Ο νόμος περί του Δικαιώματος Πρόσβασης σε Πληροφορίες του Δημόσιου Τομέα 184(I)/2017 ( ο «Νόμος») τέθηκε πρόσφατα σε ισχύ (22/12/2020) και αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στα χέρια του κύπριου πολίτη, εφόσον στόχο έχει να οδηγήσει τις δημόσιες αρχές (αρχές του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα) της Δημοκρατίας να ενεργούν με διαφάνεια και να λογοδοτούν για τις πράξεις ή/και αποφάσεις ή/και παραλείψεις τους.
Ο Νόμος αποτελεί εναρμόνιση του Κυπριακού Δικαίου με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/98/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2013/37/ΕΚ.
Το άρθρο 3 του Νόμου (184(I)/2017) προνοεί τα εξής:
«3. (1) Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να αιτείται πρόσβαση σε πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή δημόσιας αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. (2)Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το καθοριζόμενο σε αυτό δικαίωμα δεν υφίσταται στην περίπτωση που η αίτηση για παροχή πληροφοριών αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε ο αιτητής είναι το υποκείμενο των δεδομένων είτε τρίτο πρόσωπο προς αυτά και, στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου (3)Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το καθοριζόμενο σ’ αυτό δικαίωμα δεν υφίσταται στην περίπτωση που η αποκάλυψη των πληροφοριών, εκτός των πλαισίων του παρόντος Νόμου, από τη δημόσια αρχή η οποία τις κατέχει – (α) Ρυθμίζεται δυνάμει οποιασδήποτε άλλης ειδικής νομοθεσίας περί πρόσβασης σε πληροφορίες, (β) δεν είναι συμβατή με υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή (γ) θα συνιστούσε ή θα τιμωρείτο ως αδίκημα περιφρόνησης δικαστηρίου».
‘Οπως προκύπτει απο το πιο πάνω άρθρο οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να αιτείται πρόσβαση σε πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή δημόσιας αρχής.
Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο θέμα που θα πρέπει να τύχει εξέτασης είναι κατα πόσο τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος.
- Εφαρμογή του Νόμου
Τονίζεται ότι ο Νόμος δέν εφαρμόζεται καθολικά αλλά η εφαρμογή του περιορίζεται σε περιπτώσεις όπου δέν εφαρμόζεται ο περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος (όπου ισχύουν οι εξαιρέσεις εκείνου του Νόμου- γνωστές ως οι νόμιμες βάσεις επεξεργασίας π.χ νομική υποχρέωση, εκτέλεση σύμβασης, έννομο συμφέρον, συγκατάθεση, άσκηση νομικών αξιώσεων) και όπου η διανομή αυτων των πληροφοριών δέν διέπεται απο άλλη ειδική νομοθεσία (π.χ Άρθρο 43(6) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος (Ν.158(Ι)/1999): «Θιγόμενο πρόσωπο από έκδοση διοικητικής πράξης, μπορεί να ζητήσει και να λάβει από το αρμόδιο διοικητικό όργανο στοιχεία από τον σχετικό διοικητικό φάκελο»).
Με άλλα λόγια, εάν αιτηθώ απο μία δημόσια αρχή έγγραφα τα οποία περιέχουν πληροφορίες που αποτελούν προσωπικά δεδομένα (π.χ αιτηθώ πρόσβαση στην αίτηση ενός γείτονα προς την Πολεοδομία για Πολεοδομική άδεια κτλ) τότε δέν εφαρμόζεται αυτή η Νομοθεσία αλλά το κατα πόσο η δημόσια αρχή δικαιούται να παρέχει τις πληροφορίες αυτές εξαρτάται απο την Νομοθεσία Περι Προσωπικών Δεδομένων .
Επίσης, σε περίπτωση που εαν δοθεί πρόσβαση σε συγκεκριμένα δεδομένα τότε αυτό θα αποτελούσε περιφρόνηση του δικαστηρίου ή θα παραβίαζε εθνική νομοθεσία, τότε ο Νόμος δέν εφαρμόζεται και ο πολίτης δέν δύναται να ζητήσει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές.
Εν συντομία, εάν τα δεδομένα που αιτείται το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) και περιέχονται σε έγγραφα δημόσιου οργανισμού-αρχής[1] εμπίπτουν σε οιαδήποτε απο τις πιο κάτω κατηγορίες, τότε δέν ισχύει ο Νόμος:
Α. είναι προσωπικού χαρακτήρα [2]
Β. Η λήψη τους ρυθμίζεται από άλλη ειδική νομοθεσία,[1]
Γ. η κοινοποίηση τους παραβιάζει ευρωπαϊκή νομοθεσία,
Δ. η πρόσβαση αποτελεί αδίκημα περιφρόνησης δικαστηρίου
Αφού διαπιστωθεί ότι ο Νόμος τυγχάνει εφαρμογής, τότε το δεύτερο θέμα που θα πρέπει να τύχει εξέτασης είναι κατα πόσο οι πληροφορίες στις οποίες ο πολίτης αιτείται πρόσβαση εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του Νόμου και άρα δέν δύναται να τις ζητήσει ή δύναται να τις ζητήσει με την προυπόθεση ότι η πρόσβαση σε αυτές δέν θίγει το δημόσιο συμφέρον.
- Κατα πόσο οι πληροφορίες εμπίπτουν στις απόλυτες εξαιρέσεις ώστε να μήν επιτρέπεται η πρόσβαση σε αυτές.
Α. Απόλυτες εξαιρέσεις (δέν δίδεται πρόσβαση)
Σύμφωνα με το άρθρο 19 του Νόμου:
« (1) Οι ακόλουθες πληροφορίες εμπίπτουν στις απόλυτες εξαιρέσεις για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και δεν παρέχονται με οποιοδήποτε τρόπο: (α) Πληροφορίες στις οποίες ο αιτητής έχει πρόσβαση μέσω άλλων μεθόδων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20· (β) πληροφορίες που σχετίζονται με ή παρέχονται από σώματα ασφαλείας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22·(γ) πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε δικαστικά αρχεία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 29· (δ) κοινοβουλευτικές πληροφορίες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 31· και (ε) πληροφορίες που δόθηκαν υπό τον όρο της εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34. (2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, πληροφορίες που δεν εμπίπτουν στις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) απόλυτες εξαιρέσεις λογίζεται ότι εμπίπτουν στις μη απόλυτες εξαιρέσεις (3) Σε περίπτωση που οποιαδήποτε προβλεπόμενη στο παρόν Μέρος εξαίρεση ορίζει ότι η υποχρέωση επιβεβαίωσης ή άρνησης κατοχής πληροφοριών δεν υφίσταται σε σχέση με οποιεσδήποτε πληροφορίες, τότε η εν λόγω υποχρέωση δεν τυγχάνει εφαρμογής, νοουμένου ότι – (α) Η εν λόγω εξαίρεση είναι απόλυτη, ή (β) αν η εν λόγω εξαίρεση δεν είναι απόλυτη, το δημόσιο συμφέρον στη μη επιβεβαίωση ή άρνηση κατοχής των ζητούμενων πληροφοριών υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος στο να αποκαλυφθεί η κατοχή ή η μη κατοχή των εν λόγω πληροφοριών. (4) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 8 παροχή πληροφοριών δεν τυγχάνει εφαρμογής, νοουμένου ότι – (α) Οι πληροφορίες εξαιρούνται δυνάμει απόλυτης εξαίρεσης, ή (β) αν η εξαίρεση δεν είναι απόλυτη, το δημόσιο συμφέρον στο να διατηρηθεί η εξαίρεση των ζητούμενων πληροφοριών υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος στο να αποκαλυφθούν.»
Όπως προκύπτει απο το πιο πάνω άρθρο η δημόσια αρχή δέν πρέπει να παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες εμπίπτουν στις απόλυτες εξαιρέσεις. Αυτές είναι οι ακόλουθες:
- Πληροφορίες στις οποίες ο αιτητής έχει πρόσβαση μέσω άλλων μεθόδων[2]
- Πληροφορίες που σχετίζονται με ή παρέχονται από την Αστυνομία, την Κ.Υ.Π. και την Εθνική Φρουρά
- Δικαστικά αρχεία
- Κοινοβουλευτικές πληροφορίες
- Πληροφορίες που δόθηκαν υπό τον όρο της εμπιστευτικότητας, εχεμύθειας ή επαγγελματικού απορρήτου
Β. Μή απόλυτες εξαιρέσεις (εάν το δημόσιο συμφέρον στην πρόσβαση υπερτερεί τότε επιτρέπεται η πρόσβαση).
Εάν οι πληροφορίες που ο πολίτης επιθυμεί να λάβει δεν εμπίπτουν στις απόλυτες εξαιρέσεις, τότε το επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να τύχει εξέτασης είναι κατά πόσο αυτές εμπίπτουν στις μή απόλυτες εξαιρέσεις.
Σε τέτοια περίπτωση, το κατά πόσο δύναται να δοθεί πρόσβαση στις πληροφορίες εξαρτάται από το εάν το δημόσιο συμφέρον της αποκάλυψης τους υπερτερεί αυτό της εξαίρεσης τους. Αυτές είναι οι ακόλουθες:
- Πληροφορίες που κατέχει δημόσια αρχή με σκοπό τη δημοσίευσή τους
- Πληροφορίες που επηρεάζουν την εθνική ασφάλεια
- Πληροφορίες που η αποκάλυψη τους πιθανόν να επηρεάσει:
- Άμυνα ή Διεθνείς σχέσεις ή Οικονομία ή Αρμοδιότητες ελέγχου ή Ασφάλεια και υγεία ατόμου
- Πληροφορίες που αφορούν:
- Έρευνες και διαδικασίες που διεξάγονται από δημόσιες αρχές
- Εφαρμογή εκτελεστικών εξουσιών κατοχυρωμένων δια νόμου
- Διαμόρφωση κυβερνητικής πολιτικής
- Ασφάλεια και υγεία των πολιτών
- Πληροφορίες που έχουν αποκτηθεί ή καταγραφεί για
- Ανακρίσεις
- Ποινικές διαδικασίες
- Αστικές διαδικασίες
Για να δοθεί πληροφορία, η κοινοποίηση της δεν θα πρέπει να θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπερτερεί του ιδιωτικού.
Το άρθρο 7 της νομοθεσίας προβλέπει την κατάρτιση σχεδίου δημοσίευσης για κάθε δημόσια αρχή, το οποίο υποβάλλεται στο Γραφείο της Επιτρόπου για έγκριση και δημοσίευση. Από το σχέδιο δημοσίευσης θα ενεργοποιείται, ουσιαστικά, το δικαίωμα πρόσβασης του αιτητή, καθώς εκεί θα φαίνονται οι πληροφορίες που διαθέτει η κάθε Αρχή και το ενδεχόμενο κόστος απόκτησης τους».[3]
Σύμφωνα με το Άρθρο 8 του Νόμου:
«8.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 9 και των άρθρων 11, 15 και 19, οποιοδήποτε πρόσωπο υποβάλλει γραπτή αίτηση για παροχή πληροφοριών σε δημόσια αρχή, έχει δικαίωμα -(α) Να πληροφορηθεί γραπτώς από τη δημόσια αρχή κατά πόσο η εν λόγω αρχή κατέχει ή όχι τις πληροφορίες που ζήτησε με την αίτησή του· και (β) σε περίπτωση που η δημόσια αρχή κατέχει τις εν λόγω πληροφορίες και αυτές είναι προσβάσιμες, να λάβει τις πληροφορίες αυτές: Νοείται ότι, σε περίπτωση που δημόσια αρχή παρέχει πληροφορίες σε αιτητή, όπως προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (β), τότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση επιβεβαίωσης ή άρνησης κατοχής πληροφοριών που καθορίζεται στην παράγραφο (α)(2) Οι πληροφορίες για τις οποίες ο αιτητής δικαιούται πληροφόρηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι οι πληροφορίες που κατέχει η δημόσια αρχή κατά το χρόνο που λαμβάνει την αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε τροποποίηση ή διαγραφή έχει πραγματοποιηθεί κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήψης της αίτησης και της παροχής των πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), εφόσον η τροποποίηση ή η διαγραφή αυτή πραγματοποιήθηκε ανεξάρτητα από τη λήψη της αίτησης (3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, λογίζεται ότι δημόσια αρχή έχει πληροφορίες στην κατοχή της, αν οι πληροφορίες αυτές – (α) Βρίσκονται στην κατοχή της και δεν κατέχονται εκ μέρους τρίτου προσώπου· ή (β) κατέχονται για λογαριασμό της εν λόγω δημόσιας αρχής από τρίτο πρόσωπο.»
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, η δημόσια αρχή κοινοποιεί ειδοποίηση στον αιτητή στην οποία δηλώνεται η απόφαση για απόρριψη της αίτησης, καταγράφεται η εξαίρεση του Νόμου στην οποία στηρίζεται η απόφασή και καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους εφαρμόζεται η εξαίρεση.
Τονίζεται ότι το πιο πάνω άρθρο είναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα, δέν αποτελεί νομική συμβουλή και κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
[1]. «Δημόσια αρχή: Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, στην έννοια του όρου δημόσια αρχή περιλαμβάνονται -(α) Οποιοδήποτε υπουργείο, τμήμα, γραφείο, υπηρεσία, επιτροπή και αρχή του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή οποιοδήποτε άλλο διοικητικό όργανο·(β) η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Δικαστική Υπηρεσία·(γ) οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός κοινής ωφέλειας που ιδρύθηκε διά νόμου·(δ) οποιαδήποτε αρχή ή οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης·(ε) οποιοδήποτε συμβούλιο ή αρχή που ιδρύθηκε δια νόμου ή από αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης·(στ) οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο λειτουργεί υπό τον έλεγχο του κράτους ή είναι ιδιοκτησία του κράτους, όπως καθορίζεται στο άρθρο 5· ή(ζ) οποιοδήποτε σώμα ή κάτοχο αξιώματος που δεν αναφέρεται ήδη πιο πάνω, εφόσον ο διορισμός διενεργείται -(i) από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό Συμβούλιο· ή(ii) δυνάμει διατάξεων πρωτογενούς ή δευτερογενούς νομοθεσίας· ή(iii) από οποιοδήποτε υπουργό υπό την ιδιότητα του ως υπουργός:Νοείται ότι όσον αφορά σώμα, το εν λόγω σώμα πρέπει να αποτελείται, εν όλω ή εν μέρει, από πρόσωπα που διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό Συμβούλιο ή οποιοδήποτε υπουργό και όσον αφορά αξίωμα, ο διορισμός στο εν λόγω αξίωμα πραγματοποιείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό Συμβούλιο ή οποιοδήποτε υπουργό»
[2] Σύμφωνα με τον Νόμο 125(I)/2018 «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»). Το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου»- το ερώτημα επομένως είναι κατά πόσο τα έγγραφα που αιτείται περιλαμβάνουν δεδομένα που ταχτοποιούν ή που μπορεί σε συνδυασμό με άλλα δεδομένα να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση φυσικών προσώπων εν ζωή και όχι νομικών προσώπων.
[2] «20. (1) Πληροφορίες στις οποίες ο αιτητής έχει εύλογη πρόσβαση, με τρόπο άλλο από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 8, είναι εξαιρούμενες πληροφορίες. (2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) – (α) Πληροφορίες δύναται να θεωρηθούν ως εύλογα προσβάσιμες στον αιτητή έστω και αν απαιτείται καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού για πρόσβαση σ’ αυτές· και (β) πληροφορίες δύναται να θεωρηθούν ως εύλογα προσβάσιμες στον αιτητή, εάν είναι πληροφορίες για τις οποίες επιβάλλεται δυνάμει νόμου υποχρέωση σε δημόσια αρχή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, να τις παρέχει στο κοινό, μετά από αίτηση, με τρόπο άλλο από να τις καθιστά διαθέσιμες για επιθεώρηση, είτε δωρεάν είτε με την καταβολή τέλους: Νοείται ότι, πληροφορίες τις οποίες κατέχει δημόσια αρχή και οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, δεν λογίζονται ως εύλογα προσβάσιμες στον αιτητή μόνο εκ του λόγου ότι αυτές είναι διαθέσιμες από τη δημόσια αρχή κατόπιν αιτήματος, εκτός αν οι εν λόγω πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες σύμφωνα με το σχέδιο δημοσίευσης της δημόσιας αρχής και οποιοδήποτε τέλος απαιτείται για πρόσβαση σ’ αυτές είναι καθορισμένο στο εν λόγω σχέδιο ή υπολογίζεται με βάση αυτό».
[3] «7. (1) Κάθε δημόσια αρχή – (α) Υιοθετεί και διατηρεί σχέδιο που αφορά τη δημοσίευση πληροφοριών από την αρχή, εφεξής «σχέδιο δημοσίευσης», αφού προηγουμένως εξασφαλίσει την έγκρισή του από τον Επίτροπο, όπως καθορίζεται στο άρθρο 38· (β) δημοσιεύει πληροφορίες όπως προβλέπεται στο σχέδιο δημοσίευσης που διατηρεί· και (γ) αναθεωρεί το σχέδιο δημοσίευσής της σε τακτά χρονικά διαστήματα. (2) Σε κάθε σχέδιο δημοσίευσης καθορίζονται τα ακόλουθα: (α) Οι κατηγορίες πληροφοριών τις οποίες η δημόσια αρχή δημοσιεύει ή σκοπεύει να δημοσιεύσει· (β) ο τρόπος με τον οποίο οι πληροφορίες της κάθε κατηγορίας πληροφοριών δημοσιεύονται ή σκοπείται να δημοσιευθούν· και (γ) κατά πόσο το υλικό είναι ή σκοπείται να είναι διαθέσιμο στο κοινό δωρεάν ή με την καταβολή τέλους. (3) Κατά την υιοθέτηση σχεδίου δημοσίευσης, η δημόσια αρχή λαμβάνει υπόψη το δημόσιο συμφέρον στην παροχή ή μη πρόσβασης προς το κοινό στις πληροφορίες που αυτή κατέχει και στη δημοσίευση της αιτιολογίας κάθε απόφασής της. (4) Η δημόσια αρχή δημοσιεύει το σχέδιο δημοσίευσής της με οποιοδήποτε τρόπο η ίδια θεωρεί πρέποντα».