Προσφορά ή Πρόσκληση για Διαπραγμάτευση;

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι για να υπάρχει μια δεσμευτική συμφωνία (σύμβαση), απο την οποία γεννούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις, δέν είναι αρκετή η απλή κατάρτιση  ενός εγγράφου που υπογράφεται απο δύο ή περισσότερα πρόσωπα αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να συνυπάρχουν όλα τα συστατικά στοιχεία που απαιτεί ο νόμος.

Τα συστατικά στοιχεία μίας σύμβασης σύμφωνα με τον νόμο είναι η προσφορά (offer), η αποδοχή (acceptance), η αντιπαροχή (consideration), η δικαιοπρακτική βούληση των μερών (intention to create legal relations), ο νόμιμος σκοπός (legal  purpose) και η δικαιοπρακτική ικανότητα των μερών (capacity).

Πολλές φορές η προσφορά (offer) συγχέεται με την πρόσκληση για διαπραγμάτευσή (invitation to treat). Είναι σημαντικό όμως να είμαστε σε θέση να διαχωρίσουμε την προσφορά από την πρόσκληση για διαπραγμάτευση.

Σημειώνεται ότι όταν υπάρχει προσφορά, τότε αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή (όπου εάν πληρούνται και οι λοιπές προυποθέσεις δημιουργείται σύμβαση)  ή να μήν γίνει αποδεκτή και να γίνει νέα προσφορά (counter offer) απο το άλλο μέρος, η οποία ακυρώνει την πρώτη προσφορά. Απο την άλλη, μια πρόσκληση για διαπραγμάτευση απλώς προσκαλεί το άλλο μέρος να έρθει σε διαπραγματεύσεις και να προβεί σε προσφορά.

Η προσφορά αποτελεί μια πρόθεση συμβατικής δέσμευσης απο το πρόσωπο που προβαίνει σε αυτήν. Μόνο μία προσφορά μπορεί να γίνει αποδεκτή οδηγώντας σε σύναψη σύμβασης.

Η πρόσκληση για διαπραγμάτευση απο την άλλη είναι απλώς μια ένδειξη ότι το πρόσωπο είναι ανοικτό σε διαπραγματεύσεις. Το πρόσωπο αυτό δέν εκφράζει πρόθεση να δεσμευτεί συμβατικά με το άλλο μέρος, αλλά δηλώνει ότι είναι ανοικτός σε προσφορές απο το άλλο πρόσωπο.

Τονίζεται ότι δέν είναι πάντοτε εύκολο να διακρίνουμε εάν μία πρόταση αποτελεί προσφορά ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση και ότι το Δικαστήριο εξετάζει κατα πόσο υπήρχε η πρόθεση για συμβατική δέσμευση (και άρα προσφορά) απο το άτομο που έκανε την πρόταση, σύμφωνα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.

Επισυμαίνεται ότι η ένδειξη τιμής δέν σημαίνει αυτόματα ότι πρόκεται για προσφορά αλλά αυτό που εξετάζεται είναι εάν, με το κριτήριο του μέσου λογικού ανθρώπου, η πρόταση συνοδεύεται απο πρόθεση για συμβατική δέσμευση ή όχι ( άρα αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση).

Για να αντιληφθούμε την διαφορά μεταξύ της πρόσκλησης για διαπραγμάτευσης και της προσφοράς, θα εξετάσουμε δύο υποθέσεις με σχετικά παρόμοια γεγονότα, την Gibson v Manchester City Council [1979] 1 W.L.R. 294 και την Storer v Manchester City Council [1974] 1 W.L.R. 1403

Στην υπόθεση Gibson v Manchester City Council [1979] 1 W.L.R. 294 ο Ενάγοντας ρώτησε τον Δήμο κατα πόσο μπορούσε να αγοράσει το σπίτι στο οποίο ζούσε και το οποίο άνηκε στον πρώτο. Ο Δήμος απάντησε στο ερώτημα του αποστέλλοντας του επιστολή που έλεγε ότι ο Δήμος «δύναται να είναι σε θέση να πουλήσει το σπίτι σε εσάς» («may be prepared to sell») σε καθορισμένη τιμή.

Λίγο αργότερα, ο έλεγχος του Δήμου υπεισήλθε σε άλλα πρόσωπα, τα οποία αποφάσισαν να ανακαλέσουν την δήλωση αυτή, περι της πρόθεσης πώλησης της οικίας στον Ενάγοντα.

Ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι η επιστολή απο τον Δήμο αποτελούσε προσφορά την οποία και είχε αποδεχθεί. Ωστόσο το Αγγλικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή του Δήμου αποτελούσε πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η φράση «may be prepared to sell» δέν έδειχνε συμβατική πρόθεση/πρόθεση για δέσμευση με σύμβαση (contractual intent) αλλά είχε ως στόχο να προσκαλέσει τον Ενάγοντα να προβεί σε προσφορά.

Στην υπόθεση Storer v Manchester City Council [1974] 1 W.L.R. 1403, στην οποία τα γεγονότα δέν διαφέρουν πολύ απο την Gibson v Manchester City Council (βλέπετε πιο πάνω), ο Δήμος έστειλε επιστολή στον Ενάγοντα που έφερε τον τίτλο «Συμφωνία Αγοράς» (“Agreement for sale”) αναφορικά με την οικία του Δήμου. Ο Ενάγοντας υπέγραψε και επέστρεψε την επιστολή πρίν να αλλάξει ο έλεγχος του Δήμου. Ο Δήμος στην συνέχεια, υπο την νέα διοίκηση του αποφάσισε να μήν προβεί στην πώληση της οικίας.

Σε αντίθεση με την υπόθεση Gibson, εδώ το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή αποτελούσε προσφορά που ο Ενάγοντας είχε αποδεχθεί πρίν η πώληση ανακληθεί, λόγω του ότι υπήρχε η πρόθεση για δέσμευση η οποία αποδυκνύεται απο τον τίτλο της επιστολής.

  1. Προϊόντα σε ράφια και σε σε βιτρίνες καταστημάτων.

Σύμφωνα με την νομολογία του κοινοδικαίου, η οποία και ακολουθείται από τα κυπριακά Δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 29.1.γ του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ο γενικός κανόνας είναι ότι η τοποθέτηση προϊόντων σε ράφια καταστήματος αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά (Pharmaceutical Society of Great Britain v Boots Cash Chemists [1953] 1 Q.B. 401).

Για να εξηγήσω την λογική πίσω από αυτό τον κανόνα, παραθέτω πιο κάτω σχετικά παραδείγματά.

Παράδειγμα 1.

Εάν ένα ανήλικο παιδί 13 ετών εισέρχεται σε ένα σούπερ μάρκετ και τοποθετήσει στο καλάθι του ένα αλκοολούχο ποτό, τότε με την τοποθέτηση στο καλάθι ο πωλητής θα είναι ένοχος για παράνομη πώληση/προσφορά αλκοόλ σε ανήλικο.  

Για τον λόγο αυτό, τα Δικαστήρια του κοινοδικαίου προνόησαν, ετσι που σε περιπτώσεις πώλησης προιόντων σε καταστήματα, η τοποθέτηση τους στα ράφια να αποτελεί απλώς πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά. Αυτό σημαίνει ότι στην προσφορά θα προβεί ο ανήλικος όταν παρουσιάσει το ποτό στο ταμείο και έτσι στην συνέχεια ο υπάλληλος του ταμείου θα μπορεί (εκ μέρους του καταστήματος) να αρνηθεί την συναλλαγή.  

Παράδειγμα 2.

Ένας ενήλικας που επισκέφθηκε ένα κατάστημα ρούχων  τοποθετεί στο καλάθι του μια μπλούζα για να την δοκιμασει. Εάν η ύπαρξη της μπλούζας στο κατάστημα αποτελούσε προσφορά, τοτε με την τοποθέτηση στο καλάθι θα υπήρχε σύμβαση και αυτός θα ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει. Εάν όμως η ύπαρξη της στο ράφι αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση τότε έχει την δυνατότητα να την δοκιμάσει (ή και οχι) και να μήν την αγοράσει, αφού καμία σύμβαση δέν έχει ολοκληρωθεί. Εάν διαλέξει να την αγοράσει, τότε με την παράδοση της στον ταμία, προβαίνει σε προσφορά την οποία ο ταμίας μπορεί να αποδεχθεί και να γίνει η σύμβαση και στην συνέχεια ο καταναλωτής να πληρώσει.

Με παρόμοια λογική όπως και με τα προϊόντα σε ράφια, τα Δικαστήρια της Αγγλίας αποφάσισαν ότι προϊόντα σε βιτρίνες αποτελούν πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά (Fisher v Bell [1961] 1 Q.B. 394).

Αγορές μέσω διαδικτύου.

Ο γενικός κανόνας είναι ότι η παρουσία των προϊόντων στην σελίδα αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση και ότι όταν τα προσθέτουμε στο ηλεκτρονικό καλάθι προβαίνουμε σε προσφορά. Μετά η εταιρεία/πωλητής μπορεί να δεχθεί η να αρνηθεί την συναλλαγή (π.χ “this product cannot be shipped to Cyprus” και άρα δέν γινεται δεκτή). Το χρονικό σημείο της αποδοχής διαφέρει ανάλογα με την ιστοσελίδα.

Διαφημίσεις

Κατα γενικό κανόνα οι διαφημίσεις αποτελούν πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά (Partridge v Crittenden).

Η λογική είναι η εξής. Μία διαφήμιση απευθύνεται σε ευρύ κοινό και συνεπώς δέν δύναται να είναι προσφορά καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε πάρα πολλές συμβάσεις, αφού κάθε φορά που κάποιος την αποδεχόταν  θα δημιουργείτο και μία ξεχωριστή σύμβαση.

Όμως δύναται να αποτελεί και προσφορά εάν απο το περιεχόμενο της φαίνεται να υπήρχε στα μάτια του μέσου λογικού παρατηρητή, πρόθεση απο αυτόν που διαφημίζει να συμβληθεί.

Για σκοπούς κατανόησης παραθέτω πιο κάτω κάποια παραδείγματα.

Παράδειγμα.

Η Κ διαφημίζει στην εφημερίδα Σ το βιβλίο της. Η διαφήμιση αυτή αν αποτελούσε προσφορά, τότε κάθε φορά που κάποιος επικοινωνούσε μαζί της για να το αγοράσει αυτή θα ήταν υποχρεωμένη να του το πουλήσει και κάθε φορά που αυτή αδυνατούσε (π.χ δέν είχε αρκετά αντίγραφα) θα ήταν ένοχη για παράβαση σύμβασης. Εάν όμως αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση, τότε ο προτιθέμενος αγοραστής επικοινωνώντας μαζί της κάνει την προσφορά και εναπόκειται στην ίδια να την αποδεχθεί η όχι. Τονίζεται ότι η ένδειξη τιμής απο την ίδια στην διαφήμισή δεν αλλάζει το γεγονός ότι η διαφήμισή είναι πρόσκληση για διαπραγμάτευση, διότι αυτό που εξετάζεται είναι εάν υπάρχει κατα τον μέσο λογικό παρατηρητή πρόθεση συμβατικής δέσμευσης ή όχι.

Εξαιρέσεις- Διαφημίσεις

Παρά το γεγονός ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι οι διαφημίσεις αποτελούν πρόσκληση για διαπραγμάτευση, τονίζεται ότι κάθε φορά το Δικαστήριο εξετάζει την πρόθεση αυτού που διαφημίζει όπως θα την έκρινε ένας μέσος λογικός άνθρωπος (δεν είναι υποκειμενικό αλλά αντικειμενικό) με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης (εάν προκύπτει πρόθεση για συμβατική δέσμευση θα είναι προσφορά).

Η πιό γνωστή αυθεντία επι του θέματος είναι η απόφαση Carlill v Carbolic Smoke Ball Co Ltd [1893] 1 Q.B. 256. Σε αυτή την υπόθεση  οι εναγόμενοι τοποθέτησαν  διαφήμιση σε εφημερίδα για το προϊόν τους «Carbolic Smoke Ball», ένα μηχάνημα που όπως ισχυρίζονταν μπορούσε να θεραπεύσει ορισμένες ασθένειες, όπως η γρίπη. Η διαφήμιση παρότρυνε τον κόσμο να το δοκιμάσει και υποσχόταν  100 ευρώ σε όποιον το χρησιμοποιούσε και αρρωστούσε με γρίπη. Συγκεκριμένα, η  διαφήμιση προνοούσε τα εξής:
“£100 reward will be paid to any person who contracts the increasing epidemic influenza … after having used the ball three times daily for two weeks according to the printed directions supplied with each ball. £1000 is deposited with the Alliance Bank, Regent Street, showing our sincerity in the matter.”

Στην βάση της δήλωσης αυτής, η κυρία Carlill αγόρασε το προϊόν και το χρησιμοποίησε για πολλούς μήνες αλλά μετά αρρώστησε με γρίπη. Όταν ζήτησε το ποσό των 100 λιρών που εδικαιούτο σύμφωνα με την διαφήμιση, η εταιρεία αρνήθηκε να της το δώσει, λέγοντάς ότι η διαφήμισή δεν ήταν προσφορά εφόσον δεν υπήρχε πρόθεση συμβατικής δέσμευσης και ήταν απλώς ένα διαφημιστικό τέχνασμα (marketing device). Ωστόσο το αγγλικό Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσε προσφορά.

Η υπόθεση αυτή διαφέρει απο τις συνηθισμένες περιπτώσεις διαφημίσεων διότι αποτελεί μια πρόσκληση στο ευρύ κοινό να δοκιμάσουν το προϊόν, ενώ είχε ήδη σύμφωνα με την δήλωση κατατεθεί ποσό στην τράπεζα για την πληρωμή του δώρου (prize).  Αποτελεί έτσι μία μορφή μονομερούς σύμβασης, όπου η αποδοχή γίνεται με συγκεκριμένο προκαθορισμένο στην προσφορά τρόπο (εδώ με την αγορά, χρήση και στην συνέχεια νοουμένου ότι αρρωστήσουν με γρίπη) και δέν υπάρχει χώρος για διαπραγματεύσεις.

Tenders (πρόσκληση για προσφορά)

Π.χ αγγελία για πώληση μετοχών.

Ο γενικός κανόνας είναι ότι αποτελούν προσκλήσεις για διαπραγμάτευση.

O κανόνας αυτός ειναι γενικός και υπόκειται σε εξαιρέσεις. Για αυτό πάντοτε πρέπει να εξετάζονται τα περιστατικά της υπόθεσης.

Δημοπρασίες

Ο γενικός κανόνας είναι ότι η προσφορά γίνεται απο το άτομο προσφέρει ένα ποσό και η αποδοχή γίνεται με το κτύπημα του σφυριού  (Payne v Cave (1789) 3 T.R. 148).

O κανόνας αυτός ειναι γενικός και υπόκειται σε εξαιρέσεις ανάλογα με τα περιστατικά και το είδος της δημοπρασίας.

Αυτόματες Μηχανές (Vending Machines ή ticket machine)

Παρότι υπάρχει τοποθέτηση προϊόντων, θεωρούνται κατα γενικό κανόνα προσφορά και όχι πρόσκληση για διαπραγμάτευση, αφού η πρόθεση είναι το προϊόν να δοθεί σε όποιον βάλει το αντίστοιχο ποσό της τιμής και δέν υπάρχει περιθώριο για διαπραγμάτευση με μία μηχανή (Thornton v Shoe Lane Parking [1971] 2 Q.B. 163).

Τονίζεται ότι κάθε περίπτωση εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: