικό μπορεί να το ανακαλέσει όταν υπάρχει ουσιαστική αλλαγή των δεδομένων του δικαιούχου: Νοείται περαιτέρω ότι, εάν ο αιτητής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων (β) ή (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 6Δ, το Δικαστήριο εκδίδει κατά κανόνα πιστοποιητικό, εκτός αν ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής έχει επαρκείς οικονομικούς πόρους: Νοείται έτι περαιτέρω ότι στην περίπτωση αίτησης για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής σε δευτεροβάθμια διαδικασία δεν απαιτείται η έκδοση νέου πιστοποιητικού και το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) κοινωνικοοικονομική έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που συντάχθηκε για τους σκοπούς της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, νοουμένου ότι ο αιτητής δηλώνει ενόρκως ότι δε διαφοροποιήθηκε η οικονομική του κατάσταση.(2) Ο τύπος και το περιεχόμενο της αίτησης είναι σύμφωνα με τύπο που ήθελε καθορισθεί σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 13.(3)(α) Για τους σκοπούς του άρθρου 4, κρίνεται ότι πληρούνται οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου προϋποθέσεις όταν ο ύποπτος ή κατηγορούμενος προσάγεται ενώπιον του δικαστηρίου, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την κράτησή του ή κατά τη διάρκεια της κράτησής του.(β) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) του άρθρου 4Α, κρίνεται ότι σε κάθε περίπτωση πληρούνται οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου προϋποθέσεις.(γ) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) του άρθρου 4Α, το δικαστήριο εκδίδει πιστοποιητικό για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής εφόσον κατατεθεί ενώπιόν του, μέσω της αρμόδιας αρχής του κράτους εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας, το πιστοποιητικό για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής που εκδόθηκε υπέρ του εκζητουμένου στο κράτος εκτέλεσης, σύμφωνα με τη διαδικασία διαβίβασης των εγγράφων που προβλέπεται στον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο.(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οι όροι «διαδικασία ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», «εκζητούμενος», «κράτος έκδοσης», «κράτος εκτέλεσης» έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο».
Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω άρθρα του Νόμου, δικαιούχος δωρέαν νομικής αρωγής είναι κάθε πρόσωπο, κύπριος ή αλλοδαπός (βλέπετε για παράδειγμα ALASHKHAM , Νομική Αρωγή αρ. 15/2018, 17/7/2018), ο οποίος αποδεδειγμένα δέν είναι σε θέση λόγω της οικονομικής του κατάστασης να τύχει νομικής βοήθειας απο δικηγόρο.
Η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση που άτομο λόγω της οικονομικής του κατάστασης επιθυμεί δωρεάν νομική αρωγή είναι η ακόλουθη.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικού Κανονισμού (Αρ. 1) 3/2003 (στο εφεξής ο «Κανονισμός»):
«4. (1) Πρόσωπο που διεκδικεί την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής υποβάλλει αίτηση το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται στον Τύπο 1. (2) Η αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής υποβάλλεται προς το αρμόδιο, σύμφωνα με το Νόμο, Δικαστήριο και καταχωρείται στο Μητρώο του Πρωτοκολλητείου. (3) Ο Πρωτοκολλητής ορίζει ημερομηνία πρώτης εμφάνισης στην αίτηση και αυτή επιδίδεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σύμφωνα με τον τρόπο επίδοσης των αγωγών».
Όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 του Κανονισμού, ο Πρωτοκολλητής ορίζει ημερομηνία πρώτης εμφάνισης στην αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και αυτή επιδίδεται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού, κατά την πρώτη ημερομηνία εμφάνισης ακούγονται ο αιτητής και ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο η περίπτωση καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου. Αν αποφασιστεί ότι η περίπτωση δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση. Αν αποφασιστεί ότι η περίπτωση καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου, το Δικαστήριο διατάσσει την κατάθεση στο Πρωτοκολλητείο, μέσα σε προθεσμία που καθορίζει κοινωνικοοικονομικής έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας και έγγραφης δήλωσης το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται στον Τύπο 2 του Κανονισμού, και ορίζει ημερομηνία για την εξέταση της αίτησης. (βλέπετε Ο Περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικός Κανονισμός (Αρ. 1) του 2003 – 3/2003 – ΤΥΠΟΣ 2 (cylaw.org)
Η έγγραφη δήλωση που αναφέρεται πιο πάνω (Τύπος 2 στον Κανονισμό) περιέχει γενικές πληροφορίες αναφορικά με τα στοιχεία του αιτητή, τα εισοδήματα του, το επάγγελμα του, την οικογενειακή του κατάσταση κ.α.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Νόμου:
«8.—(1) Προτού το Δικαστήριο εκδώσει το πιστοποιητικό, που προβλέπεται στο άρθρο 7, καλεί τον αιτητή να υποβάλει έγγραφη δήλωση για γεγονότα και στοιχεία που μπορούν να το βοηθήσουν στη λήψη απόφασης κατά πόσο η οικονομική κατάσταση του ιδίου και στην περίπτωση που αυτός είναι εξαρτώμενο μέλος οικογένειας, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας, δικαιολογεί την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, τηρουμένων των ακολούθων: (α) Σε περίπτωση ασυνόδευτου ανήλικου που αιτείται νομική αρωγή σύμφωνα με το άρθρο 6Β, το Δικαστήριο καλεί τον εκπρόσωπο να υποβάλει την προαναφερόμενη δήλωση· (β) σε περίπτωση ασυνόδευτου ανήλικου που αιτείται νομική αρωγή σύμφωνα με το άρθρο 6Γ, το Δικαστήριο καλεί τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να υποβάλουν την προαναφερόμενη δήλωση· (γ) σε περίπτωση ασυνόδευτου ανήλικου που αιτείται νομική αρωγή σύμφωνα με το άρθρο 6Δ, το δικαστήριο καλεί τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να υποβάλουν την προαναφερόμενη δήλωση· (δ) σε περίπτωση ασυνόδευτου ανήλικου που αιτείται νομική αρωγή σύμφωνα με το άρθρο 6ΣΤ, το δικαστήριο καλεί τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να υποβάλουν την προαναφερόμενη δήλωση.(2) Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης θα καθορίζεται σε Διαδικαστικούς Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 13».
Το Δικαστήριο κατα την εξέταση της αίτησης λαμβάνει υπόψιν του την κοινωοικονομική έκθεση του γραφείου ευημερίας και της έγγραφης δήλωσης στον Τύπο 2. Το Δικαστήριο θα λάβει υπόψιν του κατα την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας την σοβαρότητα της εκδικαζόμενης υπόθεσης (π.χ βία στην οικογένεια) που εκδικάζεται και θα πρέπει να κρίνει ότι η έκδοση του πιστοποιητικού είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού, κατά την ημερομηνία εξέτασης της αίτησης ακούγονται ο αιτητής και ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το Δικαστήριο, στη βάση των παραγόντων όπως αυτοί προσδιορίζονται στο Νόμο, είτε την εγκρίνει οπότε εκδίδεται από το Πρωτοκολλητείο Πιστοποιητικό το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται στον Τύπο 3, είτε την απορρίπτει.
Σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, πιστό αντίγραφο του Πιστοποιητικού παραδίδεται στο δικαιούχο και κάθε πληρωμή διενεργείται στη βάση του, αφού ο δικηγόρος που θα διοριστεί απο το Δικαστήριο (βλέπετε άρθρο 8 του Κανονισμού. Διορισμός δικηγόρου απο τον Κατάλογο των δικηγόρων που εκάστοτε ενδιαφέρονται να προσφέρουν υπηρεσίες με βάση το Νόμο. Ο δικαιούχος επιλέγει δικηγόρο απο τον κατάλογο αυτό και εάν ο διορισμός του επιλεγμένου δικηγόρου δέν είναι δυνατός ακολουθείται αριθμητική σειρά διορισμού δικηγόρου, κατά κλάδο ή είδος, από τα ονόματα τα οποία περιλαμβάνονται στον Κατάλογο) υπογράψει Δήλωση σύμφωνα με το περιεχόμενο που καθορίζεται στον Τύπο 4 του Καονισμού. (βλέπετε Ο Περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικός Κανονισμός (Αρ. 1) του 2003 – 3/2003 – ΤΥΠΟΣ 4 (cylaw.org))
Εταιρεία δύναται, νοουμένου ότι αυτό επιτρέπεται απο τις πρόνοιες του Καταστατικού της, σε περίπτωση που εξέδωσε μετοχές οι οποίες δέν έχουν πληρωθεί πλήρως και ακόμη και μετά απο ειδοποίηση/κλήση της στον μέτοχο (notice for call) παραμένουν απλήρωτες, να τις κατασχέσει (to forfeit the shares) και έτσι ο μέτοχος να πάβει να έχει ιδιοκτησία αυτών.
Αν για παράδειγμα η εταιρεία Χ, η οποία είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές εξέδωσε 50 μετοχές στον Κώστα και ο Κώστας πλήρωσε μόνο για τις 10 (το 20% της συνολικής αξίας αυτών των μετοχών) κατα την εγγραφή του ως μέλος και συμφωνήθηκε όπως το υπόλοιπο ποσό (80%) πληρώνεται σε 4 δόσεις και σήμερα εκκρεμούν και οι 4 δόσεις, τότε με την συνεχιζόμενη παράλειψη πληρωμής της πρώτης δόσης, η εταιρεία δύναται να κατασχέσει τις απλήρωτες μετοχές και έτσι ο Κώστας να χάσει 40 μετοχές (απλήρωτες) και να κατέχει μόνο τις 10 (πληρωμένες).
Μετοχή η οποία κατασχέθηκε απο την εταιρεία δύναται να πωληθεί ή να διατεθεί με άλλο τρόπο απο τους συμβούλους της εταιρείας σε άλλο μέτοχο ή/και μετόχους στην ίδια ή σε διαφορετική τιμή, ενώ δύνανται επίσης να ακυρωθεί (τέτοια ακύρωση δέν αποτελεί μείωση κεφαλαίου).
Η κατάσχεση μετοχών διέπεται απο τις πρόνοιες του Ιδρυτικού και Καταστατικού Εγγράφου της Εταιρείας. Συνεπώς, πάντα θα πρέπει να εξετάζονται οι πρόνοιες του Καταστατικού προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η εταιρεία επιτρέπεται να προβεί σε κατάσχεση και εάν ναί πότε και πώς.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα Palmer’s Company Law, 2ος Τόμος, Μέρος 6, Κεφάλαιο 6.2, παρ. 6.219:
«There is no inherent power of forfeiture. The articles of a public company, however, generally contain provisions for the forfeiture of shares for the nonpayment of a call or instalment. Such a power may either be in the original articles or introduced into the articles by a variation under Companies Act ».
Επίσης θα πρέπει πάντοτε να εξετάζονται οι όροι έκδοσης των μετοχών.
Για να δύναται να γίνει κατάσχεση θα πρέπει να έχει προηγουμένως (οι προθεσμίες καθορίζονται απο το Καταστατικό) δοθεί ειδοποίηση/κλήση πληρωμής στον μέτοχο (βήμα 2: Επίδοση κλήσης στον μέτοχο που να καθορίζει ημερομηνία, τόπο πληρωμής, τρόπο πληρωμής και ποσό) και να έχει περάσει η χρονική προθεσμία σύμφωνα με τους όρους του Καταστατικού (αυτό θα αναφερεται και στην ειδοποίηση/κλήση).
Για να γίνει κλήση θα πρέπει προηγουμένως να έχει περάσει σχετικό ψήφισμα απο τους διευθυντές της εταιρείας που εγκρίνει την επίσοδη κλήσης στον μέτοχο. (βήμα 1/ Ψήφισμα διευθυντών που εγκρίνει την επίδοση κλήσης).
Σε περίπτωση που η εταιρεία έχει υιοθετήσει τις σχετικές πρόνοιες του Πίνακα Α, τότε αυτές καθορίζουν την διαδικασία, διαφορετικά ισχύουν οι σχετικές πρόνοιες, ώς έχουν στο καταστατικό της εταιρείας.
Παραθέτω πιο κάτω τα σχετικά άρθρα του Πίνακα Α.
Κλήσεις για Μετοχές
15. Οι διευθυντές δύνανται από καιρό σε καιρό να κάνουν κλήσεις προς τα μέλη σε σχέση με οποιαδήποτε απλήρωτα ποσά στις μετοχές τους (είτε έναντι της ονομαστικής αξίας των μετοχών είτε υπό τύπο αξίας υπέρ το άρτιο) και τα οποία δεν είναι πληρωτέα σύμφωνα με τους όρους της έκδοσης τους που να ορίζει το χρόνο, νοουμένου ότι καμιά κλήση δεν θα υπερβαίνει το ένα τέταρτο της ονομαστικής αξίας της μετοχής ή θα είναι πληρωτέα σε λιγότερο από ένα μήνα από την ημερομηνία που ορίστηκε για την πληρωμή της αμέσως προηγούμενης κλήσης και κάθε μέλος, (με την επιφύλαξη ότι λαμβάνει τουλάχιστο δεκατεσσάρων ημερών ειδοποίηση που ορίζει το χρόνο ή χρόνους και τόπο πληρωμής) θα πληρώνει στην εταιρεία στο χρόνο ή χρόνους και τόπο που θα έχουν με τον τρόπο αυτό οριστεί, το ποσό που αναφέρεται στην κλήση σχετικά με τις μετοχές του. Κλήση δύναται να ανακαλείται ή να αναβάλλεται όπως οι σύμβουλοι δυνατό να αποφασίσουν.
16. Κλήση θεωρείται ότι έγινε κατά το χρόνο που εγκρίθηκε το ψήφισμα των συμβούλων με το οποίο εξουσιοδοτείται η κλήση και δύναται να απαιτεί την πληρωμή με δόσεις.
17. Οι από κοινού κάτοχοι μετοχής είναι από κοινού και χωριστά υπεύθυνοι για την πληρωμή ολων των κλήσεων σχετικά με αυτή.
18. Αν ποσό το οποίο έχει κληθεί να πληρωθεί σε σχέση με μετοχή, δεν πληρωθεί πριν από ή κατά την ημερομηνία που ορίζεται για την πληρωμή του, το πρόσωπο που είχε την υποχρέωση να προβεί στην πληρωμή του, θα πληρώνει τόκο, στο ποσό από την ημέρα που ορίστηκε για πληρωμή του μέχρι το χρόνο πραγματικής πληρωμής με τέτοιο επιτόκιο που δεν ξεπερνά τα 5 τοις εκατό ετησίως όπως οι σύμβουλοι δυνατό να αποφασίσουν, αλλά οι σύμβουλοι δικαιούνται να μην απαιτήσουν πληρωμή τέτοιου τόκου ολικώς ή μερικώς.
19. Οποιοδήποτε ποσό που σύμφωνα με τους όρους έκδοσης μετοχής καθίσταται πληρωτέο κατά την παραχώρηση ή κατά οποιαδήποτε ορισμένη ημερομηνία, είτε σε σχέση με την ονομαστική αξία της μετοχής είτε αξία υπέρ το άρτιο, θεωρείται για τους σκοπούς των κανονισμών αυτών ως κλήση που έγινε κανονικά και που είναι πληρωτέα την ημερομηνία στην οποία σύμφωνα με τους όρους έκδοσης, αυτή καθίσταται πληρωτέα, και στην περίπτωση παράλειψης πληρωμής, όλες οι σχετικές διατάξεις των κανονισμών αυτών ως προς την πληρωμή τόκου και εξόδων, κατάσχεσης ή διαφορετικά θα εφαρμόζονται ωσάν το ποσό αυτό να είχε καταστεί πληρωτέο δυνάμει κλήσης που είχε γίνει δεόντως και γνωστοποιήθηκε.
20. Οι σύμβουλοι δύνανται, κατά την έκδοση μετοχών, να κάνουν διάκριση ανάμεσα στους κατόχους μετοχών ως προς το ποσό κλήσεων που πρέπει να πληρωθεί και τους χρόνους πληρωμής.
21. Οι σύμβουλοι δύνανται, αν το θεωρούν ορθό, να εισπράσσουν από οποιοδήποτε μέλος που είναι πρόθυμο να προκαταβάλει το ποσό, ολόκληρο ή μέρος των χρημάτων που δεν κλήθηκαν και δεν πληρώθηκαν για οποιεσδήποτε μετοχές που κατέχει, και με την προπληρωμή ολόκληρου ή μέρους του ποσού αυτού που προπληρώθηκε με τον τρόπο αυτό δύναται (μέχρις ότου το ποσό αυτό θα καθίστατο πληρωτέο αν δεν πληρωνόταν προκαταβολικά) να πληρώνουν τόκο με τέτοιο επιτόκιο που δεν ξεπερνά (εκτός αν η εταιρεία σε γενική συνέλευση αποφασίσει διαφορετικά) 5 τοις εκατό ετησίως, όπως δυνατό να συμφωνηθεί μεταξύ των διευθυντών και του μέλους που προκαταβάλλει το ποσό αυτό.
Κατάσχεση Μετοχών
33. Αν μέλος παραλείψει να πληρώσει οποιαδήποτε κλήση ή δόση κλήσης στην ημερομηνία που ορίζεται για την πληρωμή της, οι σύμβουλοι δύνανται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά από αυτή κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού όσο οποιοδήποτε μέρος της κλήσης ή δόσης παραμένει απλήρωτο, να επιδώσουν σε αυτό ειδοποίηση με την οποία να απαιτούν την πληρωμή τόσου μέρους της κλήσης ή δόσης το οποίο παραμένει απλήρωτο μαζί με οποιοδήποτε τόκο, ο οποίος δυνατό να προκύψει.
34. Η ειδοποίηση ονομάζει περαιτέρω ημέρα (όχι νωρίτερα από την εκπνοή δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης) κατά ή πριν από την οποία η πληρωμή που απαιτείται με την ειδοποίηση πρέπει να γίνει, και αναφέρει ότι σε περίπτωση μη πληρωμής κατά ή πριν από το χρόνο που ορίστηκε οι μετοχές σε σχέση με τις οποίες έγινε η κλήση υπόκεινται σε κατάσχεση.
35. Αν δεν υπάρξει συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις τέτοιας ειδοποίησης, οποιαδήποτε μετοχή σε σχέση με την οποία δόθηκε η ειδοποίηση, δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο μετά από αυτή, πριν γίνει η πληρωμή που απαιτείται από την ειδοποίηση, να κατασχεθεί μετά από απόφαση των συμβούλων για το σκοπό αυτό.
36. Μετοχή που κατασχέθηκε δύναται να πωληθεί ή με άλλο τρόπο να διατεθεί υπό τέτοιους όρους και με τέτοιο τρόπο όπως οι σύμβουλοι θεωρούν ορθό, και σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την πώληση ή διάθεση, ή κατάσχεση δυνατό να ακυρωθεί υπό τέτοιους όρους όπως οι σύμβουλοι θεωρούν ορθό.
37. Πρόσωπο του οποίου οι μετοχές έχουν κατασχεθεί παύει να είναι μέλος σε σχέση με τις μετοχές που κατασχέθηκαν, αλλά παρά το γεγονός αυτό παραμένει υπεύθυνο να πληρώσει στην εταιρεία όλα τα χρήματα τα οποία κατά την ημέρα της κατάσχεσης ήταν πληρωτέα από αυτό στην εταιρεία σε σχέση με τις μετοχές, η ευθύνη του όμως θα παύσει αν και όταν η εταιρεία θα έχει πληρωθεί στο ακέραιο όλα αυτά τα χρήματα σε σχέση με τις μετοχές.
38. Θέσμια γραπτή δήλωση ότι ο δηλώνων είναι ο σύμβουλος ή ο γραμματέας της εταιρείας, και ότι μετοχή στην εταιρεία έχει δεόντως κατασχεθεί σε ημερομηνία που αναφέρεται στη δήλωση, είναι αμάχητη μαρτυρία των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτή έναντι όλων των προσώπων που απαιτούν δικαιώματα στη μετοχή. Η εταιρεία δύναται να λάβει την αντιπαροχή, αν υπάρχει, που δόθηκε για τη μετοχή, σε οποιαδήποτε πώληση ή διάθεση αυτής και δύναται να εκτελέσει μεταβίβαση της μετοχής προς όφελος του προσώπου στο οποίο η μετοχή πωλήθηκε ή διατέθηκε το οποίο και μετά από αυτή θα γράφεται ως ο κάτοχος της μετοχής και δεν θα δεσμεύεται να ενδιαφερθεί για τον τρόπο διάθεσης του τιμήματος της πώλησης, αν υπάρχει, ούτε και θα επηρεάζεται ο τίτλος του στη μετοχή από οποιαδήποτε τυχόν παρατυπία ή ακυρότητα στη διαδικασία αναφορικά με την κατάσχεση, πώληση ή διάθεση της μετοχής.
39. Οι διατάξεις των κανονισμών αυτών ως προς την κατάσχεση μετοχών, εφαρμόζονται σε περίπτωση μη πληρωμής, οποιουδήποτε ποσού το οποίο βάσει των όρων έκδοσης μετοχής καθίσταται πληρωτέο σε ορισμένο χρόνο είτε σε σχέση με την ονομαστική αξία της μετοχής είτε υπό τύπο αξίας υπέρ το άρτιο, ωσάν το ίδιο ποσό να είχε καταστεί πληρωτέο δυνάμει κλήσης που είχε δεόντως γίνει και γνωστοποιηθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως …οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού. 2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον ή προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή».
Επίσης, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 28.1),
«πάντες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχουν ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως άνευ διακρίσεως φυλής, χρώματος, θρησκείς, γλώσσας, φύλου ή πολιτικών πεποιθήσεων» .
Από τον συνδυασμό των πιο πάνω άρθρων προκύπτει ότι σε κανέναν δεν θα πρέπει να αποστερείται ή/και να παραβιάζεται το δικαίωμα του σε οικογενειακή ζωή και οικογενειακή ενότητα, είτε αυτός είναι κύπριος πολίτης είτε αλλοδαπός, εκτός από συγκεκριμένες, ρητά καθορισμένες (εκ του νόμου) περιπτώσεις, όπως όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή/και δημόσιας υγείας (βλέπετε πιο πάνω αναφορά στο άρθρο 15.2 του Συντάγματος)
Σύμφωνα με την Κυπριακή νομοθεσία, υπήκοος τρίτης χώρας (χώρας εκτός της ΕΕ) ο οποίος διαμένει νόμιμα στην Κύπρο δύναται να αιτηθεί οικογενειακή επανένωση (family reunification) με τα μέλη της οικογένειας του, που είναι επίσης υπήκοοι τρίτων χωρών, έτσι ώστε τα μέλη αυτά να μπορούν να εισέλθουν και να διαμένουν στην Κυπριακή Δημοκρατία μαζί του.
Σύμφωνα με το άρθρο 18 ΚΘ του Περι Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) ώς έχει τροποποιηθεί (στο εφεξής ο «Νόμος») :
“οικογενειακή επανένωση σημαίνει την είσοδο και τη διαμονή στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των μελών της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές προκειμένου να διατηρηθεί η οικογενειακή ενότητα, ασχέτως αν οι οικογενειακοί δεσμοί δημιουργήθηκαν πριν ή μετά την είσοδο του διαμένοντος” (η έμφαση είναι δική μου).
Όπως διαφαίνεται απο τα πιο πάνω η αίτηση για άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης δέν είναι ανεξάρτητη ή/και αυτόνομη αίτηση αλλά εξαρτάται απο την κατάσταση του συντηρούντος (δηλαδή θα πρέπει ο συντηρών να έχει άδεια διαμονής στην ΚΔ και να πληρεί τις προϋποθέσεις του Νόμου).
Ο Υπήκοος τρίτης χώρας που θα αιτηθεί άδειες διαμονής για τα μέλη της οικογένειας του για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης ονομάζεται συντηρών (sponsor) και τα μέλη της οικογένειας εξαρτώμενοι (dependents). Σύμφωνα με το άρθρο 18ΚΘ του Νόμου:
«συντηρών σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας που διαμένεινόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και υποβάλλει αίτηση οικογενειακής επανένωσης προκειμένου τα μέλη της οικογένειάς του να επανενωθούν μαζί του» (η έμφαση είναι δική μου).
Το θέμα της οικογενειακής επανένωσης διέπεται απο τα άρθρα 18ΚΘ-18ΛΗ του Νόμου. Ο Νόμος, όπως έχει τροποποιηθεί είναι πλήρως εναρμονισμένος με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/86/ΕΚ, που ρυθμίζει το θέμα της οικογενειακής επανένωσης.
Σημειώνεται ότι ο συντηρών, για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης δέν μπορεί να είναι πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, η οποία ακόμη εξετάζεται (βλέπετε άρθρο ΚΙ του Νόμου) ή άτομο το οποίο έχει λάβει άδεια διαμονής δυνάμει προσωρινής προστασίας ή ζητεί άδεια να παραμείνει για λόγους προσωρινής προστασίας και αναμένει την έκδοση απόφασης σχετικά με το καθεστώς του (βλέπετε άρθρο ΚΙ του Νόμου) ή άτομο που έχει λάβει άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ή έχει αιτηθεί αυτήν σε τέτοια βάση.
Σύμφωνα με το άρθρο 18ΛΒ του Νόμου, για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης ο συντηρών πρέπει να έχει παραμείνει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές για περίοδο δύο τουλάχιστον ετών, εκτός σε περιπτωση όπου ο αιτητής απασχολείται σε εταιρεία ξένων συμφερόντων (βλέπετε Εταιρείες Ξένων Συμφερόντων. – Cyprus Law Notes) όπου και ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών, έχει διακριτική ευχέρεια να μην απαιτεί προηγούμενη παραμονή δύο τουλάχιστον ετών (συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις ο αιτητής με την λήψη της άδειας παραμονής του προβαίνει σε αίτηση για οικογενειακή επανένωση, βλέπετε ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ – Τομέας Μετανάστευσης (moi.gov.cy)).
Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο αιτητής να διαθέτει κατάλυμα το οποίο να θεωρείται ικανοποιητικό για αντίστοιχη οικογένεια στην Κύπρο, να πληρεί τις γενικές προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής και γενικά να διασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση (βλέπετε LIEN THI HA ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1023/2011, 20/7/2012)
Περαιτέρω, ο αιτητής/συντηρών θα πρέπει να διαθέτει ασφάλιση ασθένειας για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του.
Τέλος, ο αιτητής/συντηρών θα πρέπει να διαθέτει σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, ώστε να μην επιβαρύνει ο ίδιος ή/και τα μέλη της οικογένειάς του το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας (για την αξιολόγηση των οποίων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 18Θ του Νόμου).
Σημειώνεται ότι δέν είναι όλα τα μέλη της οικογένειας του αιτητή-συντηρούντος (sponsor) που δικαιούνται να παραμείνουν στην Κύπρο για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης αλλά οι εξαρτώμενοι του (dependants) (άρθρο 18Λ), δηλαδή η σύζυγος ή ο σύζυγος του συντηρούντος (ο οποίος/η οποία θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 21 ετών), νοουμένου ότι ο γάμος τελέστηκε τουλάχιστον ένα χρόνο πρίν την υποβολή της αίτησης για οικογενειακή επανένωση, τα ανήλικα τέκνα (δηλαδή μή έγγαμα τέκνα κάτω των 18 ετών που δέν ζούν ανεξάρτητα απο τον συντηρούντα) του συντηρούντος και του/της συζύγου του (συμπεριλαμβαvoμέvωv τέκvωv πoυ υιoθετήθηκαv σύμφωvα με απόφαση πoυ λήφθηκε από αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία ή με απόφαση αναγνώρισης υιοθεσίας άλλης χώρας ή με απόφαση αυτοδικαίως εκτελεστή δυνάμει των διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, βλέπετε ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ – Τομέας Μετανάστευσης (moi.gov.cy))
H αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβάλλεται απο τον συντηρούντα και εξετάζεται όταν τα μέλη της οικογένειας διαμένουν εκτός της Δημοκρατίας (άρθρο 18ΛΑ του Νόμου).
Tονίζεται όμως ότι όταν ο συντηρών είναι κάτοχος άδειας διαμονής διότι εργάζεται σε εταιρεία που έχει έγκριση να εργοδοτεί αλλοδαπό (δηλαδή εταιρεία ξένων συμφερόντων, βλέπετε Εταιρείες Ξένων Συμφερόντων. – Cyprus Law Notes) ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών δύναται να δέχεται αίτηση για οικογενειακή επανένωση και όταν τα μέλη της οικογένειας διαμένουν στην Δημοκρατία (συνήθως τα μέλη αυτά διαμένουν ως επισκέπτες κατα το χρονικό διάστημα μέχρι την έγρκιση της αίτησης για οικογενειακή επανένωση, βλέπετε ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ – Τομέας Μετανάστευσης (moi.gov.cy)).
Επίσης η ίδια ευχέρεια παρέχεται και στον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σε σχέση με αλλοδαπό υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο έχει παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος από πρώτο κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία (βλέπετε άρθρο 18ΙΘ του Νόμου) ή όταν του δόθηκε άδεια παραμονής του επί μακρόν διαμένοντος ΕΚ (βλέπετε άρθρο 18ΙΒ του Νόμου).
Το τέλος για την αίτηση για άδεια εισόδου και διαμονή για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης ειναι 200 Ευρώ. Η αίτηση υποβάλλεται σε καθορισμένο τύπο (βλέπετε Παράρτημα ΙΙΙ του Νόμου και FormMFR1…. 14.9.07 (moi.gov.cy)) και συνοδεύεται από τα ακόλουθα πιστοποιητικά και έγγραφα, που αποδεικνύουν την οικογενειακή σχέση και την τήρηση των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 18ΛΒ και 18ΛΖ, όπως αυτά απαιτούνται ανάλογα με την περίπτωση (βλέπετε ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ – Τομέας Μετανάστευσης (moi.gov.cy))-
(α) Έγκυρη άδεια διαμονής του συντηρούντος στη Δημοκρατία με διεύθυνση διαμονής στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.
(β) επικυρωμένο αντίγραφο έγκυρου διαβατηρίου, με περίοδο ισχύος τουλάχιστο δύο ετών, του συντηρούντος και του μέλους ή των μελών της οικογένειας.
(γ) πιστοποιητικό γάμου (για τον/την σύζυγο του συντηρούντος)
(δ) πιστοποιητικό γέννησης των μελών της οικογένειας (εάν ισχύει)
(ε) απόφαση δικαστηρίου για υιοθεσία (εάν ισχύει)
(στ) απόφαση δικαστηρίου για γονική μέριμνα (εάν ισχύει)
(ζ) πιστοποιητικό ποινικού μητρώου των μελών της οικογένειας (όχι για ανήλικους).
(η) αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων των μελών της οικογένειας για τις ασθένειες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 18ΚΒ του παρόντος Νόμου.[1]
(θ) τίτλο ιδιοκτησίας ή ενοικιαστήριο συμβόλαιο οικίας του συντηρούντος.
(ι) συμβόλαιο ασφάλισης υγείας του συντηρούντος και των μελών της οικογένειάς του.
(ια) συμβόλαιο απασχόλησης του συντηρούντος διάρκειας ισχύος τουλάχιστο δεκαοκτώ μηνών ή ανοικτής διάρκειας.
(ιβ) φορολογικές δηλώσεις του συντηρούντος από την άφιξή του στη Δημοκρατία και πιστοποιητικό διευθέτησης τυχόν φορολογικών υποχρεώσεων.
(ιγ) κατάσταση εισφορών του συντηρούντος στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τα έτη διαμονής του στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές στις περιπτώσεις που η καταβολή εισφορών στο εν λόγω Ταμείο είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
(ιδ) δηλώσεις του συντηρούντος στο Φ.Π.Α. για τα έτη διαμονής του στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και διευθέτηση τυχόν φορολογικών του υποχρεώσεων στις περιπτώσεις που ο αιτητής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, υπόκειται στον εν λόγω φόρο.
(ιε) αποδείξεις εισοδημάτων του συντηρούντος από άλλες πηγές εκτός της απασχόλησης.
(ιστ) κατάσταση τραπεζικών καταθέσεων του συντηρούντος.
(ιζ) λογαριασμοί τηλεφώνου, ηλεκτρικού ρεύματος ή νερού του συντηρούντος.
Σημειώνεται ότι εάν ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πλυθησμού και Μετανάστευσης το κρίνει απαραίτητο, δύναται προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη της οικογενειακής σχέσης, να πραγματοποιεί συνέντευξη με το συντηρούντα και τα μέλη της οικογένειάς του, εφόσον αυτά βρίσκονται ήδη στη Δημοκρατία, και να διενεργεί οποιαδήποτε άλλη έρευνα κρίνεται αναγκαία.
Η απόφαση του Διευθυντή σχετικά με την αίτηση κοινοποιείται γραπτώς στο συντηρούντα, μόλις καταστεί δυνατό, το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και, σε περίπτωση απόρριψης, πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη (εάν η απόφαση αφορά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας τότε κοινοποιείται εντός 5 μηνών απο την ημερομηνία υποβολής της αίτησης).
Σύμφωνα με το άρθρο 18 ΛΓ του Νόμου, η πρώτη άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας είναι διάρκειας ενός έτους και δύναται να ανανεωθεί με την καταβολή τέλους €200.
Αφού η αίτηση για οικογενειακή επανένωση εγκριθεί, σημειώνεται ότι τα μέλη της οικογένειας του συντηρούντος δικαιούνται πρόσβαση με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις όπως ο συντηρών στην εκπαίδευση, στην μισθωτή εργασία ή στην άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας και στον επαγγελματικό προσανατολισμό.
Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω η αίτηση δέν είναι αυτόνομη αλλά εξαρτάται απο την άδεια του συνητηρούντος. Ωστόσο, με την πάροδο 5 ετών παραμονής στην Δημοκρατία, ο/η σύζυγος του συντηρούντος δύναται να αιτηθεί αυτόνομη άδεια διαμονής η οποία είναι ανεξάρτητη απο αυτή του/της συντηρούντος. (βλέπετε άρθρο 18 ΛΕ του Νόμου).
Σημειώνεται ότι το ίδιο ισχύει και για τα τεκνα του συντηρούντος όταν αυτά θα ενηλικιωθούν.
Επίσης, σε περίπτωση διαζυγίου, ο Διευθυντής του Τμήματος δύναται να παραχωρεί την αυτόνομη άδεια διαμονής μόνο στο/στη σύζυγο του συντηρούντος. (βλέπετε άρθρο 18 ΛΕ του Νόμου).
Περαιτέρω, σε περιπτώσεις δύσκολων περιστάσεων, κατά την κρίση του Διευθυντή του Τμήματος, και ειδικότερα σε περιπτώσεις θανάτου του συντηρούντος ή κατά τις οποίες μέλη της οικογένειας είναι θύματα βίας στην οικογένεια, ή θύματα εμπορίας και εκμετάλλευσης, ο Διευθυντής παραχωρεί αυτόνομη άδεια παραμονής στο εν λόγω μέλος ή μέλη της οικογένειας.
Όταν αίτηση για οικογενειακή επανένωση απορρίπτεται, τότε ο αίτητής δύναται να καταχωρήσει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών (άρθρο 18 Λζδις του Νόμου), μέσα σε είκοσι (20) μέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον αιτητή.
Μέσα σε εξήντα μέρες από την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός Εσωτερικών εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς την απόφασή του στον προσφεύγοντα, διά της οποίας απόφασης αποδέχεται ή απορρίπτει την ιεραρχική προσφυγή και ακυρώνει ή επικυρώνει, αντίστοιχα, την προσβαλλόμενη απόφαση του Διευθυντή.
Εάν η απόφαση του Υπουργού είναι και πάλιν απορριπτική, τότε δύναται να ασκηθεί προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός 75 ημερών απο την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών.
«18ΚΒ. – (1) Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης δύναται να απορρίπτει αίτηση του επί μακρόν διαμένοντος πρώτου κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία ή μελών της οικογένειάς του, όταν ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια υγεία κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. (2) Οι μόvες ασθέvειες πoυ δυνατόν vα δικαιoλoγήσoυv την άρvηση εισόδου ή του δικαιώματος διαμονής του επί μακρόν διαμένοντος πρώτου κράτους μέλους στη Δημοκρατία είναι oι ασθέvειες που ορίζονται από τις σχετικές ισχύουσες ρυθμίσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, καθώς και άλλες λοιμώδεις ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες οι οποίες επιβάλλουν τη λήψη μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας στη Δημοκρατία, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας. (3) Η προσβολή από ασθένειες μετά τη χορήγηση της πρώτης άδειας μετανάστευσης στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση ανανέωσης της άδειας ή την απέλαση υπηκόου τρίτης χώρας από τη Δημοκρατία. (4) Ο Διευθυντής δύναται να ζητήσει εντός τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης υπηκόου τρίτης χώρας στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές την υποβολή του εν λόγω προσώπου σε ιατρική εξέταση, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι δεν πάσχει από καμία από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου ασθένειες. Οι εν λόγω ιατρικές εξετάσεις δε δύναται να έχουν συστηματικό χαρακτήρα. (5) Τα αποτελέσματα των εξετάσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται από τον ιατρό που προβαίνει στην εξέταση στο Διευθυντή, ο οποίος τα διαβιβάζει στην Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης».
Η εργοδότηση υπηκόων τρίτων χωρών στην Κύπρο είναι μία χρονοβόρα διαδικασία, εφόσον θα πρέπει ο προτιθέμενος εργοδότης να αποδείξει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα ικανοποίησης των συγκεκριμένων αναγκών του με εργατικό δυναμικό που είναι κύπριοι πολίτες ή πολίτες κάποιου άλλου κράτους μέλους της ΕΕ. (βλέπετε σχετική Αποφ.65.886 ημερ. 25/7/07 του Υπουργικού Συμβουλίου: Στρατηγική για την Απασχόληση Ξένου Εργατικού Δυναμικού.pdf (mlsi.gov.cy)).
Η διαδικασία εργοδότησης υπηκόων τρίτων χωρών από κυπριακές εταιρείες οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως εταιρείες ξένων συμφερόντων (Foreign Interest Companies) είναι πολύ πιο απλή και γρήγορη απο την πιο πάνω διαδικασία.
Κυπριακή εταιρεία η οποία επιθυμεί να εργοδοτεί προσωπικό από μη ευρωπαϊκές χώρες (υπηκόους τρίτων χωρών), σε θέσεις όπως διευθυντικά στελέχη, μεσοδιευθυντικό προσωπικό, άλλες θέσεις γραφείου (υποστηρικτικό προσωπικό) καθώς και υπαλλήλους με συγκεκριμένες εξειδικευμένες δεξιότητες ή/και σε συγκεκριμένα εξειδικευμένα επαγγέλματα (για τα οποία υπάρχει έλλειψη σε εθνικό επίπεδο [1], δηλαδή δέν υπάρχουν πολλοί κύπριοι που να ασχολούνται με τα συγκεκριμένα θέματα ή/και που να έχουν τις συγκεκριμένες/ειδικές αυτές δεξιότητες) δύναται να αιτηθεί στα Κεντρικά Γραφεία του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στη Λευκωσία) για να εγγραφεί ως εταιρεία ξένων συμφερόντων (στο εφεξής «FIC»), νοουμένου ότι ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Επισημαίνεται ότι ακόμη και εάν η αίτηση της εταιρείας εγκριθεί και η εταιρεία εγγραφεί ως FIC, υπάρχουν περιορισμοί ως προς τον αριθμό των υπαλλήλων μή ευρωπαϊκών χωρών (σύνολο και άνα κατηγορία) αλλά και ως προς τις προϋποθέσεις ελάχιστου μισθού που θα πρέπει να λαμβάνουν (ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εμπίπτουν).
Η εταιρεία αφού εγγραφεί θα λάβει αριθμό εγγραφής (BSC) στο Μητρώο Εταιρειών ξένων συμφερόντων.
Εταιρεία- Προϋποθέσεις
1. Η Αιτήτρια Εταιρεία πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία.
2. Α. Toυλάχιστον 50% (πλειοψηφία) των τελικών ωφέλιμων δικαιούχων (UBO’s) της Αιτήτριας εταιρείας πρέπει να είναι από μη ευρωπαϊκές χώρες/υπήκοοι τρίτων χωρών ή νοουμένου ότι ικανοποιείται το κριτήριο με αριθμό (2Β), τότε τέτοια συμμετοχή στο εκδομένο μετοχικό κεφάλαιο δύναται να είναι και ίση ή/και μικρότερη του 50%.
Σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς:
«Εξαιρούνται οι πιο κάτω περιπτώσεις: Δημόσιες εταιρείες εγγεγραμμένες σε οποιοδήποτε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο, Εταιρείες διεθνών δραστηριοτήτων (πρώην off-shore), οι οποίες λειτουργούσαν πριν από την αλλαγή του καθεστώτος των οποίων τα στοιχεία κατέχει η Κεντρική Τράπεζα, Κυπριακές ναυτιλιακές εταιρείες, Κυπριακές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας/ καινοτομίας, που θα πιστοποιούνται από το Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής στη βάση πλαισίου και μεθοδολογίας που θα καθοριστεί, Κυπριακές φαρμακευτικές εταιρείες ή Κυπριακές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς της βιογενετικής και βιοτεχνολογίας, Πρόσωπα που έχουν αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα με πολιτογράφηση βάσει οικονομικών κριτηρίων, νοουμένου ότι θα αποδεικνύουν ότι οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων πολιτογραφήθηκαν εξακολουθούν να ικανοποιούνται».
2Β. Εάν οι συμμετοχή των μη Ευρωπαίων μετόχων στην εταιρεία είναι ίση με 50% (και όχι μεγαλύτερη) ή μικρότερη του 50%, τότε χρειάζεται οι μετοχές που αυτοί κρατούν (στο σύνολο) στο εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (issued share capital) να έχουν αξία τουλάχιστον € 200.000. Εάν είναι πέραν του 50%, τότε δεν υφίσταται αυτή η προϋπόθεση –
«Their third country shareholders should own the majority of the company’s shares. – If the percentage of foreign participation in the company’s share capital is equal to 50% of the total share capital, in order for the company to be considered as suitable, the foreign participation should represent an amount equal to or greater than the amount of € 200.000.»
Τονίζεται ότι εάν οι μέτοχοι είναι εταιρείες, θα πρέπει να δηλωθεί/αποδειχθεί η αλυσίδα της ιδιοκτησίας της εταιρείας (chain of ownership) που οδηγεί στους ωφέλιμους τελικούς δικαιούχους (UBO’s)-φυσικά πρόσωπα (που πρέπει να είναι υπήκοοι τρίτων χωρών όπως αναφέρεται πιο πάνω). Αυτό γίνεται με την προσκόμιση όλων των πιστοποιητικών μετόχων και μετοχικού κεφαλαίου κάθε εταιρείας σε αυτή την αλυσίδα και με έγγραφα εμπιστεύματος (Trust Deeds) όπου αυτά υπάρχουν.
«In the case where companies are the shareholders, their final owners (natural persons who are the ultimate beneficial owners) should be declared, in order to receive the approval of the Civil Registry and Migration Department.»
3. Ξένη άμεση επένδυση στο κεφάλαιο της εταιρείας τουλάχιστον €200.000, απο τον/τους τελικούς δικαιούχους για σκοπούς δραστηριοποίησης της επιχείρησης, με κατάθεση στον κυπριακό λογαριασμό της Εταιρείας και η επένδυση αυτή να προέρχεται από το εξωτερικο.
Σημειώνεται ότι αυτο θα γινει μόνο μια φορα, για σκοπους έγκρισης της αιτησης της εταιρειας ως FIC και οχι καθε φορα που προσλαμβανει υπαλληλο απο μη ευρωπαικη χωρα.
«A foreign direct investment of capital amounting to at least €200.000, legally admitted to Cyprus from abroad. This should be proved by appropriate bank and other documents. This requirement only applies to companies which will employ staff from third countries for the first time»
Εάν η εταιρεία δεν έχει λογαριασμό σε κυπριακή τράπεζα, θα πρέπει να μεριμνήσει για το άνοιγμα του.
4. Η εταιρεία θα πρέπει να έχει ανεξάρτητα γραφεία στην Κύπρο, τα οποία είναι πραγματικά γραφεία και όχι απλώς μια εικονική ένδειξη εγγεγραμμένου γραφείου στον Έφορο Εταιρειών-
«To operate in independent offices in Cyprus, housed in suitable premises, separate from any private housing or other office, except in the case of business co-habitation.»
Αίτηση Εταιρείας- Συνοδευτικά Έγγραφα
Τα πιο κάτω πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών, σε σχέση με την αιτήτρια εταιρεία:
Δ. Πιστοποιητικό Μετόχων (όπου οι μέτοχοι είναι εταιρείες, θα πρέπει να προσκομιστούν πιστοποιητικά μετόχων και αυτών καθώς και έγγραφα εμπιστεύματος όπου ισχύει).
2. Ένορκες Δηλώσεις διευθυντών της εταιρείας με την οποία επιβεβαιώνουν ότι η πλειοψηφία των ιδιοκτητών/τελικών δικαιούχων της εταιρείας είναι απο μή ευρωπαϊκές χώρες.
3. Έγκυρα Διαβατήρια των Τελικών δικαιούχων της εταιρείας (UBO’s)
4. Πρωτότυπο Ιδρυτικό& Καταστατικό Έγγραφο της εταιρείας,
5. Περιγραφή των κύριων δραστηριωτήτων της εταιρείας
6. Κατάθεση του ποσού των ΕΥΡΩ 200.000 στους κυπριακούς λογαριασμούς της εταιρείας απο το εξωτερικό απο τον/τους τελικούς δικαιούχους-υπήκοους τρίτων χωρών, με υποστηρικτικό έγγραφο SWIFT (που αποδυκνύει κατάθεση απο το εξωτερικό). Εάν η επένδυση δέν έγινε άμεσα απο τον τελικό δικαιούχο, η σχέση του επενδυτή και του τελικού δικαιούχου θα πρέπει να αποδυκνύεται με έγγραφα (π.χ εταιρεία στην οποία ο μέτοχος είναι αποκλειστικός ιδιοκτήτης).
9. Τίτλος ιδιοκτησίας ή/και ενοικιαστήριο έγγραφο ή/και αγοραπωλητήριο έγγραφο (χαρτοσημανσμένο, όπου αυτό απαιτείται, βλέπετε Χαρτοσήμανση εγγράφων – Cyprus Law Notes) σε σχέση με τα γραφεία της εταιρείας,
10. Ελεγμένοι λογαριασμοί της εταιρείας (σε σχέση με εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στην Κύπρο).
11. Πιστοποιητικό φοροαπαλλαγής (σε σχέση με εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στην Κύπρο).
12. Πληρωμή ετήσιου τέλους της εταιρείας στον Έφορο Εταιρειών.
Κατηγορίες προσωπικού: Επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τις πιο πάνω προϋποθέσεις, δικαιούνται να εργοδοτούν υπηκόους τρίτων χωρών στις πιο κάτω κατηγορίες θέσεων, νοουμένου ότι πρώτα εξασφαλισθούν για τα άτομα αυτά άδειες προσωρινής διαμονής και απασχόλησης (συνήθως με την εγγραφή της εταιρείας καταχωρείται αίτηση για άδεια εισόδου του 1ου αλλοδαπού υπαλλήλου και καταχωρούνται τα έγγραφα που απαιτούνται πρίν την άφηξη του στην Κ.Δ).
Ανώτεροι Διευθυντές (Directors):
Περιλαμβάνονται υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι:
Εγγεγραμμένοι στο Μητρώτο του Εφόρου Εταιρειών ως Σύμβουλοι Διευθυντές (Directors) ή Συνέταιροι (Partners),
Γενικοί Διευθυντές (General Managers) των παραρτημάτων και θυγατρικών εταιρειών αλλοδαπών εταιρειών,
Διευθυντές Τμημάτων (Departmental Managers).
Τονίζεται ότι, ώς έχει σήμερα, οι ελάχιστες αποδεκτές μηνιαίες απολαβές για νεοδιοριζόμενους Ανώτερους Διευθυντές είναι €4000 και άνω.
Μεσοδιευθυντικά, ανώτερα στελέχη καθώς και άλλο απαραίτητο προσωπικό (key personnel):
Περιλαμβάνονται υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι:
Ανώτερο / Μεσοδιευθυντικό προσωπικό,
Άλλο διοικητικό, γραμματειακό ή τεχνικό προσωπικό
Τονίζεται ότι ελάχιστες αποδεκτές μηνιαίες απολαβές για την κατηγορία αυτή ορίζονται είναι €2000 μηνιαίως, ώς έχουν οι Κανονισμοί με τις τελευταίες τροποποιήσεις.
Υποστηρικτικό Προσωπικό Περιλαμβάνονται οι υπήκοοι τρίτων χωρών που δεν εντάσσονται στις πιο πάνω κατηγορίες. Οι επιχειρήσεις αναμένεται όπως στελεχώνουν τις θέσεις της κατηγορίας αυτής με Κύπριους ή Ευρωπαίους πολίτες. Θα πρέπει να μήν υπάρχουν διαθέσιμοι και κατάλληλοι Κύπριοι ή Ευρωπαίοι πολίτες με τα απαραίτητα προσόντα.
Μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός αλλοδαπών ανά κατηγορία
Ανώτεροι Διευθυντές: Πέντε (5) άτομα, εκτός εάν το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πεισθεί ότι δικαιολογείται η εργοδότηση μεγαλύτερου αριθμού, ανάλογα με τα δεδομένα κάθε επιχείρησης.
Μεσοδιευθυντικά, ανώτερα στελέχη καθώς και άλλο απαραίτητο προσωπικό (key personnel): Δέκα (10) άτομα εκτός και αν το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πεισθεί ότι δικαιολογείται η εργοδότηση μεγαλύτερου αριθμού ατόμων, ανάλογα με τα δεδομένα κάθε επιχείρησης.
Υποστηρικτικό προσωπικό: Επιτρέπεται η απασχόληση αλλοδαπών χωρίς περιορισμό στον αριθμό τους, νοουμένου ότι υπάρχουν οι απαραίτητες εγκρίσεις από το Τμήμα Εργασίας. Δεν απαιτείται έγκριση του Τμήματος Εργασίας για υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Για την υπέρβαση του ορίου του μέγιστου επιτρεπόμενου αριθμού θα πρέπει να υποβάλλονται αιτήματα στο Τμήμα, στα οποία θα πρέπει να είναι δεόντως είναι αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη η ανάγκη για εργοδότηση υπηκόων τρίτων χωρών, λαμβάνοντας υπόψη την προσφερόμενη μισθοδοσία όπως επίσης τον κύκλο δραστηριοτήτων της εταιρείας, την αναλογία αλλοδαπών προς Κύπριους και πολίτες της Ε.Ε., και το χρόνο λειτουργίας της εταιρείας.
Η εταιρεία θα πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Τμήμα για την έκδοση άδειας εισόδου του αλλοδαπού, πρίν την άφιξη του στην Κ.Δ, όπως αναφέραμε και πιο πάνω.
Κάποια απο τα έγγραφα που θα πρέπει να προσκομιστούν για να εκδοθεί η άδεια εισόδου είναι τα εξής:
Αντίγραφο έγκυρου διαβατηρίου ή άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου, με διάρκεια ισχύος που να καλύπτει τουλάχιστον δύο (2) έτη κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Αναλυτική Κατάσταση Προσωπικού Εταιρείας (βλέπετε πιο πάνω),
Πρωτότυπη εγγυητική επιστολή τραπεζικού ή συνεργατικού ιδρύματος, δεκαετούς διάρκειας, για κάλυψη πιθανών εξόδων επαναπατρισμού,
Πρωτότυπο συμβόλαιο απασχόλησης δεόντως υπογραμμένο καθώς και δύο (2) αντίγραφα, δεόντως χαρτοσημασμένα
Τίτλος ιδιοκτησίας ή ενοικιαστήριο έγγραφο οικίας / διαμερίσματος πιστοποιημένο από οικείο κοινοτάρχη
Πρωτότυπα αποτελέσματα ιατρικών αναλύσεων αίματος που να αποδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν πάσχει από ηπατίτιδα Β, και Γ, HIV, σύφιλη, καθώς και ακτινογραφία θώρακος για φυματίωση απο την χώρα προέλευσης/διαμονής.
Πρωτότυπο Πιστοποιητικό Λευκού Ποινικού Μητρώου από τη χώρα προέλευσης (αν ο αιτητής διαμένει σε χώρα άλλη από τη χώρα προέλευσης, το πιστοποιητικό να προέρχεται από τη χώρα διαμονής)
Ο αλλοδαπός οφείλει μετά την άφιξη του στην Κύπρο, να προβεί σε νέες εξετάσεις αίματος στην Κύπρο (ώς oι πιο πάνω) και να προσκομίσει, μεταξύ άλλων, πρωτότυπα αποτελέσματα ιατρικών αναλύσεων αίματος που να αποδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν πάσχει από ηπατίτιδα Β, και Γ, HIV, σύφιλη, καθώς και ακτινογραφία θώρακος για φυματίωση από Κρατικό Νοσηλευτήριο της Δημοκρατίας ή σφραγισμένες από Κυβερνητικό Ιατρό της Δημοκρατίας.
Ο αλλοδαπός αφού λάβει άδεια εισόδου-entry permit (δεδομένου ότι το Τμήμα ικανοποιηθεί ότι πληρεί τις προϋποθέσεις κατα την εξέταση των εγγράφων του), θα πρέπει να εμφανιστεί στο Τμήμα εντός 7 ημερών (δεδομένης της κατάστασης, μετά την λήξη της καραντίνας, εάν ισχύει), για να εγγραφεί και να ληφθούν τα βιομετρικά του στοιχεία (φωτογραφία και δακτυλικά αποτυπώματα) καθώς και η υπογραφή του.
Επιπλέον, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει, απαραίτητα, εντός του πιο πάνω διαστήματος να αποταθεί στο Τμήμα για εξασφάλιση της απαραίτητης άδειας προσωρινής διαμονής και απασχόλησης στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, όπως εκάστοτε τροποποιείται (μορφή κάρτας).
Αφού λάβει την κάρτα αυτή, θα δύναται να αιτηθεί για οικογενιακή επανένωση.
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης:
“Βασικός πυλώνας της αναθεώρησης είναι η παραχώρηση δυνατότητας απασχόλησης μεγαλύτερου αριθμού αλλοδαπών από τρίτες χώρες σε συγκεκριμένα επαγγέλματα ή/και με δεξιότητες και για τα οποία έχει παρατηρηθεί σημαντική έλλειψη προσφοράς σε εθνικό επίπεδο, χωρίς τον προηγούμενο έλεγχο της αγοράς εργασίας και λαμβάνοντας υπόψη τον ετήσιο κύκλο εργασιών του εργοδότη” (βλέπετε ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ – Τομέας Μετανάστευσης (moi.gov.cy))