Δυστυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί συμπολίτες μας οι οποίοι δεν δύνανται ή/και δέν είναι σε θέση, παρά την θέλησή τους, να αποκτήσουν δικό τους παιδί.
Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν πολλά παιδιά που εγκαταλείφθηκαν ή τα οποία είναι ορφανά ή των οποίων οι γονείς δεν ήταν σε θέση να τα φροντίσουν για διάφορους λόγους.
Επίσης πολλές φορές σύζυγοι επιθυμούν να αναγνωρίσουν τα παιδιά των συζύγων τους ως δικά τους.
Λύση στα πιο πάνω προβλήματα έρχεται να δώσει η νομική διαδικασία της υιοθεσίας.
Το θέμα της υιοθεσίας στην Κύπρο ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του περί Υιοθεσίας Νόμου 9(I)/1995 ( ο «Νόμος»).
Α. Υποβολή ενδιαφέροντος στο Γραφείο Ευημερίας (σε περίπτωση υιοθεσίας ξένου παιδιού).
Για άτομα που επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα ξένο παιδί επειδή δέν είναι σε θέση για οποιοδήποτε λόγο να αποκτήσουν δικό τους παιδί, πρίν την νομική διαδικασία θα πρέπει να απευθυνθούν στο Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας, υποβάλλοντας γραπτή αίτηση ενδιαφέροντος. (βλέπετε Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας – Οικογένειας και Παιδιού (mlsi.gov.cy σε σχέση με τα συνοδευτικά έγγραφα).
Στην συνέχεια το Τμήμα θα προχωρήσει σε αξιολόγηση της καταλληλότητας τους για σκοπούς υιοθεσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Νόμου;
«Πρόσωπο ή πρόσωπα που προτίθενται να προχωρήσουν σε διαδικασία υιοθεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τα οποία δεν έχουν ακόμη εξεύρει το προς υιοθεσία πρόσωπο, έχουν το δικαίωμα κατόπιν αιτήσεως να αποτείνονται στο λειτουργό ευημερίας της περιοχής στην οποία διαμένουν, με την οποία να ζητούν την ετοιμασία εκθέσεως στην οποία να αναφέρεται κατά πόσο αυτοί είναι ή όχι πρόσωπα κατάλληλα για σκοπούς υιοθεσίας:Νοείται ότι ο λειτουργός ευημερίας οφείλει το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης να επιδώσει στους αιτητές αντίγραφο αιτιολογημένης έκθεσης του σύμφωνα με τα πιο πάνω…» (η έμφαση είναι δική μου).
Σημειώνεται ότι η έκθεση καταλληλότητας ή ακαταλληλότητας που ετοιμάζεται από το Γραφείο Ευημερίας στα πλαίσια αίτησης για υιοθεσία παιδιού, μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον ενώπιον του αρμόδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
(βλέπετε Δώρου Νεόφυτος και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 839)
Ακολούθως, το Τμήμα θα προχωρήσει σε συνταίριασμα των εγκεκριμένων υποψήφιων, με παιδί διαθέσιμο για υιοθεσία στη Κύπρο (διαδικασία συνταιριάσματος).
Σε περίπτωση που δέν υπάρχει διαθέσιμο παιδί για το σκοπό αυτό στη Κύπρο, τότε ενεργοποιείται η διαδικασία της διακρατικής υιοθεσίας.
Β. Δικαστική Διαδικασία
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, η υιοθεσία συντελείται με την έκδοση διατάγματος απο το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης σε καθορισμένο τύπο (βλέπετε τoν περί Υιοθεσία Διαδικαστικό Κανονισμό 707/1954, άρθρο 3 και Φόρμα 1).
Το Δικαστήριο κατα την εξέταση της αίτησης θα λάβει υπόψιν του, μεταξύ άλλων, κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια ή/και οι προυποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την υποβολή τέτοιας αίτησης καθώς και κατά πόσο η προτιθέμενη υιοθεσία ενέχει κινδύνους για τον υιοθετούμενο και εάν είναι προς το συμφέρον του.
Αίτηση για υιοθεσία δύναται να υποβληθεί απο δύο άτομα απο κοινού ή απο ένα άτομο.
Απο κοινού υιοθεσία.
Αίτηση απο κοινού υιοθεσίας δύναται να υποβληθεί απο:
Α. 2 συζύγους ή
Β. τον φυσικό πατέρα του παιδιού με τη σύζυγο του ή
Γ. την φυσική μητέρα με το σύζυγο της,
Σημειώνεται ότι δυστυχώς μέχρι σήμερα δέν έχει αναγνωριστεί απο τον κύπριο νομοθέτη το δικαίωμα σε πολιτικούς συμβίους που δέν έχουν τελέσει γάμο να προβούν σε απο κοινού υιοθεσία[1]
Υιοθεσία απο ένα πρόσωπο
Αίτηση υιοθεσίας μπορούν να υποβάλουν:
Α. Ο σύζυγος της μητέρας ή η σύζυγος του πατέρα του υιοθετουμένου,
Β. Πρόσωπο, το οποίο υπήρξε ανάδοχος γονέας για τουλάχιστον δυο (2) χρόνια προσώπου με νοητική αναπηρία, του οποίου η άσκηση της γονικής μέριμνας είχε ανατεθεί στο Διευθυντή μέχρι το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του,
Γ. Ο/η σύζυγος φυσικού γονέα, ο/η οποίος/α έχει αποβιώσει ή έχει εγκαταλείψει τα ανήλικα τέκνα
Για να δύναται πρόσωπο/α να υποβάλει/ουν τέτοια αίτηση θα πρέπει να πληρούνται οι πιο κάτω προυποθέσεις:
- Ηλικία Αιτητή:
Ο αιτητής (σε περίπτωση που είναι ένα πρόσωπο) ή οι αιτητές να μήν είναι κάτω των 25 ετών και το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι λαμβανομένων υπόψην των ηλικιών τόσο του υιοθετούμενου όσο και του υιοθετούντος, η υιοθεσία δεν συνεπάγεται κινδύνους για τον υιοθετούμενο και είναι γενικώς προς το συμφέρον του υιοθετουμένου ή σε περίπτωση που ο αιτητής είναι συγγενής του υιοθετούμενου να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του.
2.Διαμονή Αιτητή:
Α. Κατα την υποβολή της αίτησης ο αιτητής (σε περίπτωση που είναι ένα πρόσωπο ή σε περίπτωση που είναι ζευγάρι, τουλάχιστον ένας εξ αυτών) θα πρέπει να είναι μόνιμος κάτοικος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο υιοθετούμενος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υιοθεσίας να έχει τη διαμονή του στη Δημοκρατία, ή
Β. Εάν δέν είναι κατα την υποβολή της αίτησης Κύπριος μονιμος κάτοικος, να είχε κατα τα δύο χρόνια αμέσως πρίν την υποβολή της αίτησης, τη διαμονή του στη Δημοκρατία και ο υιοθετούμενος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υιοθεσίας να έχει τη διαμονή του στη Δημοκρατία.
3. Συναίνεση προς υιοθεσία
Για την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας απαιτείται η συναίνεση των γονέων ή του κηδεμόνα του ανηλίκου (για να δοθεί συναίνεση της μητέρας το παιδί θα πρέπει να έχει συμπληρώσει 3 μήνες απο την γέννηση του).
Επίσης, σε περίπτωση που ο αιτητής είναι έγγαμος απαιτείται η συναίνεση του/της συζύγου.
Περαιτέρω, εάν το επιτρέπει η ηλικία του παιδιού ή/και η διανοητική του κατάσταση δυνατό να χρειάζεται και η δική του συγκατάθεση.
Σε κάποιες περιπτώσεις, πιθανόν να χρειάζεται η συγκατάθεση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντί των πιο πάνω συγκαταθέσων (όταν ο αιτητής υπήρξε για δυο τουλάχιστον χρόνια ανάδοχος γονέας παιδιού με νοητική αναπηρία, του οποίου η άσκηση της γονικής μέριμνας είχε ανατεθεί στο Διευθυντή μέχρι το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του).
Η συναίνεση προς υιοθεσία δίνεται κατά τον καθορισμένο τύπο ενώπιον Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου ή των προξενικών αρχών της Δημοκρατίας στην περίπτωση που αυτή δίνεται εκτός της Δημοκρατίας.΄(βλέπετε άρθρο 6 και φόρμα 2 του περί Υιοθεσίας Διαδικαστικού Κανονισμού 707/1954).
Η συναίνεση μπορεί να αποσυρθεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις.
Εύλογα όμως κάποιος μπορεί να διερωτηθεί γιατί να απαιτείται πάντα η συγκατάθεση των γονέων ή/και του υιοθετούμενου για να εκδοθεί διάταγμα υιοθεσίας;
Ο Κύπριος νομοθέτης έχει προνοήσει για τις περιπτώσεις όπου τέτοια συγκατάθεση δύναται να παραληφθεί, μετά απο αίτηση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μετά απο αίτηση, το Δικαστήριο δύναται να μην απαιτήσει τη συναίνεση που προβλέπεται πιο πάνω, αν ικανοποιηθεί ότι συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:
(α) O γονέας ή κηδεμόνας του ανηλίκου έχει εγκαταλείψει ή παραμελεί τον ανήλικο ή συστηματικά τον κακομεταχειρίζεται ή τον έχει κακοποιήσει σε σοβαρό βαθμό.
(β) O γονέας ή κηδεμόνας του ανηλίκου συστηματικά και χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να εκπληρώσει τα καθήκοντα του προς τον ανήλικο και ιδιαίτερα τη διατροφή και συντήρηση του.
(γ)Ο υιοθετούμενος δεν είναι σε θέση να δώσει τη συναίνεση του, λόγω της διανοητικής του καταστάσεως.
(δ) O ή η σύζυγος του αιτητή δεν είναι δυνατό να εξευρεθεί ή αδυνατεί να δώσει την απαιτούμενη συναίνεση ή παράλογα αρνείται τη συναίνεση αυτή ή οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση και δε διαμένουν μαζί και ο χωρισμός αυτός αναμένεται να είναι οριστικός.
(ε) Το πρόσωπο του οποίου η συναίνεση απαιτείται δεν είναι δυνατό να εξευρεθεί ή είναι ανίκανο να δώσει τη συναίνεση του ή παράλογα αρνείται να δώσει τη συναίνεση του.
Το άρθρο 5 του Νόμου αναφέρει τους παράγοντες που το Δικαστήριο θα λάβει υπόψιν του πρίν αποφασισει εάν θα εκδώσει διάταγμα υιοθεσίας.
«(1) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα υιοθεσίας, αφού ικανοποιηθεί ότι-(α) Η συναίνεση που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 4 έχει δοθεί με πλήρη επίγνωση της φύσεως των αποτελεσμάτων της υιοθεσίας·(β) η έκδοση του διατάγματος υιοθεσίας θα είναι προς το συμφέρον του υιοθετουμένου, λαμβανομένων υπόψη και των επιθυμιών του, αν το επιτρέπει η ηλικία και η πνευματική του ικανότητα·(γ) για τρεις τουλάχιστο συνεχείς μήνες πριν από την έκδοση του διατάγματος ο ανήλικος διέμενε και συνεχίζει να διαμένει με τον αιτητή ή έναν από αυτούς και τελεί υπό τη φροντίδα και επίβλεψη του (δ) ο αιτητής δεν έχει λάβει ούτε συμφώνησε να λάβει και κανένα άλλο πρόσωπο δεν έχει δώσει ή συμφώνησε να δώσει στον αιτητή οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή άλλη αμοιβή ως αντάλλαγμα για την υιοθεσία·(ε) η έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13(5), αναφέρει ότι ο επιμελητής του προς υιοθεσία προσώπου είναι πράγματι πρόσωπο κατάλληλο για σκοπούς υιοθεσίας.(2) Το Δικαστήριο, κατά την έκδοση του διατάγματος υιοθεσίας, μπορεί να θέσει οποιουσδήποτε όρους που υπό τις περιστάσεις κρίνει αναγκαίους και ειδικότερα μπορεί να αξιώσει από τον αιτητή να μεριμνήσει για την οικονομική κατοχύρωση του ανηλίκου με οποιοδήποτε τρόπο αυτό κρίνει ορθό και δίκαιο». (η έμφαση είναι δική μας).
Το άρθρο 7.1 του Νόμου προβλέπει ότι το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την υιοθεσια παιδιού και απο μόνο ένα πρόσωπο το οποίο δέν είναι έγγαμο
«7.-(1) Διάταγμα υιοθεσίας μπορεί να εκδοθεί και έπειτα από αίτηση ενός μόνο προσώπου που δεν είναι έγγαμο, αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοi”
Το άρθρο 7.2 του Νόμου επιτρέπει την υιοθεσία προσώπου που έχει ήδη υιοθετηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις:
«Διάταγμα υιοθεσίας είναι δυνατό να εκδοθεί και αναφορικά με πρόσωπο που έχει ήδη υιοθετηθεί, εφόσον-(α) Πρόκειται για ανήλικο που έχει ήδη υιοθετηθεί από τον ή από τη σύζυγο του υιοθετούντος· (β)ο προηγούμενος υιοθετήσας έχει αποβιώσει· (γ) η πρώτη υιοθεσία έχει τερματιστεί.»
Σημειώνεται ότι με την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας απο το Δικαστήριο όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των φυσικών γονιών προς το ανήλικο παιδί παύουν και περιέρχονται στους υιοθετούντες γονείς.
Επίσης, το υιοθετημένο τέκνο θα θεωρείται καθόλα νόμιμο και φυσικό τέκνο των υιοθετούντων και σε καμιά περίπτωση δεν θα θεωρείται τέκνο οποιουδήποτε άλλου προσώπου (άρθρο 22 του Νόμου).
[1] Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμου του 2015 (184(I)/2015)
«Εκτός όπου προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, Πολιτική Συμβίωση που έχει συναφθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του περί Υιοθεσίας Νόμου, έχει, τηρουμένων των αναλογιών, τα αντίστοιχα αποτελέσματα και συνέπειες ως εάν να είχε τελεστεί γάμος δυνάμει των διατάξεων του περί Γάμου Νόμου και οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθεσία της Δημοκρατίας σε «σύζυγο» θα ερμηνεύεται ως αναφορά και σε σύμβιο» σε Πολιτική Συμβίωση.» (Από το Άρθρο 4 αυτό προκύπτει ότι οι πολιτικοί συμβίοι δεν θεωρούνται ότι έχουν τελέσει γάμο για τους σκοπούς του Περί Υιοθεσίας Νόμου και δεν θεωρούνται επομένως σύζυγοι αλλά μόνο συμβίοι).
Tα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
