Υπέρβαση εξουσιοδότησης και Φαινόμενη πληρεξουσιότητα

Αποτελεί καθήκον ενός αντιπρόσωπου να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης του. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Bowstead & Reynolds on Agency 22η έκδοση, Κεφάλαιο 6, παράγραφος 6-001:

«An obvious example is the duty not to exceed authority, where the agent is under a duty to make good to the principal loss caused by so doing. Generally speaking, an agent is expected to know the scope of the mandate conferred and adhere to it».

Τονίζεται όμως ότι θα πρέπει να διαχωρίζεται η σχέση αντιπροσωπεύομενου και αντιπρόσωπου απο αυτήν του αντιπροσωπευόμενου και τρίτων προσώπων που  συναλλάσσονται με τον αντιπρόσωπο στα πλαίσια άσκησης της πληρεξουσιότητας του (πραγματικής ή φαινόμενης-ostensible).

Πράξεις που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης του αντιπρόσωπου, εφόσον διαχωρίζονται απο το μέρος των πράξεων που διενεργήθηκαν εντός της πληρεξουσιότητας, σε ότι αφορά την σχέση αντιπρόσωπου και αντιπροσωπευόμενου δέν είναι δεσμευτικές.

Σύμφωνα με το άρθρο 187 του Περι Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149  (ο «Νόμος»):

«Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε, και όταν το μέρος αυτών που διενεργήθηκαν, το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας, δύναται να διαχωριστεί από το μέρος το οποίο διενεργήθηκε καθ’ υπέρβαση, τότε μόνο το μέρος το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας είναι δεσμευτικό καθ’ όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και του αντιπροσωπευόμενου».[1]

Σε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ υπέρβαση των εξουσιών του,  εάν το μέρος που διενεργήθηκε καθ’ υπέρβαση δέν διαχωρίζεται απο αυτό που διενεργήθηκε εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας, τότε ο αντιπροσωπευόμενος δέν υποχρεούται να αναγνωρίσει την συναλλαγή, αλλά αυτή είναι ακυρώσιμη (δηλαδή δύναται να εγκριθεί ή να μήν εγκριθεί).

Σύμφωνα με το άρθρο 188 του Νόμου:

«Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε και το μέρος από αυτά που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας δεν δύναται να διαχωριστεί από αυτά που διενεργήθηκαν εντός των ορίων αυτής, ο αντιπροσωπευόμενος δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει τη συναλλαγή».

Σύμφωνα με το άρθρο 156 του Περι Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149 πράξη η οποία τελέστηκε χωρίς πληρεξουσιότητα δύναται να εγκριθεί εκ των υστέρων απο το πρόσωπο για τον λογαριασμό του οποίου έγινε η πράξη και σε τέτοια περίπτωση η πράξη αυτή επιφέρει τις ίδιες συνέπειες ωσαν να τελέσθηκε δυνάμει πληρεξουσιότητας. (αυτό είναι γνωστό ως “agency by ratification”).

To άρθρο 156 προνοεί τα εξής :

«Όταν κάποιο πρόσωπο τελεί πράξεις για λογαριασμό άλλου προσώπου χωρίς τη γνώση ή πληρεξουσιότητα του, το πρόσωπο αυτό δύναται είτε να εγκρίνει είτε να αποκηρύξει την πράξη αυτή~ πράξη που εγκρίθηκε επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, ωσάν να ετελείτο δυνάμει πληρεξουσιότητας».[2]

Περαιτέρω, το άρθρο 159 προνοεί τα εξής:

«Το πρόσωπο που εγκρίνει πράξη που τελέστηκε για λογαριασμό του χωρίς πληρεξουσιότητα, εγκρίνει συγχρόνως και ολόκληρη τη συναλλαγή της οποίας η πράξη αυτή αποτελεί μέρος».[3]

Όπως διαφαίνεται πιο πάνω, πράξεις που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιοδότησης απο τον αντιπρόσωπο δέν δεσμεύουν τον αντιπρόσωπευομενο κατα γενικό κανόνα (εκτός στις περιπτώσεις φαινομενικής/φαινόμενης πληρεξουσιοδότησης που θα δούμε πιο κάτω). Ο αντιπροσωπευόμενος όμως δύναται εάν το επιθυμεί να εγκρίνει τις πράξεις αυτές εκ των υστέρων (agency by ratification).

Σε περίπτωση που οι πράξεις καθ’ υπέρβαση δέν εγκρίθηκαν απο τον αντιπροσωπευομενο, τότε εάν αυτές διενεργήθηκαν με φαινομενική/φαινόμενη πληρεξουσιότητα, δεσμεύουν τον αντιπροσωπευόμενο.

Σύμφωνα με το σύγραμμα Aldridge: Powers of Attorney 11th Ed., κεφάλαιο 12, ενότητα 3, παράγραφος 12-12:

«A transaction between an attorney and a third party can only bind the donor of a power of attorney if it is within the attorney’s authority. This is something that the third party has to investigate. The donor will not only be bound by an act within the attorney’s actual authority, but also by one within his ostensible authority». (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Συγκεκριμένα, το άρθρο 197 του Νόμου προνοεί τα εξής:

«Αν ο αντιπρόσωπος, χωρίς πληρεξουσιότητα, διενέργησε πράξεις ή ανέλαβε υποχρεώσεις έναντι τρίτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται από τις πράξεις ή υποχρεώσεις αυτές, αν προφορικά ή με τη συμπεριφορά του εξώθησε τους τρίτους να πιστεύουν ότι οι πράξεις και υποχρεώσεις αυτές διενεργήθηκαν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου».

Περαιτέρω, το άρθρο 198 προνοεί τα εξής:

«Ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες σε συμφωνίες που καταρτίζονται από τον αντιπρόσωπο, ωσάν η ψευδής παράσταση να έγινε ή η απάτη να διαπράχτηκε από τον αντιπροσωπευόμενο αλλά ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο σε θέματα τα οποία δεν εμπίπτουν εντός των ορίων πληρεξουσιότητας του, δεν επηρεάζει τον αντιπροσωπευόμενο»

Στην κυπριακή υπόθεση  Liopetri Transport Co v. Loucas Constantinou (1971) 1 CLR 424, μέτοχοι της εταιρείας μεταφορών LIOPETRI TRANSPORT CΟ ήταν επίσης οδηγοί των λεωφορείων αυτής. Οι μέτοχοι/οδηγοί αυτοί εισέπρατταν εισιτήρια από τους επιβάτες. Η εταιρεία ισχυρίστηκε στους επιβάτες ότι οι οδηγοί/μέτοχοι  είχαν δικαίωμα να εισπράττουν την τιμή για τα εισιτήρια εκ μέρους της, οδηγώντας τους επιβάτες να πιστεύουν ότι υπήρχε πληρεξουσιοδότηση για την πράξη αυτή από την εταιρεία στους οδηγούς.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε φαινομενική πληρεξουσιότητα και η εταιρεία δεσμευόταν απο τις πράξεις αυτές των οδηγών παρά το γεγονός ότι έδρασαν εκτός της εξουσιοδότησης τους.

Σύμφωνα με τον Lord Denning στην  Hely-Hutchinson v. Brayhead, Ltd. and Another [1967] 3 All E.R. p. 98,

Ostensible or apparent authority is the authority of an agent as it appears to others. It often coincides with actual authority. Thus, when the board appoint one of their number to be managing director, they invest him not only with implied authority, but also with ostensible authority to do all such things as fall within the usual scope of that office. Other people who see him acting as managing director are entitled to assume that he has the actual authority of a managing director. But sometimes ostensible authority exceeds actual authority. For instance, when the board appoint the managing director, they may expressly limit his authority by saying he is not to order goods worth more than £500 without the sanction of the board. In that case his actual authority is subject to the £500 limitation, but his ostensible authority includes all the usual authority of a managing director. The company is bound by his ostensible authority in his dealings with those who do not know of the limitation he may himself do the ‘holding-out’. Thus, if he orders goods worth £1,000 and signs himself ‘Managing Director for and on behalf of the company’, the company is bound to the other party who does not know of the £500 limitation…» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, εάν ο αντιπροσωπευόμενος (είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο) παρουσιάζει ή επιτρέπει πρόσωπο να παρουσιάζεται  ότι ενεργεί ως αντιπρόσωπος του σε σχέση με ορισμένες πράξεις, τότε υπάρχει φαινομενική/φαινόμενη αντιπροσώπευση (ostensible or apparent authority) και πράξεις που διαπράττονται ή/και λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια αυτής είναι δεσμευτικές για τον αντιπροσωπευόμενο σε σχέση με το τρίτο πρόσωπο.

Σύμφωνα με το άρθρο 171 του Νόμου:

«Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις οδηγίες του ή ελλείψει τέτοιων οδηγιών, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στις εργασίες του ίδιου είδους, στον τόπο όπου ο αντιπρόσωπος διεξάγει τις εργασίες αυτές. Αντιπρόσωπος που ενεργεί κατά παράβαση των πιο πάνω οφείλει, αν προκύψει ζημιά, να αποκαταστήσει αυτήν στον αντιπροσωπευόμενο, και αν απορρεύσει κέρδος να λογοδοτήσει γι’ αυτό».

Επομένως, εάν τρίτο πρόσωπο έχει υποστεί ζημιά ως αποτέλεσμα πράξης που εκτελέστηκε ή/και συναλλαγής που έλαβε χώρα με αντιπρόσωπο στα πλαίσια φαινόμενης εξουσιοδότησης, το τρίτο πρόσωπο δύναται να κινηθεί νομικά εναντίον του αντιπροσωπευόμενου. Ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να στραφεί εναντίον του αντιπρόσωπου για την ζημιά που υπέστη λόγω της παράβασης των καθηκόντων του  τελευταίου και της υπέρβασης της εξουσίας του.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.


[1] Η υπογράμμιση είναι δική μου.

[2] Η υπογράμμιση είναι δική μου.

[3] Η υπογράμμιση είναι δική μου.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: