Δικαιούχοι σε Επίδομα Ανεργίας

Η παροχή επιδόματος ανεργίας διέπεται απο τις πρόνοιες του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων  59(I)/2010 (στο εφεξής ο «Νόμος») και αρμόδια αρχή για την εξέταση αιτημάτων και παροχή του επιδόματος αυτού είναι το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Πιο κάτω παραθέτω τα σχετικά άρθρα του Νόμου καθώς και ανάλυση τους. 

Το άρθρο 31 του Νόμου προνοεί μεταξύ άλλων τα εξής:

«(1)…, ασφαλισμένο πρόσωπο δικαιούται … επίδομα ανεργίας για κάθε ημέρα ανεργίας, η οποία αποτελεί μέρος τέτοιας περιόδου, εάν την ημέρα αυτή ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και είναι ηλικίας μεταξύ δεκαέξι (16) και εξήντα πέντε (65) ετών και δεν δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη: Νοείται ότι, κανένας δεν δικαιούται επίδομα για τις πρώτες τρεις (3) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησής του: Νοείται περαιτέρω ότι – ….και (β) πρόσωπο που ικανοποιεί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις δυνάμει περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, δεν δικαιούται επίδομα ανεργίας για τις πρώτες τριάντα (30) ημέρες της περιόδου διακοπής της απασχόλησής του… (2) Κανένα πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ηλικία του, δεν δικαιούται επίδομα ανεργίας, εάν το εν λόγω πρόσωπο αφυπηρέτησε πρόωρα ή υποχρεωτικά, δυνάμει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, σύμβασης ή κανόνων εργασίας και, λόγω της αφυπηρέτησής του, λαμβάνει σύνταξη ή και άλλη συνταξιοδοτική παροχή από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων, για την οποία το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά: Νοείται ότι, κάθε πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στις πρόνοιες της προηγούμενης επιφύλαξης, αποκτά δικαίωμα για επίδομα ανεργίας, εάν μετά την αφυπηρέτησή του, απασχολήθηκε εκ νέου και πληροί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις από τη νέα του απασχόληση. (3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο ανώτατος αριθμός ημερών, για τις οποίες καταβάλλεται επίδομα … ανεργίας σε κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης, είναι εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες για το καθένα από τα εν λόγω επιδόματα: (4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου – (β) ως ημέρα ανεργίας, θεωρείται κάθε ημέρα για την οποία ο αιτητής αποδεικνύει ότι είναι άνεργος, ικανός και διαθέσιμος για εργασία ή ότι είναι άνεργος και τυγχάνει επαγγελματικής εκπαίδευσης με βάση σχέδιο εγκεκριμένο από τον Υπουργό∙…(δ) η Κυριακή και άλλες καθοριζόμενες από το Διευθυντή ημέρες, δεν θεωρούνται ως ημέρες ανικανότητας προς εργασία ή ως ημέρες ανεργίας·(ε) ως ημέρα ανεργίας δεν θεωρείται η ημέρα, κατά την οποία ο αιτητής ασκεί βιοποριστικό επάγγελμα, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία – (i) ο αιτητής θα μπορούσε υπό ομαλές συνθήκες να ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα, επιπρόσθετα από τη συνήθη εργασία του και εκτός των συνήθων ωρών εργασίας του, και (ii) οι αποδοχές του αιτητή από το εν λόγω επάγγελμα για την ημέρα αυτή δεν υπερβαίνουν καθορισμένο ποσό ή εάν οι αποδοχές του κερδίζονται από εργασία για χρονικό διάστημα πέραν της μιας ημέρας, το ημερήσιο μέσο ποσό των αποδοχών αυτών δεν υπερβαίνει το εν λόγω καθορισμένο ποσό (στ) ημέρα κατά την οποία πρόσωπο βρίσκεται σε διακοπές δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας∙ (ζ) κανένας δεν θεωρείται άνεργος για οποιαδήποτε ημέρα- (i) εάν, παρά το γεγονός ότι έχει τερματιστεί ή διακοπεί η απασχόλησή του, αυτός λαμβάνει για την ημέρα αυτή αποδοχές ή άλλη πληρωμή ουσιωδώς ίση με τις αποδοχές που θα λάμβανε για την ημέρα αυτή, εάν δεν τερματιζόταν ή δεν διακοπτόταν η απασχόλησή του, ως αποζημίωση για την απώλεια των αποδοχών αυτών∙ (ii) εάν δεν εργάζεται συνήθως κάθε ημέρα της εβδομάδας με εξαίρεση την Κυριακή ή την καθοριζόμενη στην περίπτωσή του δυνάμει της παραγράφου (δ) ημέρα και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που περιλαμβάνει την εν λόγω ημέρα, απασχολήθηκε στην έκταση που συνήθως απασχολείται∙ (iii) εάν πρόκειται για λιμενεργάτη, εγγεγραμμένο ή μη και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που περιλαμβάνει την εν λόγω ημέρα οι αποδοχές του δεν είναι κατώτερες από καθορισμένο ποσό (5) Ημέρα, αναφορικά με την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό οποιασδήποτε περιόδου συναπτών ημερών, για σκοπούς επιδόματος ασθενείας ή ανεργίας… (7) Το επίδομα ανεργίας, που δικαιούται ένα πρόσωπο για κάθε ημέρα ανεργίας, κατά την οποία τυγχάνει επαγγελματικής εκπαίδευσης με βάση σχέδιο εγκεκριμένο από τον Υπουργό, δυνατόν να καταβάλλεται στην αρχή που είναι η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού»

Το άρθρο 32 του Νόμου προνοεί τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει λάβει επίδομα ασθενείας ή ανεργίας για τον ανώτατο αριθμό ημερών που καθορίζεται στο άρθρο 31, ανακτά το δικαίωμά του για λήψη τέτοιου επιδόματος εάν, μετά την εξάντληση του δικαιώματός του, έχει απασχοληθεί … είκοσι έξι (26) εβδομάδες, προκειμένου περί επιδόματος ανεργίας και εφόσον, σ’ οποιαδήποτε των περιπτώσεων, έχει καταβάλει για την εν λόγω περίοδο απασχόλησής του εισφορές αναφορικά με ασφαλιστέες αποδοχές, ίσες τουλάχιστον με το εικοσιεξαπλάσιο του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών: Νοείται ότι, πρόσωπο που έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα (60) ετών και δεν λαμβάνει σύνταξη, ανακτά το δικαίωμά του για επίδομα ανεργίας ως να επρόκειτο για επίδομα ασθενείας [1]και για τους σκοπούς της παρούσας επιφύλαξης – (α) «σύνταξη» σημαίνει σύνταξη αφυπηρέτησης από οποιαδήποτε πηγή, το ύψος της οποίας δεν είναι χαμηλότερο του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, και (β) πρόσωπο που λόγω αφυπηρέτησης, έλαβε εφάπαξ πληρωμή από ταμείο προνοίας ή οποιαδήποτε άλλη διευθέτηση, το ποσό της οποίας δεν ήταν χαμηλότερο του δεκαπλάσιου του ποσού των ετήσιων ασφαλιστέων αποδοχών κατά το χρόνο αφυπηρέτησής του, λογίζεται ότι λαμβάνει σύνταξη.

Σύμφωνα με το άρθρο 34 του Νόμου:

«(1) Πρόσωπο που έχει απολέσει την εργασία του, λόγω στάσης εργασιών οφειλόμενης σε εργατική διαφορά που προέκυψε στον τόπο απασχόλησής του, εκπίπτει από το δικαίωμά του για λήψη επιδόματος ανεργίας, ενόσω διαρκεί η εν λόγω στάση εργασιών, εκτός εάν, κατά τη διάρκειά της, το εν λόγω πρόσωπο εργάστηκε αλλού με καλή πίστη και στο σύνηθες επάγγελμά του ή προσλήφθηκε για τακτική απασχόληση σ’ άλλο επάγγελμα: Νοείται ότι, το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε σχέση με πρόσωπο, το οποίο αποδεικνύει ότι (α) δεν συμμετέχει ή δεν έχει άμεσο συμφέρον ούτε και ενισχύει οικονομικά την εργατική διαφορά, από την οποία προέκυψε η στάση εργασιών, και (β) δεν ανήκει σε τάξη ή κατηγορία εργαζομένων, μέλη της οποίας, αμέσως πριν από την έναρξη της στάσης εργασιών, εργάζονταν στον τόπο απασχόλησής του, και ορισμένα από αυτά συμμετέχουν, έχουν άμεσο συμφέρον ή ενισχύουν οικονομικά τη στάση εργασιών.(2) Πρόσωπο εκπίπτει από το δικαίωμά του για λήψη επιδόματος ανεργίας για περίοδο μέχρι έξι (6) εβδομάδων, εάν -(α) έχει απολέσει την εργασία του λόγω υπαιτιότητάς του ή την έχει εγκαταλείψει εκούσια, χωρίς εύλογη αιτία, ή (β) παρόλο που του κοινοποιήθηκε από γραφείο ευρέσεως εργασίας ή άλλο αναγνωρισμένο γραφείο ή από ή εκ μέρους εργοδότη, η ύπαρξη κατάλληλης θέσης εργασίας, που κενώθηκε ή θα κενωθεί, αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να υποβάλει αίτηση για τη θέση αυτή ή αρνείται να αποδεχτεί την προσφορά αυτής της θέσης, ή (γ) αμελεί να επωφεληθεί, χωρίς εύλογη αιτία, ευκαιρίας για κατάλληλη απασχόληση, ή (δ) αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να τύχει επαγγελματικής εκπαίδευσης, κατ’ εντολή του Διευθυντή (3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, απασχόληση δεν θεωρείται κατάλληλη για ένα πρόσωπο, εάν αυτή είναι απασχόληση – (α) σε θέση που κενώθηκε λόγω στάσης εργασιών οφειλόμενης σε εργατική διαφορά, ή (β) στο σύνηθες επάγγελμά του, στην περιοχή που τελευταία εργαζόταν συνήθως, είτε έναντι αποδοχών κατώτερων είτε με όρους λιγότερο ευνοϊκούς εκείνων που εύλογα μπορούσε να αναμένει ότι θα απολάμβανε, λαμβανομένων υπόψη των όρων εργασίας που απολάμβανε στο σύνηθες επάγγελμά του στην εν λόγω περιοχή ή που θα απολάμβανε, εάν συνεχιζόταν η απασχόλησή του, ή (γ) στο σύνηθες επάγγελμά του, σ’ οποιαδήποτε άλλη περιοχή, έναντι αποδοχών κατώτερων ή με όρους λιγότερο ευνοϊκούς εκείνων που τηρούνται στην περιοχή αυτή, με βάση συμφωνία μεταξύ των οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών ή εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, εκείνων που αναγνωρίζουν οι καλοί εργοδότες. (4) Μετά την πάροδο εύλογου, υπό τις περιστάσεις, χρονικού διαστήματος από την ημέρα που ένα πρόσωπο παρέμεινε άνεργο, απασχόληση δεν θεωρείται ακατάλληλη για μόνο το γεγονός ότι είναι εκτός του συνήθους επαγγέλματος του εν λόγω προσώπου, εάν πρόκειται για απασχόληση έναντι αποδοχών όχι κατώτερων και όρων όχι λιγότερο ευνοϊκών εκείνων που γενικά τηρούνται με βάση συμφωνία μεταξύ των οργανώσεων των εργοδοτών και των μισθωτών ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, εκείνων που αναγνωρίζουν γενικά οι καλοί εργοδότες.

Δικαιούχοι και μή δικαιούχοι- Ανάλυση.

1.    Το επίδομα ανεργίας δέν δίδεται σε άτομο που δικαιούται σε θεσμοθετημένη σύνταξη.

Παράδειγμα: Ο Κώστας είναι 67 ετών και επειδή είναι χαμηλοσυνατξιούχος εργάζεται παράνομα. Ο εργοδότης του Κώστα αποφάσισε να τερματίσει την συνεργασία τους. Ο Κώστας δέν δικαιούται να αιτηθεί επίδομα ανεργίας, σύμφωνα με το άρθρο 31.1 του Νόμου.

2.    Το επίδομα ανεργίας δέν δίδεται σε αυτοεργοδοτούμενους.

3. Άτομα τα οποία δέν ήταν ασφαλισμένα για περίοδο άνω των 26 εβδομάδων (6 μηνών), μέχρι την ημερομηνία της ανεργίας, δέν δύναται να αιτηθούν επιδόματος ανεργίας.

Παράδειγμα: Η Μαίρη είναι νεαρή Δικηγόρος και έχει μόλις τελειώσει την πρακτική της άσκηση στο γραφείο Κ, χωρίς μισθό αλλά με την λήψη επιδόματος ασκούμενου δικηγόρου απο το κράτος. Το γραφείο Χ της κάνει πρόταση να εργαστεί ως Δικηγόρος εκεί, με 6 μήνες δοκιμαστική περίοδο. Η Μαίρη δέχεται αλλά κατα την διάρκεια της δοκιμαστικής της περιόδου (probation period) και συγκεκριμένα στον 5ο μήνα την απέλυσαν. Η Μαίρη δέν δικαιούται σε επίδομα ανεργίας.

4. Για να δικαιούται κάποιος σε επίδομα ανεργίας θα πρέπει να έχει καταβληθεί η βασική ασφάλιση  μέχρι την ημερομηνία της ανεργίας όχι μικρότερη από 26 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και να έχουν καταβληθεί και/ή συγχωνευθεί ασφάλιση για το σχετικό έτος εισφοράς ίση με τουλάχιστον 20 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

5. Για να δικαιούται ένα πρόσωπο ξανά σε επίδομα ανεργίας (μετά την λήξη του δικαιώματος), πρέπει να έχει καταβάλει εισφορές επί των αποδοχών τουλάχιστον 26 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών από την ημερομηνία λήξης και επίσης πρέπει να έχει παρέλθει μια περίοδος 26 εργάσιμων εβδομάδων από την ημερομηνία της λήξης. Όμως, άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών μπορούν να έχουν ξανά το δικαίωμα για το επίδομα ανεργίας σε 13 εβδομάδες αντί για 26 εβδομάδες.

Παράδειγμα: Ο κ. Γιάννης είναι 61 ετών και δέν έχει δικαίωμα σε κάποιο συνταξιοδοτικό σχέδιο. Ο κ. Γιάννης είχε και στο παρελθόν αιτηθεί ανεργιακό και έχει εξαντλήσει την περίοδο των 156 ημερών. Στην συνέχεια εξήυρε εργασία και εργάστηκε για περίοδο 4 μηνών (άνω των 13 εβδομάδων) μέχρι που ξανα έχασε την  δουλειά του και κατέστη άνεργος για 2η φορά. Ο Γιάννης παρόλο που δέν εργάστηκε για 6 μήνες την 2η φορά, δικαιούται σε επίδομα ανεργίας).

6. Ο  ασφαλισμένος πρέπει να είναι ικανός και διαθέσιμος για εργασία και πρέπει να αναφέρεται εβδομαδιαία στο γραφείο ευρέσεως εργασίας.

Παράδειγμα: Ο Γιάννης είναι άεργος εδώ και 7 μήνες- δέν επιθυμεί να εργαστεί. Ο Γιάννης δέν είναι διαθέσιμος για εργασία και άρα δέν δικαιούται σε επίδομα.

7.  Σημειώνεται ότι εάν η ανεργία οφείλεται σε εθελοντική αποχώρηση του εργαζόμενου  ή σε  παράβαση καθήκοντος του ή σε άμεση συμμετοχή σε εμπορική διένεξη, ή σε άρνηση προσφοράς κατάλληλης εργασίας, τότε  μπορεί να αποκλειστεί από το επίδομα ανεργίας έως και έξι εβδομάδες).

Παράδειγμα: Ο Νικόλας έχει αποχωρήσει οικειοθελώς απο την εργασία του. Ο Νικόλας  δέν μπορεί κατα γενικό κανόνα να αιτηθεί αμέσως επίδομα ανεργίας, αλλά εάν μετα την παρέλευση 6 εβδομάδων απο την αποχώρηση του εξακολουθεί να είναι άνεργος, τότε θα δύναται να αιτηθεί  του επιδόματος. (άρθρο 34.2 του Νόμου).

Σημειώνεται όμως ότι σε περίπτωση που κάποιο άτομο έχει για παράδειγμα αποχωρήσει απο την εργασία του διότι εξηύρε εργασία (του έγινε πρόταση εργοδότησης) αλλού αλλά στην συνέχεια η πρόταση που του έγινε απο τον προτιθέμενο εργοδότη ανακλήθηκε (π.χ λόγω απρόβλεπτων καταστάσεων όπως η πανδημία του κορωνοιού), τότε αυτό θα πρέπει να επεξηγηθεί στο τμήμα εφόσον το άτομο δέν κατέστη εθελοντικά άνεργο (ούτε και διέπραξε συμπεριφορά όπως αναφέρεται πιο πάνω).

Το ανεργιακό επίδομα καταβάλεται για μέγιστο χρονικό διάστημα 156 ημερών.

Το βασικό (ελάχιστο) επίδομα είναι 60% επί του μέσου όρου των εβδομαδιαίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του αφαλισμένου κατα την διάρκεια του τελευταίου έτους.

Το βασικό επίδομα αυξάνεται σε περίπτωση που υπάρχουν προστατευόμενα μέλη (ανώτατος αριθμός προστατευόμενων μελών είναι τα τρία).

Τα πιο πάνω είναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα.

Η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.

Σε καμία περίπτωση τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.


[1]  13 εβδομάδες.

[2] Το ποσό ασφαλιστέων αποδοχών καθορίζεται κάθε έτος και αυξάνεται με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ποσοστό αύξησης του μέσου όρου των ασφαλιστέων αποδοχών κατά το προηγούμενο έτος εισφορών σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο αυτού έτος εισφορών.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: