Σύμφωνα με το άρθρο 172 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Δημοκρατία ευθύνεται για κάθε ζημιογόνα ή άδικη πράξη ή παράλειψη των υπαλλήλων ή των αρχών της Δημοκρατίας η οποία λαμβάνει χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή κατ’ επίκληση της ασκήσεως των καθηκόντων τους.
Σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία η Δημοκρατία ευθύνεται στη βάση του Άρθρου 172 του Συντάγματος, όταν πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα:
(βλέπετε Georgiou v. Attorney General (1982) 1 C.L.R. 938και Alexandrou v. Attoreny General (1983) 1 C.L.R. 41)
(α) υπάρχει άδικη πράξη ή παράλειψη (άδικη είναι η πράξη η οποία έχει διαπραχθεί χωρίς εξουσιοδότηση από τον νόμο),
(β) η άδικη πράξη ή η παράλειψη θα πρέπει να έχει προκαλέσει ζημιά,
και
(γ) η ζημιογόνος πράξη έχει τελεστεί κατα την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου του κράτους ή κατ’ επίκληση της άσκησης των καθηκόντων του.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Συντάγματος, όλοι μας έχουμε δικαίωμα στην ζωή και στην προστασία της σωματικής μας ακεραιότητας.
Τονίζεται ότι οι αστυνομικοί, οι οποίοι έχουν μεταξύ άλλων την ευθύνη επιβολής του νόμου και της τάξης καθώς της και δίωξης των παρανομούντων, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να καταχράζονται την εξουσία που τους δόθηκε για αυτό τον σκοπό και να ασκούν υπέρμετρη ή/και δυσανάλογη βία. Οποιαδήποτε υπέρμετρη χρήση βίας η οποία προκαλεί πραγματική ή βαριά σωματική βλάβη αποτελεί κακούργημα βάσει του Ποινικού Κώδικα ενώ επίσης αποτελεί επίθεση σύμφωνα με το άρθρο 26 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ώς έχει τροποποιηθεί.[1]
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.155), ώς έχει τροποποιηθεί:
«9.-(1) Κατά τη σύλληψη, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει σε αυτή, πρέπει πράγματι να αγγίξει το άτομο που θα συλληφθεί ή να περιορίσει αυτό, εκτός αν υπάρξει με λόγια ή με έργα υποταγή στην κράτηση. (2) Αν το πρόσωπο που θα συλληφθεί βίαια αντιστέκεται στην προσπάθεια σύλληψης του ή αποπειράται να διαφύγει αυτήν, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει στη σύλληψη δύναται να χρησιμοποιήσει όλα τα αναγκαία μέσα προς επίτευξη αυτής: Νοείται ότι καμιά διάταξη που περιέχεται στο άρθρο αυτό δεν θεωρείται ότι δικαιολογεί τη χρήση βίας μεγαλύτερης από αυτή που απαιτείται εύλογα υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες χρησιμοποιήθηκε ή από αυτή που ήταν αναγκαία για τη σύλληψη του υπαίτιου. (3) Εκτός αν το πρόσωπο που συλλαμβάνεται, συλλαμβάνεται επί αυτοφώρω ή καταδιώκεται αμέσως μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή αποδρά από νόμιμη κράτηση, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει στη σύλληψη πληροφορεί αυτό για το λόγο της σύλληψης».[2]
Εν όψει των πιο πάνω, σημειώνεται ότι η χρήση βίας μεγαλύτερης απο αυτή που απαιτείται εύλογα υπο τις περιστάσεις για σκοπούς σύλληψης ατόμου δέν επιτρέπεται και συνιστά άδικη πράξη για τους σκοπούς του άρθρου 172 του Συντάγματος και εφόσον έχει διαπραχθεί απο τον αστυνομικό κατά την εκτέλεση ή/και στα πλαίσια των καθηκόντων του και έχει προκαλέσει ζημιά στο πρόσωπο που δέχτηκε βία, συνιστά αδίκημα για το οποίο η Δημοκρατία φέρει ευθύνη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα άτομα αυτά δύνανται να ζητήσουν αποζημιώσεις για την ζημιά που έχουν υποστεί (ειδικές αποζημιώσεις για το κόστος αποκατάστασης π.χ χειρουργείου και για τυχόν απώλεια εισοδημάτων και γενικές αποζημιώσεις για ψυχολογική βλάβη όπως μετατραυματικό στρές κτλ. Αναλόγως της περίπτωσης δύναται επίσης να επιδικαστούν τιμωρητικές αποζημιώσεις).[3]
(βλέπετε Νεοφύτου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ECLI:CY:AD:2019:A212, Πολιτική Έφεση αρ. 503/2012, ημερομηνίας 31 Μαΐου 2019, όπου ο εφεσείοντας κακοποιήθηκε από αστυνομικούς).
Τα πιο πάνω είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Σύμφωνα με το άρθρο 231 του Περι Ποινικού Κώδικα Νόμου, ώς έχει τροποποιηθεί:
«Όποιος προκαλεί παράνομα βαριά σωματική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές».
Σύμφωνα με το άρθρο 243 του Περι Ποινικού Κώδικα Νόμου, ώς έχει τροποποιηθεί:
«Όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».
[2] Η έμφαση είναι δική μου.
[3] Στην υπόθεση Τσίβικου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 350/2011, ημερ. 29 Μαΐου 2018, τέσσερις αστυνομικοί επιτέθηκαν στον εφεσείοντα και του προκάλεσαν διάφορες σωματικές βλάβες, αφήνοντας ως μόνιμο κατάλοιπο τις εμβοές και την βαρηκοΐα, ενώ υπήρχαν και υπολείμματα ψυχοπαθολογικής σημειολογίας και υπολείμματα μετατραυματικού συνδρόμου. Η Δημοκρατία είχε παραδεχθεί ευθύνη καθότι ο εφεσείων είχε ανυποψίαστα δεχθεί σοβαρή επίθεση από τα αστυνομικά όργανα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, τονισε πως στην συγκεκριμένη περίπτωση η επιδίκαση τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων ήταν ενδεδειγμένη, δεδομένου του ότι ένας πολίτης ανυποψίαστα δέχθηκε σοβαρή επίθεση από τέσσερα αστυνομικά όργανα.