Το δόγμα (doctrine) Volenti non fit injuria (ηθελημένη ανάληψη κινδύνου), χρησιμοποιείται απο Εναγόμενους σε αγωγές για το αστικό αδίκημα της αμέλειας (negligence), ως υπεράσπιση. Αυτή η υπεράσπιση, εάν πετύχει, απαλλάσσει τον εναγόμενο εξ ολοκλήρου από οποιαδήποτε ευθύνη εναντίον του Ενάγοντα.
Το δόγμα Volenti non fit injuria δέν πρέπει να συγχέεται με την συντρέχουσα αμέλεια (contributory negligence), που υπάρχει όταν ο Ενάγοντας συνέβαλε στην ζημιά που υπέστη επειδή δέν έλαβε τα εύλογα αναγκαία μέτρα για την δική του ασφάλεια ή/και για να αποτρέψει την ζημιά/βλάβη.
Το volenti non fit injuria, λειτουργεί ως υπεράσπιση απαλλάσσοντας τον Ενάγοντα απο ευθύνη για αμέλεια, ενώ απο την άλλη η συντρέχουσα αμέλεια απλώς μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων που ο Ενάγοντας δύναται να λάβει απο τον Εναγόμενο.
Όπως γνωρίζουμε, σε αγωγή για αμέλεια ο Ενάγοντας θα πρέπει να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων τα ακόλουθα:
B. Παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας απο τον Εναγόμενο (επειδή απέτυχε να επιδείξει εύλογη επιμέλεια),
Γ. Πρόκληση ζημιάς στον Ενάγοντα συνεπεία της παράβασης του καθήκοντος επιμέλειας (και η ζημιά να μήν είναι απομεμακρυσμένη-remote).
Σύμφωνα με το άρθρο 59 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 113, ώς έχει τροποποιηθεί:
«Σε αγωγή πoυ εγείρεται για αστικό αδίκημα συvιστά υπεράσπιση τo ότι o εvάγovτας είχε γvώση και αvτίληψη ή πρέπει vα θεωρηθεί τo έχει γvώση και αvτίληψη της κατάστασης πραγμάτωv πoυ πρoκαλεί τη ζημιά και ότι εκoύσια εξέθεσε τov εαυτό τoυ ή τηv ιδιoκτησία τoυ σε αυτή: Νoείται ότι oι διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ δεv εφαρμόζovται σε αγωγή πoυ εγείρεται για αστικό αδίκημα, αv τo αδίκημα αυτό oφειλόταv στη μη εκπλήρωση υπoχρέωσης πoυ επιβάλλεται στov εvαγόμεvo από oπoιoδήπoτε voμoθέτημα:Νoείται περαιτέρω ότι παιδί πoυ δεv συμπλήρωσε τo δωδέκατo έτoς της ηλικίας τoυ δεv θεωρείται ικαvό vα έχει γvώση ή αvτίληψη τέτoιας κατάστασης πραγμάτωv ή vα εκθέτει εκoύσια τov εαυτό ή τηv ιδιoκτησία τoυ σε αυτή» (η υπογράμμιση είναι δική μου).
H υπεράσπιση του volenti non fit injuruia μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όπου ο Ενάγοντας ελεύθερα και εκούσια, με πλήρη γνώση της φύσης και της έκτασης του κινδύνου, συμφώνησε να θέσει τον εαυτό του σε αυτόν ή/και εξέθεσε τον εαυτό του σε αυτόν και παραιτήθηκε απο το όποιο δικαίωμα του να προβεί σε αξιώσεις για αποζημιώσεις εναντίον του Εναγόμενου για την ζημιά ή/και βλάβη ή/και τραυματισμό που έχει υποστεί.
Για παράδειγμα, αυτό ισχύει συνήθως σε αθλητικούς αγώνες (competitive sport), όπου οι αθλητές που λαμβάνουν μέρος στον αγώνα θεωρούνται ότι συγκατατέθηκαν στον κίνδυνο που εύλογα αποτελεί μέρος του αγώνα (inherent risk) (βλέπετε Condon v Basi [1985] 1 WLR 866) αλλά και σε περιπτώσεις όπου κάποιος αποδέχεται να είναι επιβάτης σε όχημα που οδηγεί άτομο το οποίο τελεί υπο την επίρροια αλκοόλ ή/και ναρκωτικών (inherent and obvious risks, βλέπετε DannvHamilton[1939] 1 KB 509).
Στην απόφαση Morris v. Murray [1991] 2 Q.B. 6 CA, ο Ενάγοντας συμφώνησε να πετάξει με ένα φίλο του, για σκοπούς αναψυχής. Ο Ενάγοντας γνώριζε ότι εκείνο το απόγευμα ο Εναγόμενος είχε καταναλώσει αρκετό αλκοόλ. Το Δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις ο Ενάγοντας γνώριζε τον κίνδυνο στον οποίο εθελούσια εξέθεσε τον εαυτό του.
Στην υπόθεση CutlervUnitedDairies, ο Ενάγοντας προσπάθησε να ηρεμήσει ένα άλογο που αφινίασε και τραυτατίστηκε καθώς προσπαθούσε να το συγκρατήσει. Η αγωγή του για αποζημιώσεις δέν πέτυχε, αφού δέν υπήρχε κάποια ανάγκη ή καθήκον απο τον ίδιο να παρέμβει και ο κίνδυνος τραυματισμού ήταν εύλογα προβλέψιμος.
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα:
Ο Ενάγοντας ελεύθερα (freely) και εθελούσια (willingly) έξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο ή/και ανέλαβε ή/και συμφώνησε να θέσει τον εαυτό του στον κίνδυνο,
Ο Ενάγοντας είχε πλήρη γνώση της φύσης και της έκτασης του κινδύνου αυτού (full knowledge of the nature and extent of the risk, το κριτήριο είναι υποκειμενικό, βλέπετε Wooldridge v Sumner & Anor [1963] 2 QB 43)
Ο Ενάγοντας εθελούσια παραιτήθηκε (αποποιείται κάθε δικαίωμα για διεκδίκηση αποζημιώσεων) από το οποιοδήποτε δικαίωμα του να διεκδικήσει αποζημιώσεις από τον Εναγόμενο για την ζημιά ή/και βλάβη που είχε υποστεί συνεπεία της έκθεσης του στον κίνδυνο (agreement to waive any claim for negligence).
Σημειώνεται ότι σε σχέσεις εργοδότη-εργοδοτούμενου, και διασωστών (βλέπετε Haynes v Harwood [1935] 1 KB 146 ) υπάρχει μεγαλύτερο βάρος απόδειξης (τεκμαίρεται δηλαδή ότι τέτοια ρίσκα δέν λαμβάνονται εθελοντικά και τέτοια πρόσωπα δέν παραιτούνται εθελοντικά απο το δικαίωμα τους να ισχυριστούν αμέλεια του Ενάγοντα. Η υπεράσπιση αυτή σπάνια εφαρμόζεται σε περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων, βλέπετε Vassiliko Cement Works Ltd v. Stavrou).
Οι αθλητές που λαμβάνουν μέρος σε αγώνες υπέχουν καθήκον να επιδεικνύουν εύλογη επιμέλεια προς τους συναθλούμενους τους και δύνανται σε περίπτωση που προκαλέσουν ατύχημα και τραυματισμό άλλου συναθλούμενου τους να θεωρηθούν ένοχοι για αμέλεια, εάν ο τραυματισμός αυτός δέν είναι αποτέλεσμα κινδύνου στον οποίο ο συναθλούμενος εύλογα, μέσα στα πλαίσια του αγώνα, τεκμαίρεται ότι συγκατατέθηκε (another participant may be expected to have consented to).
Στην υπόθεση Condon v Basi [1985] 1 WLR 866, ο Ενάγοντας, ποδοσφαριστής υπέστη κάταγμα στο κάτω άκρο του μετά απο κτύπημα (tackle) του Εναγόμενου (επίσης ποδοσφαιριστή) κατα την διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ενώ οι αθλητές τεκμαίρονται ότι έχουν αποδεχτεί τον κίνδυνο που αποτελεί εγγενές μέρος του αθλήματος, δέν τεκμαίρονται ότι αποδέχονται και συγκατατίθενται σε κινδύνους εκτός των κανόνων του παιχνιδιού (μή εύλογους κινδύνους).
Στην υπόθεση Nettleship v. Weston, [1971] 3 All E.R. 581, ο Δικαστής Lord Denning M.R., σημείωσε ότι η γνώση του κινδυνου δέν αρκει όπως ούτε και η εθελοντική υποβολή στον κίνδυνο, αλλά χρειάζεται να υπάρχει και η πρόθεση του Ενάγοντα να παραιτηθεί απο το δικαίωμα του να καταγγείλει τον Εναγόμενο για αμέλεια. Ο Ενάγοντας πρέπει έμμεσα ή άμεσα να συμφωνήσει ότι θα παραιτηθεί απο το δικαίωμα του να κινηθεί εναντίον του Εναγόμενου.
Συγκεκριμένα, λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής απο τον Δικαστή Lord Denning:
“Knowledge of the risk of injury is not enough. Nothing will suffice short of an agreement to waive any claim for negligence. The plaintiff must agree expressly or impliedly to waive any claim for any injury that may befall him due to the lack of reasonable care by the defendant: or more accurately due to the failure by the defendant to measure up to the duty of care which the law requires of him” (η υπογράμμιση είναι δική μου).
Στην Vassiliko Cement Works v. Christos Stavrou, (1978) 1 C.L.R. 389, λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: –
” In order to establish the defence the plaintiff must agree to waive any claim that he may have to injury that may befall him due to lack of reasonable care on the part of the defendants. Knowledge or willingness to take the risk will not substantiate the defence of volenti.».
Τονίζεται ότι η υπεράσπιση αυτή δεν εφαρμόζεται σε αγωγή για αδίκημα που οφειλόταν στην μη εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλεται στον εναγόμενο από Νόμο (νομοθέτημα).
Οι χορηγίες (sponsorships) αποτελούν πλέον ένα σημαντικό κομμάτι στον τομέα του αθλητισμού, με την σχετική αγορά συνεχώς να βελτιώνεται και να αναπτύσσεται, εφόσον οι χορηγίες έχουν οφέλη τόσο για τις επιχειρήσεις-χορηγούς (sponsors) όσο και για τους χορηγούμενους (right holders, π.χ αθλητές, διοργανωτές αθλητικών γεγονότων και σωματεία).
Οι χορηγοί (sponsors) προσφέρουν οικονομικά οφέλη ή οφέλη σε είδος (in kind) με αντάλλαγμα την διαφήμισή, προώθηση (promotion) και μάρκετινγκ της επωνυμίας της επιχείρησης τους ή/και των προϊόντων ή/και υπηρεσιών τους από τους χορηγούμενους (right holders).
Οι αθλητικές χορηγίες, ώς έχουμε αναφέρει πιο πάνω, έχουν οφέλη τόσο προς τις επιχειρησεις-χορηγούς (sponsors) όσο και προς τους χορηγούμενους (rights holders).
Σε σχέση με τις επιχειρήσεις-χορηγούς, οι χορηγίες δύνανται να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αναγνώριση της επωνυμίας (brand) τους απο το κοινό και στην αύξηση των καταναλωτών τους. Για παράδειγμα εάν μία επιχείρηση χορηγεί ένα πολύ γνωστό αθλητικό γεγονός (π.χ Ολυμπιακοί Αγώνες, Roland Garos, Wimbledon, Football Association Premier League, Australian Open), τότε αυτή θα διαφημίζεται σε πολυεθνικό επίπεδο και συνεπώς θα καταστεί γνωστή σε όλο τον κόσμο που παρακολουθεί το αθλητικό αυτό γεγονός, απο διάφορες χώρες του κόσμου (international audience).
Επίσης, μία χορηγία μπορεί να οδηγήσει στην ταύτιση της επωνυμίας του χορηγού με συγκεκριμένα αθλητικά γεγονότα ή αθλητές ή ομάδες (για παράδειγμα ο Federer για πολλά χρόνια χορηγείτο απο την Rolex. Με τον τρόπο αυτό η Rolex συνδέθηκε με τα το όνομα του Federer. Επίσης, η εταιρεία Vauxhall έλαβε το δικαίωμα να αναφέρεται ώς ο κύριος συνεργάτης της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αγγλίας).
Περαιτέρω, οι χορηγίες αθλητικών γεγονότων μπορούν να συνεισφέρουν όσον αφορά την συμμόρφωση μιας εταιρείας με την εταιρική κοινωνική της ευθύνη (corporate social responsibility).
Απο την άλλη, σε σχέση με τους αθλητές, οι χορηγίες τους βοηθούν να έχουν κίνητρο ωστε να προσπαθούν περισσότερο να επιτύχουν στους αγώνες και να αφιερώνονται με όλες τους τις δυνάμεις στις προπονήσεις τους, ενώ τους προσφέρουν επίσης οικονομικά οφέλη.
Η χορηγία είναι μια συμβατική σχέση μεταξύ του χορηγού και του χορηγούμενου και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών καθορίζονται απο τους όρους της σύμβασης μεταξύ τους.
Οι δικαιούχοι (rights holders) μπορούν να έχουν περισσότερους απο έναν χορηγό, δίδοντας διαφορετικά δικαιώματα σε κάθε χορηγό (π.χ ένας χορηγός που είναι εταιρεία ένδυσης μπορεί να αναλαμβάνει απλώς να ντύνει τον αθλητή ώστε να διαφημίζει την επωνυμία του χορηγού κατά την διάρκεια των αθλητικών αγώνων, ενώ άλλη εταιρεία μπορεί να χρησιμοποιεί το όνομα του αθλητή σε διαφημίσεις των προϊόντων της, τα οποία είναι για παράδειγμα τρόφιμα), με αποτέλεσμα να έχουν ένα κύριο χορηγό (primary sponsor), ο οποίος και θα πληρώνει το μεγαλύτερο ποσό και θα έχει τα περισσότερα δικαιώματα και δευτερεύοντες χορηγούς, οι οποίοι θα πληρώνουν μικρότερα ποσά και να έχουν λιγότερα δικαιώματα.
Μέρος στην σύμβαση μπορεί να είναι και η αντιπροσωπεία του χορηγούμενου (agent), η οποία μπορεί να διαπραγματευτεί τους όρους της χορηγίας εκ μέρους του χορηγούμενου αθλητή (έτσι που στην σύμβαση να υπάρχουν 3 μέρη, ο χορηγούμενος, ο χορηγός και ο αντιπρόσωπος του χορηγούμενου).
Παραδείγματα δικαιωμάτων που είθισται να δίδονται στους χορηγούς.
Διαφήμιση της σχέσης χορηγού και χορηγούμενου: Ο χορηγός δύναται να ζητά κατα τις διαπραγματευσεις να λάβει άδεια να διαφημίζει την σχέση του με τον χορηγούμενο και να αναφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο, π.χ η Vauxhall έλαβε το δικαίωμα να αναφέρεται ώς ο κύριος συνεργάτης της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της αγγλίας.
Aναφορά εμπορικής επωνυμίας στην ενδυμασία των αθλητών της ομάδας: Οι χορηγούμενοι που είναι σωματεία ή ομάδες συνήθως δίδουν το δικαίωμα στον χορηγό να συμπεριλάβει στις μπλούζες τους την εμπορική του επωνυμία, δίδοντας έτσι την δυνατότητα στον χορηγό να γίνει γνωστος στους θεατές του αγώνα.
Χρήση του ονόματος του αθλητή σε διαφημίσεις: Ενας χορηγός δύναται να λάβει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το όνομα του χορηγούμενου (π.χ ενός αθλητή ή μιας ομάδας αθλητών) στις διαφημισεις του. Εάν ο χορηγούμενος/δικαιούχος έχει εγγράψει την επωνυμία του ως εμπορικό σήμα σε κάποια δικαιοδοσία, ο χορηγός θα θέλει άδεια να το χρησιμοποιεί.
Εμφάνιση χορηγούμενου αθλητή σε εκδηλώσεις του χορηγού: Oι χορηγοί δύνανται να ζητήσουν απο τον χορηγούμενο αθλητή να εμφανίζεται σε εκδηλώσεις του χορηγού.
Προώθηση του χορηγού απο τον χορηγούμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Oι χορηγοί δύνανται να θέλουν να επωφεληθούν απο τον μεγάλο αριθμό ακόλουθων των χορηγούμενων στις πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ Facebook, Twitter, Instagram, κτλ), για την προώθηση των προϊόντων ή/και τις επωνυμίας τους και έτσι ο χορηγούμενος να κληθεί να προβεί σε διαφημίσεις εκ μέρους του χορηγού.
Δικαιώμα τοποθέτησης διαφημιστικών πινακίδων στους χώρους του αθλητικού γεγονότος: Είθισται οι χορηγοί αθλητικών γεγονότων να ζητούν κατά τις διαπραγματεύσεις με τους χορηγούμενους διοργανωτές του αθλητικού γεγονότος (event organizers), το δικαίωμα να προβαίνουν σε διαφημίσεις κατά την διάρκεια του γεγονότος που χορηγούν (για παράδειγμα εκθέτοντας την επωνυμία τους σε διαφημιστικές πινακίδες εντός του χώρου). Τέτοια δικαιώματα μπορούν να δώσουν/μεταβιβάσουν μόνο οι χορηγούμενοι που έχουν ιδιοκτησία ή έλεγχο του χώρου αυτού. Φυσικά, σε τέτοιες περιπτώσεις οι χορηγοί οφείλουν να γνωρίζουν τους κανονισμούς της αρμόδιας αρχής σε σχέση με τα είδη διαφημίσεων που επιτρέπονται. Το δικαίωμα τοποθέτησης διαφημιστικών πινακίδων στις πλευρές του γηπέδου που καταγράφουν οι κάμερες είναι φυσικά πολύ πιο ακριβό απο το δικαίωμα τοποθέτησης διαφημιστικών πινακίδων σε σημεία που δέν καταγράφουν οι κάμερες.
Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, η χορηγία διέπεται απο τους όρους της σύμβασης. Έτσι κατα τις προσυμβατικές διαπραγματεύσεις τα μέρη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν τους διάφορους παράγοντες, όπως τα ακόλουθα:
Διάρκεια χορηγίαςκαι τερματισμός: Τα μέρη θα πρέπει να συμφωνήσουν ως προς την διάρκεια της συμφωνίας και εάν θα υπάρχει η δυνατότητα ανανέωσης της με την λήξη της.
Τέλος (sponsorship fees): Τα μέρη θα συμφωνήσουν ως προς το τέλος/τίμημα της χορηγίας και κάθε πόσο αυτό θα πληρώνεται ( μηνιαίο, ετήσιο, εβδομαδιαίο ή με την επίτευξη ορισμένου στόχου-conditional). Ο χορηγούμενος συνήθως ζητά προκαταβολή του τιμήματος, προς αποφυγή του κίνδυνου να μήν πληρωθεί (εάν είναι μικρής διάρκειας η συμφωνία και όχι μακροχρόνια) και θα θέλει να λαμβάνει το τίμημα κατα την αρχή κάθε περιόδου (πχ in advance, κάθε 1η του μηνός εάν είναι μηνιαία η πληρωμή). Για μεγαλύτερες διάρκειας συμφωνίες, πιθανώς ο χορηγούμενος να ζητήσει τραπεζική εγγύηση, ώστε να είναι καλυμμένος σε περίπτωση παραβίασης της συμφωνίας απο τον χορηγό. Επίσης, ώς αναφέραμε πιο πάνω, το αντίτιμο μπορεί να είναι σε είδος (π.χ supply of goods).
Χορηγίες απο Ανταγωνιστές: Ο χορηγός λογικά θα ζητήσει απο τον χορηγούμενο κατα τις προσυμβατικές διαπραγματεύσεις να μήν λάβει επιπρόσθετες χορηγίες απο ανταγωνιστές του κατα την διάρκεια της συμφωνίας τους.
Εικόνα του χορηγούμενου: Επειδή ο χορηγός θέλει να επωφεληθεί απο την θετική εικόνα του χορηγούμενου, θα θέλει να υπάρχει καποια πρόνοια στην συμφωνία με την οποία ο χορηγούμενος θα βεβαιώνει ότι καθ’ ολη την διάρκεια της χορηγίας δέν θα ενεργήσει με τρόπο που θα αμαυρώσει την εικόνα του (morality clause) (συνήθως όταν οι χορηγούμενοι είναι αθλητές) εφόσον κάτι τέτοιο θα επηρεάσει δυσμενώς και την εικόνα του χορηγού. (βλέπετε για παράδειγμα OJ Simpson και Oscar Pistorius). Απο την άλλη οι χορηγούμενοι αθλητές δέν θα θέλουν η χορηγία να τερματιστεί επειδή προσωπικά τους λάθη έγιναν γνωστά.
Αποκλειστικότητα: Οι χορηγοί, ιδανικά δέν θα θέλουν να είναι σε δευτερεύουσα θέση σε σχέση με άλλες εταιρείες χορηγούς και θα προτιμούν ο χορηγούμενος να μήν έχει άλλους χορηγούς ή τουλάχιστον να είναι oι κύριοι χορηγοί. Απο την άλλη, ο χορηγούμενος δέν θα θέλει να έχει μονο έναν χορηγό αλλά να λαμβάνει χορηγίες απο αριθμό χορηγών, για να αυξάνει το εισόδημα του. Για τους λόγους αυτους πολλές φορές συμφωνούν, ώστε ο χορηγούμενος να δίδει στον χορηγό αποκλειστικά δικαιώματα σε σχέση με ορισμένα προϊόντα (“product category exclusivity”).
Τα μέρη θα πρέπει να συμφωνήσουν ώς προς την γεωγραφική εφαρμογή της αποκλειστικότητας του χορηγού. Aυτό είναι κάτι που θα επιθυμεί ο χορηγούμενος, ωστε να μήν περιορίζεται η δυνατότητα του να λάβει χορηγίες σε άλλες χώρες.
Ambush Marketing: Ο χορηγός θα θέλει να αποτρέψει πιθανή σύνδεση του χορηγούμενου με εταιρείες οι οποίες δέν είναι στην πραγματικότητα χορηγοί του (ambush marketing) και για τον λόγο αυτό θα επιθυμεί να υπάρχει κάποια πρόνοια στην σύμβαση με την οποία ο χορηγούμενος να εγγυάται και να βεβαιώνει ότι έχει λάβει μέτρα για να αποτρέψει τέτοιες ενέργειες απο άλλες εταιρείες (π.χ sponsor awareness campaigns).
Έξοδα: Ο χορηγούμενος θα θέλει ο χορηγός να τον αποζημιώσει σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα στα οποία εύλογα προέβηκε για τους σκοπούς συμμόρφωσης του με τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Όπως και σε όλα τα είδη συμβάσεων, σημαντική επίσης είναι η ρήτρα δικαιοδόσιας (jurisdiction)-επίλυσης διαφορών (π.χ διαιτησία ενώπιον συγκεκριμένου διαιτητικού σώματος στην Κύπρο), εφαρμοζόμενου δίκαιου (applicable law, π.χ Κυπριακό Δίκαιο), η ρήτρα αναφορικά με απρόβλεπτα περιστατικά (Force Majeure) και η ρήτρα αναφορικά με τις ειδοποιήσεις μεταξύ των μερών (notices).
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
Τονίζεται ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
Δυστυχώς, σε διάφορους τομείς εργασίας, όπως στον κατασκευαστικό τομέα (π.χ εργοτάξια και οικοδομές υπό ανέγερση) και στον τομέα της βιομηχανίας (αποθήκες ή σε εργοστάσια) συμβαίνουν εργατικά ατυχήματα και επαγγελματικές ασθένειες, κάτι που οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως στην μη ορθή συντήρηση μηχανημάτων, στην μη επαρκή εκπαίδευση των υπαλλήλων, στην έλλειψη επιτήρησης των υπαλλήλων κατά την διάρκεια της εργασίας, στην χρήση επικίνδυνων ουσιών κ.α.
Ο νομοθέτης έχει προνοήσει ώστε ο εργοδότης να είναι υποχρεωμένος να μεριμνά και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια, την υγεία και την ευημερία των υπαλλήλων του (καθώς και των συμβασιούχων αλλά και τρίτων προσώπων) στην εργασία (βλέπετε τον Περι Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο, ως έχει τροποποιηθεί, που στο εξής θα αναφέρεται ως o «Νόμος») καθώς και να έχει κάλυψη ασφάλισης ευθύνης εργοδότη (βλέπετε τον Περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμο 174/1989), ώστε τα πρόσωπα που έχουν υποστεί βλάβη ή/και ατύχημα να αποζημιώνονται οικονομικά, για τις ζημιές που έχουν υποστεί.
Επίσης, σημειώνεται ότι πέραν απο το καθήκον βάσει νόμου (statutory duty), ο εργοδότης δύναται σε τέτοιες περιπτώσεις να φέρει ευθύνη για αμέλεια (negligence- βλέπετε Smith v Charles Baker & Sons [1891] A.C. 325) σύμφωνα με τις αρχές του κοινοδικαίου (εάν τα ατυχήματα/επαγγελματικές ασθένειες μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια του εργοδότη να αποφευχθούν), ενώ δύναται σε περίπτωση που το ατύχημα προκαλείται απο έναν εργοδοτούμενο και βλάπτει ή/και οδηγεί στον τραυματισμό άλλου εργοδοτούμενου η/και τρίτου προσώπου, να φέρει εκ πρωστήσεως ευθύνη (vicarious liability- βλέπετε άρθρο Ευθύνη εργοδότη για πράξεις των εργοδοτουμένων του. – Cyprus Law Notes).
Σημειώνεται όμως ότι, σύμφωνα με τον Νόμο, ο εργοδότης δέν ευθύνεται σε σχέση με ατυχήματα και συμβάντα που οφείλονται σε απρόβλεπτες συνθήκες που εκφέυγουν του ελέγχου του ή σε έκτακτα γεγονότα οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί παρ’ όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια. Με την εξαίρεση αυτή ο νομοθέτης επιθυμεί να προστατεύσει τους εργοδότες απο περιπτώσεις όπου αυτοί έλαβαν όλα τα αναγκαία μέτρα, συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους και παρ’όλα αυτά λόγω απρόβλεπτων καταστάσεων επεσυνέβη το ατύχημα.
Επίσης, σημειώνεται ότι εάν ο εργοδοτούμενος που έχει υποστεί το ατύχημα δέν ενήργησε ώς ο μέσος λογικός εργοδοτούμενος, εκθέτοντας τον εαυτό του στον κίνδυνο, τότε το Δικαστήριο μπορεί να τον κρίνει υπεύθυνο για συντρέχουσα αμέλεια-contributory negligence (εάν η ζημιά θα μπορούσε να αποφευχθεί με εύλογη επιμέλεια του εργαζόμενου).
Ένας εργοδότης οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, μεταξύ άλλων:
1. Να παρέχει και να διατηρεί εγακαστάσεις, συστήματα και μεθόδους εργασίας οι οποίες είναι ασφαλής και χωρίς κινδύνους για την υγεία των υπαλλήλων του/εργοδοτουμένων του.
2. Να προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες διευθετήσεις προκειμένου να διασφαλίζει την ασφάλεια των εργοδοτουμένων και την απουσία κινδύνων σε σχέση με την χρήση, χειρισμό, αποθήκευση και μεταφορά αντικειμένων και ουσιών,
3. Να παρέχει τέτοιες πληροφορίες, οδηγίες, εκπαίδευευση και επιτήρηση για την διασφάλισή της ασφάλειας και της υγείας των εργοδοτουμένων του,
4. Να παρέχει και να διατηρεί οποιουσδήποτε χώρους εγασίας που είναι κάτω απο τον έλεγχο του, συμπεριλαμβαvoμέvωv και τωv μέσωv πρoσπέλασης και εξόδoυ, σε κατάσταση πoυ vα είvαι ασφαλείς και χωρίς κιvδύvoυς για τηv υγεία,
5. Να παρέχει και να διατηρεί ένα περιβάλλον εργασίας για τους εργοδοτουμένους του το οποίο είνα ασφαλές, χωρίς κιvδύvoυς για τηv υγεία.
6. Να λαμβάνει τις απαραίτητες ενέργειες για την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, την ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και τη δημιουργία της απαραίτητης οργάνωσης και της διασφάλισης των αναγκαίων μέσων.
7. Να προβαίνει σε επίβλεψη της ορθής εφαρμογής των μέτρων ασφαλείας, υγείας και ευημερίας των εργοδοτουμένων του ή και άλλων προσώπων που μπορεί να επηρεάζονται απο τις δραστηριότητες του ή απο τον τρόπο που διευθύνει την επιχείρηση του.
8. ‘Οταν αλλάζουν οι περιστάσεις να προσαρμόζει τα μέτρα που λαμβάνει για να διασφαλίζει την βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων.
Ο εργοδότης κατα την εφαρμογή των νομικών του υποχρεώσεων οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, να συμμορφώνεται και να ενεργεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές πρόληψης, ήτοι α. την εκτίμηση των κινδύνων που δέν μπορούν να αποφευχθούν, β. την αποφυγή κινδύνων, γ. την καταπολέμηση των κινδύνων στην πηγή τους, δ. την πρoσαρμoγή της εργασίας στov άvθρωπo, ειδικότερα όσov αφoρά τη διαμόρφωση τωv θέσεωv εργασίας καθώς και τηv επιλoγή τωv εξoπλισμώv εργασίας και τωv μεθόδωv εργασίας και παραγωγής προκειμένου να μετριασθεί η μονότονη και ρυθμικά επαναλαμβανόμενη εργασία και να μειωθούν οι επιπτώσεις της στην υγεία.
Επίσης προς συμμόρφωση με τα καθήκοντα του, ο εργοδότης οφείλει να παρακολουθεί την εξέλιξη της τεχνολογίας, να αντικαθιστά τα επικύνδινα με τα μή επικύνδινα ή τα λιγότερο επικύνδινα, να παρέχει κατάλληλες οδηγίες στα πρόσωπα στην εργασία, να μεριμνεί για την καταλληλότητα του εξοπλισμού εργασίας, των μηχανημάτων, των εργαλείων και όταν πρόκειται να αναθέσει εργασία σ’ έναν εργοδοτούμενο του, να βεβαιώνεται ότι, το πρόσωπο αυτό έχει επαρκείς γνώσεις και πείρα σε σχέση με την εργασία που πρόκειται να εκτελέσει ώστε να δύναται να εκτελέσει την εργασία αυτή χωρίς κίνδυνο για τον ίδιο ή για τα άλλα πρόσωπα κ.α
Σημειώνεται ότι σε σχέση με υπαλλήλους του κράτους όπως για παράδειγμα στρατιώτες κατα την διάρκεια της θητείας τους στην Εθνική Φρουρά ή Αστυνομικοί, σε περίπτωση που λόγω ατυχήματος στην εργασία προκληθεί κάποιος τραυματισμός, η Κυπριακή Δημοκρατία δύναται να φέρει ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 172 του Συντάγματος.
Σημειώνται ότι οι εργοδότες έχουν επίσης, πέραν των πιο πάνω υποχρέωση να έχουν κάλυψη ασφάλιση ευθύνης εργοδότη, σύμφωνα με τη Νομοθεσία, Ν.174/1989.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του πιο νόμου Ν.174/1989:
“4.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, κάθε εργοδότης υποχρεούται να είναι ασφαλισμένος με οποιοδήποτε ασφαλιστή έναντι της ευθύνης του για ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια σε κάθε εργοδοτούμενο του.(2) Η υποχρέωση του εργοδότη, που προβλέπεται στο εδάφιο (1) επεκτείνεται και στις περιπτώσεις απασχόλησης μόνιμων κατοίκων Κύπρου, εργοδοτουμένων στο εξωτερικό στους οποίους θα προκληθεί ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια”.
Σε περίπτωση που έχει συμβεί κάποιο τέτοιο ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, ο εργοδοτούμενος (καθώς και ο συμβασιούχος) δύνανται να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει αποζημιώσεις απο τον εργοδότη.
Οι αποζημιώσεις αυτές δύνανται να είναι ειδικές, σε σχέση με ζημιές που μπορούν να εύκολα να αποτιμηθούν χρηματικά (π.χ κόστος φυσιοθεραπείας, έξοδα ιατρικής επέμβασης, έξοδα επισκέψεων σε ιατρούς, απώλεια εισοδημάτων λόγω προσωρινής ανικανότητας προς εργασία) καθώς και γενικές αποζημιώσεις σε σχέση τον πόνο και την ψυχική ταλαιπωρία που έχει υποστεί ο παραπονούμενος.
Εάν ο εργοδοτούμενος κριθεί υπεύθυνος για συντρέχουσα αμέλεια, το ποσό των αποζημιώσεων που δύναται να λάβει απο τον εργοδότη, μειώνεται ανάλογα.
Εάν το εργατικό ατύχημα έχει γνωστοποιηθεί στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, το τελευταίο θα προβεί σε διερεύνηση του ατυχήματος. Οι εκθέσεις ατυχημάτων που ετοιμάζονται από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας μπορούν να δοθούν σε οποιονδήποτε πρόσωπο έχει επηρεαστεί από το ατύχημα ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, εφόσον αυτό ζητηθεί γραπτώς.
Σημειώνεται ότι το Τμήμα Επιθεωρησης Εργασίας δύναται να προχωρήσει το ίδιο σε ποινική δίωξη του εργοδότη, εάν κάτι τέτοιο κρίνεται εύλογο απο τα ευρήματα του, για την παράλειψη ή καθυστέρηση γνωστοποίησης του ατυχήματος ή/και την αλλοίωση της σκηνής του ατυχήματος ή/και για παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας που διαπιστώθηκαν στα πλαίσια της διερεύνησης του ατυχήματος.
Για ορισμένα αγαθά, είθισται ο πωλητής λιανικής να μας παρέχει συμβατική-εμπορική εγγύηση, σε περίπτωση που τα προϊόντα αυτά είναι ελαττωματικά ή δεν ανταποκρίνονται στην διαφημιζόμενη εμφάνιση ή λειτουργία. Είναι σημαντικό όμως να γνωρίζουμε ότι η συμβατική αυτή εγγύηση λειτουργεί ως επιπρόσθετη εγγύηση και δεν μας αφαιρεί το δικαίωμα σε νόμιμη εγγύηση, η οποία είναι υποχρεωτική δυνάμει νόμου (βλέπετε άρθρα 5 και 6 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/44/ΕΚ, η οποία στο εφεξής θα αναφέρεται ως η «Οδηγία») και η οποία είναι διετής.
Η νόμιμη εγγύηση παρέχεται δυνάμει της Οδηγίας σε σχέση με ελαττώματα σε αγαθά (που είναι καινούργια και όχι μεταχειρισμένα) που υπήρχαν απο τη στιγμή της παράδοσης αυτών στον καταναλωτή, ασχέτως εάν αυτά τα ελαττώματα είχαν εκδηλωθεί κατα την στιγμή της παράδοσης ή όχι (δλδ αυτό που απαιτείται είναι το ελάττωμα να υπήρχε την στιγμή της παράδοσης και όχι κατ’ανάγκην να εκδηλώθηκε τότε).
Σημειώνεται ότι η νόμιμη εγγύηση βαραίνει τον πωλητή και όχι τον κατασκευαστή του αγαθού (βλέπετε άρθρο 5.1 της Οδηγίας).
Σύμφωνα με το άρθρο 5.3 της Οδηγίας, έλλειψη συµµόρφωσης, η οποία εκδηλώνεται εντός έξι µηνών από την παράδοση του αγαθού, τεκµαίρεται ότι υφίσταται κατά την παράδοση, εκτός εάν το τεκµήριο αυτό είναι ασυµβίβαστο µε τη φύση του αγαθού ή τη φύση της έλλειψης συµµόρφωσης.
Αν για παράδειγμα πωλητής λιανικής μου πουλάει ένα καινούργιο i-phone 12 και μου δίδει 1 χρόνο συμβατική/εμπορική εγγύηση, αυτή δέν καταργεί το δικαίωμα μου σε 2 χρόνια νόμιμης εγγύησης σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία. Έτσι, εάν το κινητό αυτό παρουσιάσει προβλήματα μετά τους 12 μήνες (και πρίν τα 2 έτη) τα οποία δέν προκάλεσα εγώ (π.χ επειδή το τηλέφωνο έπεσε απο ύψος) αλλά υφίσταντο εξ’αρχής και απλώς εκδηλώθηκαν στην συνέχεια, τότε δικαιούμαι να απαιτήσω το δικαίωμα μου σε επιδιόρθωση ή αντικατάσταση ή επιστροφή του καταβληθέντος τιµήµατος του αγαθού/προϊόντος απο τον πωλητή.
Σημειώνεται ότι τα πιο πάνω ισχύουν σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, εάν σε σχέση με το παράδειγμα που έδωσα πιο πάνω, το αγαθό αγοράστηκε απο άλλη Ευρωπαική χώρα απο εμένα, πολίτη της Κ.Δ, τότε μπορώ να απαιτήσω το δικαίωμα μου σε νόμιμη εγγύηση.
Για να εξασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές δεν παραπλανούνται, οι εµπορικές εγγυήσεις πρέπει να περιλαµβάνουν ορισµένες πληροφορίες, συµπεριλαµβανοµένου ότι η εµπορική εγγύηση δεν θίγει τα νόµιµα δικαιώµατα του καταναλωτή (βλέπετε άρθρο 6 της Οδηγίας).
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή και η καθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) προστατεύουν τον τρόπο έκφρασης ιδεών και αφορούν πρωτότυπα (original) προϊόντα δημιουργικής εργασίας (creative work) [1]όπως βιβλία, παραμύθια, στίχους, μουσική, ταινίες, θεατρικά έργα, ποιητικές συλλογές, πίνακες, φωτογραφίες, γλυπτά, αρχιτεκτονικά έργα και κτίρια, κοσμήματα, κατασκευές, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, ερμηνείες τραγουδιών (στο εφεξής όλες οι μορφές θα αναφέρονται συλλογικά ως τα «Έργα») κ.α.
Οι δικαιούχοι πνευματικής ιδιοκτησίας (δημιουργοί έργων[2], εκδοχείς ή δικαιούχοι αποκλειστικής άδειας των δικαιωμάτων) έχουν δικαίωμα να εμποδίσουν άλλα πρόσωπα απο το να χρησιμοποιήσουν και να επωφεληθούν απο το Έργο τους. Οι δικαιούχοι έχουν βάση του Νόμου (μεταξύ άλλων) το αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας της αναπαραγωγής, της διαφήμισης, της πώλησης, της εκμίσθωσης, της διανομής, του δανεισμού και της εκθέσεως στο κοινό του πρωτότυπου και του αντιγράφου του Έργου τους.
Σημειώνεται ότι στην Κύπρο όπως και στην Αγγλία δέν υπάρχει κάποια διαδικασία εγγραφής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και δεν τηρείται κάποιο σχετικό μητρώο (σε αντίθεση με τα εμπορικά σήματα). Για αυτό τον λόγο άτομο που ισχυρίζεται ότι έχει καταπατηθεί το πνευματικό του δικαίωμα, θα πρέπει να αποδείξει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα:
Α. Την ύπαρξη πνευματικού δικαιώματος-copyright: κατα γενικό κανόνα το δικαίωμα αυτό γεννάται με την δημιουργία του Έργου, νοουμένου ότι: α) είναι πρωτότυπο, β) έχει λάβει κάποια υλική μορφή, και γ) εμπίπτει στις κατηγορίες Έργων που προστατεύονται απο τον Νόμο και φυσικά νοουμένου ότι δέν έχει λήξει.
Β. Ότι είναι ο δημιουργός, εκδοχέας ή δικαιούχος αποκλειστικής άδειας του πνευματικού δικαιώματος (στο εφεξής θα αναφέρονται συλλογικά ως οι “Δικαιούχοι“),
Γ. Ότι υπάρχει προσβολή του δικαιώματος αυτού: Προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας διαπράττεται όταν πρόσωπο προβαίνει, προκαλεί ( ή επιτρέπει σε άλλο πρόσωπο να προβεί), χωρίς την άδεια του δικαιούχου, την τέλεση πράξης η οποία καλύπτεται από δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Δ. Ότι η προσβολή αυτή δέν δικαιολογείται με βάση τις εξαιρέσεις του Νόμου.
Ύπαρξη Πνευματικού Δικαιώματος.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, πνευματικό δικαίωμα δημιουργείται αυτόματα με την τελική υλοποίηση του Έργου, νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις (και δέν χρειάζεται να γίνει κάποια γνωστοποίηση σε αρμόδια αρχή):
Το έργο να λάβει κάποιου είδους υλική μορφη (the work must be fixed)/ To δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας αποκτάται αυτόματα κατα τον χρόνο δημιουργίας του Έργου όπου όταν αυτό λαμβάνει κάποιου είδους υλική μορφή, π.χ επειδή έχει διατυπωθεί γραπτά, ηχογραφηθεί, αποτυπωθεί, ή εγγραφεί με οποιοδήποτε τρόπο με ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα δεδομένου ότι είναι πρωτότυπο. (βλέπετε άρθρο 3.2 του περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμου 59/1976). Για παράδειγμα, μία χορογραφία η οποία είναι πρωτότυπη, απο την στιγμή που βιντεοσκοπείται και άρα λαμβάνει μια υλική μορφή μόνιμου χαρακτήρα, αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του δημιουργού της.
Το Έργο να είναι πρωτότυπο (original)/ Τα έργα που προστατεύονται απο πνευματική ιδιοκτησία πρέπει να είναι προτότυπα και όχι αντιγραφή άλλου ‘Εργου. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια προσπάθεια πίσω απο την δημιουργία του Έργου. Σύμφωνα με τον περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμο 59/1976:
“Νοείται ότι έργο είναι πρωτότυπο, αν είναι προσωπικό πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του και όχι αντιγραφή ήδη υπάρχοντος έργου ή προσχεδίου ή προπλάσματος έργου. Η αναγνώριση προστασίας δεν εξαρτάται από την εφαρμογή κανενός πρόσθετου κριτηρίου”.
Σύμφωνα με το άρθρο 3.2 του Νόμου:
“(2) Δεν προστατεύεται κατά τον παρόντα Νόμο αντικείμενο, το οποίο— (α) Δεν έχει διατυπωθεί γραπτά, ηχογραφηθεί, καταγραφεί, εγγραφεί με οποιοδήποτε τρόπο με ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα, ή διαφορετικά εμφανισθεί με κάποια υλική μορφή, και (β) δεν είναι πρωτότυπο:Νοείται ότι έργο είναι πρωτότυπο, αν είναι προσωπικό πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του και όχι αντιγραφή ήδη υπάρχοντος έργου ή προσχεδίου ή προπλάσματος έργου. Η αναγνώριση προστασίας δεν εξαρτάται από την εφαρμογή κανενός πρόσθετου κριτηρίου”. [3]
Σημειώνεται ότι αντίτυπα πρωτότυπων έργων τέχνης που εκτελούνται απο τον δημιουργό ή υπο την ευθύνη του και εγκρίνονται απο τον καλλιτέχνη θεωρούνται πρωτότυπα.
Σύμφωνα με το άρθο 3.5 του Νόμου:
“Τα αντίτυπα πρωτότυπων έργων τέχνης θεωρούνται ως πρωτότυπα έργα τέχνης και προστατεύονται ως τέτοια, εφόσον έχουν εκτελεστεί σε περιορισμένο αριθμό από τον ίδιο το δημιουργό ή υπό την ευθύνη του. Τα αντίτυπα αυτά πρέπει να είναι αριθμημένα, να έχουν υπογραφεί ή να έχουν κατ’ άλλο τρόπο εγκριθεί από τον καλλιτέχνη”.
3. Είδη Έργων που προστατεύονται νοουμένου ότι είναι πρωτότυπα και έχουν κάποιου είδους υλική μορφή.
Τα είδη έργων που προστατεύονται είναι τα εξής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμου 59/1976:
B. Ο Ενάγοντας θα πρέπει να είναι δικαιούχος του πνευματικού δικαιώματος είτε επειδή είναι ο δημιουργός του ή εκδοχέας ή δικαιούχος αυτού,
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου
“δικαιούχος σημαίνει τον αρχικό δικαιούχο, τον εκδοχέα ή τον δικαιούχο αποκλειστικής άδειας, αναλόγως της περιπτώσεως, του σχετικού μέρους του δικαιώματος”
Ο δημιουργός είναι το άτομο που προβαίνει στην δημιουργία του Έργου.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου:
“δημιoυργός, προκειμένου για ηχογράφηση ή ταινία, σημαίνει το πρόσωπο το οποίο ανέλαβε την παραγωγή της ηχογράφησης ή της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης της ταινίας σε φορέα ή, πρoκειμέvoυ για εκπoμπή, η oπoία μεταδίδεται από κάπoια χώρα, σημαίvει τo πρόσωπo τo oπoίo αvέλαβε τις διευθετήσεις για τηv πραγματoπoίηση της μετάδoσης από τη χώρα αυτή ή πρoκειμέvoυ για φωτoγραφία σημαίvει τo πρόσωπo τo oπoίo κατά τo χρόvo της λήψης της φωτoγραφίας ήταv o ιδιoκτήτης τoυ υλικoύ πάvω στo oπoίo αυτή λήφθηκε και περιλαμβάvει σε κάθε άλλη περίπτωση, τo συγγραφέα, μoυσικoσυvθέτη, ζωγράφo, σχεδιαστή γλύπτη, τoρvευτή, χαράκτη, πρoγραμματιστή ηλεκτρovικoύ υπoλoγιστή, και κατασκευαστή βάσεως δεδομένων”
Σε σχέση με ταινίες οι δημιουργοί είναι οι παραγωγοί και οι κύριοι σκηνοθέτες (joint authorship).
4. Το δικαίωμα δέν θα πρέπει να έχει λήξει.
Ο χρόνος λήξης πνευματικών δικαιωμάτων ανάλογα με το είδος του έργου καθορίζεται απο το άρθρο 5 του Νόμου καθώς και τον Πίνακα του Νόμου, τον οποίο παραθέτω πιο κάτω
ΠΙΝΑΚΑΣ (άρθρο 5(1))
Προστατεύσιμο αντικείμενο
Εκπνοή του δικαιώματος – γενεσιουργό γεγονός
(i) Επιστημονικά έργα, φιλολογικά έργα, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μουσικά έργα, καλλιτεχνικά έργα, περιλαμβανομένων των φωτογραφιών, πρωτότυπες βάσεις δεδομένων
70 έτη αρχόμενα από του θανάτου του δημιουργού: Νοείται ότι, η διάρκεια προστασίας μιας μουσικής σύνθεσης με στίχους ή κείμενο λήγει 70 έτη μετά το θάνατο του τελευταίου των ακόλουθων επιζώντων, ασχέτως του εάν τα πρόσωπα αυτά χαρακτηρίζονται ή όχι ως συνδημιουργοί του στιχουργού και του συνθέτη της μουσικής σύνθεσης, ανάλογα με το ποιός θάνατος θα επέλθει τελευταίος, υπό την προϋπόθεση ότι αμφότερες οι συνεισφορές έχουν δημιουργηθεί ειδικά για την αντίστοιχη μουσική σύνθεση με στίχους. Η παρούσα επιφύλαξη εφαρμόζεται- (α) στις μουσικές συνθέσεις με στίχους, των οποίων, τουλάχιστον, η μουσική ή οι στίχοι προστατεύονταν σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος την 1η Νοεμβρίου 2013, και (β) στις μουσικές συνθέσεις με στίχους που δημιουργήθηκαν μετά την 1η Νοεμβρίου 2013: Νοείται ότι, η πρώτη επιφύλαξη ισχύει υπό την επιφύλαξη των οποιωνδήποτε πράξεων εκμετάλλευσης που έγιναν πριν από την 1η Νοεμβρίου 2013.
(ii) Ταινίες
70 έτη, αρχόμενα από του θανάτου του τελευταίου επιζώντος μεταξύ των ακόλουθων προσώπων, ανεξαρτήτως του αν έχουν ορισθεί συμβατικά, ή λογίζονται βάσει διατάξεως νόμου, ως συνδημιουργοί: (α) παραγωγού, (β) κυρίου σκηνοθέτη, (γ) σεναριογράφου, (δ) συγγραφέα των διαλόγων, και (ε) συνθέτη της μουσικής που εγράφη ειδικά για να χρησιμοποιηθεί στην ταινία.
(iii) Ηχογραφήσεις
(α) Τα δικαιώματα των παραγωγών ηχογραφήσεων λήγουν 50 έτη μετά την πραγματοποίηση της υλικής ενσωμάτωσης. Ωστόσο, εάν η ηχογράφηση έχει δημοσιευθεί νομίμως στη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα δικαιώματα λήγουν 70 έτη από την ημερομηνία της πρώτης νόμιμης δημοσίευσης. Εάν δεν έχει πραγματοποιηθεί νόμιμη δημοσίευση κατά την περίοδο που μνημονεύεται στην πρώτη πρόταση και εάν η ηχογράφηση έχει παρουσιαστεί νομίμως στο κοινό κατά την περίοδο αυτή, τα δικαιώματα λήγουν 70 έτη από την ημερομηνία της πρώτης νόμιμης παρουσίασης στο κοινό.
(iv) Εκπομπές
50 έτη από την ημερομηνία, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η εκπομπή, είτε αυτή μεταδίδεται ενσυρμάτως είτε ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μεταδόσεως.
(ν) Δημοσίευση προτέρως αδημοσίευτων έργων
25 έτη από την στιγμή που για πρώτη φορά το έργο δημοσιεύθηκε νομίμως ή παρουσιάσθηκε νομίμως στο κοινό.
(vi) Μη πρωτότυπες βάσεις δεδομένων
15 έτη από την περάτωση της κατασκευής της βάσεως δεδομένων, με την επιφύλαξη ότι (α) αν η βάση ετέθη στη διάθεση του κοινού καθ’ οιονδήποτε τρόπο πριν από την λήξη της δεκαπενταετίας, η διάρκεια της προστασίας μετράται από την ημερομηνία, κατά την οποία η βάση ετέθη για πρώτη φορά στη διάθεση του κοινού, και (β) οποιαδήποτε ουσιώδης τροποποίηση, αξιολογούμενη ποιοτικώς ή ποσοτικώς, του περιεχομένου μιας βάσεως δεδομένων, ιδίως οποιαδήποτε ουσιώδης τροποποίηση εξ αιτίας της διαδοχικής σωρεύσεως προσθηκών, διαγραφών ή μετατροπών, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι πρόκειται για νέα ουσιώδη επένδυση, αξιολογούμενη ποιοτικώς ή ποσοτικώς, παρέχει στην βάση, η οποία προκύπτει από την επένδυση αυτή, δικαίωμα ιδίας διάρκειας προστασίας.
(vii) Ερμηνείες, Εκτελέσεις
Τα δικαιώματα των ερμηνευτών ή των εκτελεστών καλλιτεχνών αποσβέννυνται 50 έτη μετά την ημερομηνία της ερμηνείας ή εκτέλεσης. Ωστόσο, αν εντός της περιόδου αυτής γίνει νόμιμη δημοσίευση ή νόμιμη παρουσίαση στο κοινό της υλικής ενσωμάτωσης της εν λόγω ερμηνείας ή εκτέλεσης, τα δικαιώματα αποσβέννυνται 50 έτη από την ημερομηνία της πρώτης αυτής δημοσίευσης ή της πρώτης αυτής παρουσίασης στο κοινό, ανάλογα με το ποια έγινε πρώτη.
Ωστόσο, -αν η ενσωμάτωση της ερμηνείας ή εκτέλεσης επί άλλου μέσου εκτός της ηχογράφησης, δημοσιευθεί ή παρουσιασθεί νομίμως στο κοινό εντός της περιόδου αυτής, τα δικαιώματα αποσβέννυνται 50 έτη από την ημερομηνία της πρώτης αυτής δημοσίευσης ή της πρώτης αυτής παρουσίασης στο κοινό, ανάλογα με το ποιά έγινε πρώτη, – αν η ενσωμάτωση της ερμηνείας ή της εκτέλεσης επί ηχογράφησης δημοσιευθεί ή παρουσιασθεί νομίμως στο κοινό εντός της περιόδου αυτής, τα δικαιώματα αποσβέννυνται 70 έτη από την ημερομηνία της πρώτης αυτής δημοσίευσης ή της πρώτης αυτής παρουσίασης στο κοινό, ανάλογα με το ποιά έγινε πρώτη.
Αφού αποδειχθεί ότι υφίσταται δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και ό παραπονούμενος είναι δικαιούχος αυτού (ως αδειούχος, εκδοχέας ή δημιουργός), θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει γίνει παράβαση αυτού και ότι αυτή δέν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Νόμου.
Το άρθρο 7 του Νόμου προνοεί μεταξύ άλλων:
“(2) Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα ελέγχου— (α) Της τελέσεως οιασδήποτε των πράξεων, οι οποίες προανεφέρθηκαν, με πνεύμα καλής πίστεως για το σκοπό έρευνας, ατομικής χρήσεως, κριτικής ανασκοπήσεως ή αναφοράς σε επίκαιρα γεγονότα, υπό τον όρο ότι, εάν η χρήση αυτή γίνεται δημόσια, αυτή συνοδεύεται από αναγνώριση του τίτλου και της πατρότητας του έργου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία το έργο παρεμπιπτόντως συμπεριελήφθη σε εκπομπή· (β) της συμπεριλήψεως σε ταινία ή εκπομπή οιουδήποτε καλλιτεχνικού έργου εγκατεστημένου σε μέρος όπου αυτό δύναται να βλέπεται από το κοινό· (γ) της αναπαραγωγής και διανομής αντιτύπων οιουδήποτε καλλιτεχνικού έργου μονίμως εγκατεστημένου σε μέρος όπου αυτό δύναται να βλέπεται από το κοινό· (δ) της παρεμπίπτουσας συμπεριλήψεως καλλιτεχνικού έργου σε ταινία ή εκπομπή· (ε) της συμπεριλήψεως ενός έργου σε εκπομπή, μετάδοση προς το κοινό, ηχογράφηση, ταινία ή σε συλλογή έργων, εφόσον η συμπερίληψη αυτή γίνεται υπό τύπο επεξηγήσεως για διδακτικούς σκοπούς και δεν αντιβαίνει προς τη χρηστή πρακτική και νοουμένου ότι γίνεται μνεία της πηγής προελεύσεως και του ονόματος του δημιουργού, το οποίο εμφαίνεται επί του έργου που χρησιμοποιείται με τον τρόπο αυτό· (στ)της παραθέσεως αποσπασμάτων από έργα, τα οποία δημοσιεύθηκαν, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει προς τη χρηστή πρακτική και εφόσον η έκταση αυτών δεν υπερβαίνει την έκταση που δικαιολογείται από το σκοπό αυτό, περιλαμβανομένης της παραθέσεως αποσπασμάτων από άρθρα εφημερίδων και περιοδικών υπό μορφή συνοψίσεως του τύπου, νοουμένου ότι γίνεται μνεία της πηγής προελεύσεως και του ονόματος του δημιουργού, το οποίο εμφαίνεται επί του έργου που χρησιμοποιείται με τον τρόπο αυτό· (ζ) της αναπαραγωγής δια του τύπου, παρουσίασης στο κοινό όπως αυτή καθορίζεται στο εδάφιο (1) πιο πάνω ή διάθεσης δημοσιευμένων άρθρων για οικονομικά, πολιτικά ή θρησκευτικά θέματα επικαιρότητας ή ραδιοτηλεοπτικώς μεταδιδομένων έργων ή άλλων αντικειμένων του ιδίου τύπου, όταν η χρήση αυτή δεν απαγορεύεται ρητά και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, ή χρήση έργων ή άλλων αντικειμένων κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας, στο βαθμό που δικαιολογείται από τον ενημερωτικό σκοπό και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο· (η) της ηχογραφήσεως φιλολογικού ή μουσικού έργου, καθώς επίσης και της αναπαραγωγής της ηχογραφήσεως αυτής από το δημιουργό ή μετά από άδεια που παραχωρήθηκε από αυτόν, νοουμένου ότι τα αντίτυπα αυτής προορίζονται για λιανική πώληση στη Δημοκρατία και νοουμένου ότι το έργο αυτό έχει ήδη προηγουμένως ηχογραφηθεί, είτε στη Δημοκρατία είτε στην αλλοδαπή, μετά από άδεια που παραχωρήθηκε από το δικαιούχο του σχετικού μέρους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, υπό όρους και κατόπιν καταβολής εύλογης αποζημιώσεως που ήθελαν καθορισθεί από τον Υπουργό- (θ) της από ένα πρόσωπο αναγνώσεως ή απαγγελίας στο κοινό ή σε εκπομπή οιουδήποτε εύλογου αποσπάσματος φιλολογικού έργου που δημοσιεύθηκε, εφόσον συνοδεύεται από επαρκή αναγνώριση· (ι) οιασδήποτε αναπαραγωγής ενός έργου, η οποία γίνεται από προσιτές στο κοινό βιβλιοθήκες, επιστημονικά ιδρύματα, εκπαιδευτικά ιδρύματα, μουσεία ή αρχεία και η οποία πράξη αναπαραγωγής δεν αποσκοπεί, άμεσα ή έμμεσα, σε κανένα εμπορικό ή οικονομικό όφελος· (ια) της αναπαραγωγής για εφήμερες εγγραφές έργων που πραγματοποιούνται δι΄ ιδίων μέσων από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ή υπό την διεύθυνση ή τον έλεγχο αυτού, εφ’ όσον ή αναπαραγωγή αυτή ή τα οιαδήποτε αντίτυπα αυτής προορίζονται αποκλειστικά για νόμιμη εκπομπή, καταστρέφονται δε πριν από το τέλος περιόδου έξι ημερολογιακών μηνών, οι οποίοι αρχίζουν αμέσως μετά την πραγματοποίηση της αναπαραγωγής, ή πριν από το τέλος μεγαλύτερων περιόδων, οι οποίες ήθελον συμφωνηθεί μεταξύ του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού και του δικαιούχου του σχετικού μέρους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου: Νοείται ότι κάθε αναπαραγωγή έργου δυνάμει της παρούσας παραγράφου, εφ’ όσον το έργο αυτό συνιστά απεικόνιση ή αποτύπωση αντικειμενικών γεγονότων (ντοκυμαντέρ) εξαιρετικού ιστορικού ενδιαφέροντος, δύναται να διατηρείται στα αρχεία της ραδιοφωνικής αρχής, τα οποία δια του παρόντος χαρακτηρίζονται ως επίσημα αρχεία για τον ως άνω σκοπό. Όμως, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η αναπαραγωγή αυτή δεν δύναται να χρησιμοποιείται για εκπομπές, ή για οιονδήποτε άλλο σκοπό, χωρίς την συγκατάθεση του δικαιούχου του σχετικού μέρους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του έργου·(ιβ) της εκπομπής δημοσιευθέντος έργου, για το οποίο δεν ενδιαφέρεται κανένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ή ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης, υπό τον όρο ότι, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο δικαιούχος του δικαιώματος εκπομπής επί του έργου λαμβάνει εύλογη αποζημίωση, η οποία καθορίζεται, όταν δεν υπάρχει συμφωνία, από την Αρχή Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων· (ιγ) οιασδήποτε χρήσεως έργου, η οποία γίνεται για σκοπούς δικαστικής, κοινοβουλευτικής ή διοικητικής διαδικασίας ή αναφοράς σε οιανδήποτε τέτοια διαδικασία· (ιδ) της αναπαραγωγής δια του τύπου, παρουσίασης στο κοινό ή διάθεσης δημοσιευμένων άρθρων για οικονομικά, πολιτικά ή θρησκευτικά θέματα επικαιρότητας ή ραδιοτηλεοπτικώς μεταδιδομένων έργων ή άλλων αντικειμένων του ιδίου τύπου, όταν η χρήση αυτή δεν απαγορεύεται ρητά και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, ή χρήση έργων ή άλλων αντικειμένων κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας, στο βαθμό που δικαιολογείται από τον ενημερωτικό σκοπό και εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο·(ιε) της αναπαραγωγής σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό· (ιστ) της αναπαραγωγής σε χαρτί ή ανάλογο υλικό φορέα, με τη χρήση οποιουδήποτε είδους φωτογραφικής τεχνικής ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που επιφέρει παρόμοια αποτελέσματα, εκτός από τις παρτιτούρες, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση·(ιζ) της αναπαραγωγής εκπομπών εκ μέρους μη κερδοσκοπικών κοινωνικών ιδρυμάτων, όπως τα νοσοκομεία ή οι φυλακές, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση· (ιη) οιασδήποτε χρήσεως χάριν μόνο παραδείγματος κατά τη διδασκαλία ή την επιστημονική έρευνα, εφόσον αναφέρεται η πηγή, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του δημιουργού, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι αυτό είναι αδύνατο και εφόσον δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο μη εμπορικό σκοπό· (ιθ) οιασδήποτε χρήσεως έργου, η οποία γίνεται προς όφελος των ατόμων με αναπηρία, η οποία συνδέεται άμεσα με την αναπηρία και δεν έχει εμπορικό χαρακτήρα, στο βαθμό που απαιτείται λόγω της συγκεκριμένης αναπηρίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7ΙΕ έως 7ΙΚ.(3) Η χρήση έργου δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α), (ε), (στ), (ζ), (θ), (ι), (ιγ) και (ιδ) του εδαφίου (2) περιλαμβάνει και τη χρήση αυτού σε οποιαδήποτε από τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται γενικώς στη Δημοκρατία.(4) Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί επιστημονικού, φιλολογικού, μουσικού ή καλλιτεχνικού έργου, περιλαμβανομένης και φωτογραφίας, καθώς και αυτό επί ταινίας περιλαμβάνει το δικαίωμα του δημιουργού, εφ’ όρου ζωής αυτού, να διεκδικεί πατρότητα του έργου και να αντιτίθεται σε κάθε αλλοίωση, περικοπή ή άλλη τροποποίηση αυτού, οι οποίες θα έθιγαν την τιμή ή τη φήμη του:Νοείται ότι ο δημιουργός, ο οποίος επιτρέπει τη χρήση του έργου του σε ταινία ή τηλεοπτική εκπομπή, δε δύναται να παρεμποδίζει τροποποιήσεις, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες για τεχνικούς λόγους ή προς το σκοπό εμπορικής εκμεταλλεύσεως του έργου.(5) Εξαιρούνται από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι μεταβατικές ή βοηθητικές, όπως οι πράξεις που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση (browsing) καθώς και την αποθήκευση σε κρυφή μνήμη (caching), συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική λειτουργία των συστημάτων μετάδοσης, υπό τον όρο ότι ο διαμεσολαβητής δεν τροποποιεί τις πληροφορίες και δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, η οποία αναγνωρίζεται ευρέως και χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία, προκειμένου να αποκτήσει δεδομένα σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών. Τέτοια χρήση θεωρείται νόμιμη εφόσον επιτρέπεται από τον δικαιούχο ή δεν περιορίζεται από το νόμο».
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Σημειώνεται ότι τα δικαστήρια του κοινοδικαίου έχουν δώσει μια ευρεία ερμηνεία στον όρο «δημιουργικά έργα» (βλέπετε για παράδειγμα την απόφαση στην υπόθεση HRH Prince of Wales v. Associated Newspapers Ltd [2006] EWHC 522).
[2] Σημειώνεται ότι οι παραγωγοί ηχογραφήσεων και ταινιών και οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί προστατεύονται από τη νομοθεσία ως «δημιουργοί».
[4] κείμενα που μπορούν να διαβαστούν και όχι μεμονωμένες λέξεις- βλέπετε ExxonCorporationv. ExxonInsuranceConsultants [1982] R.P.C 81, πλήν τίτλων ειδήσεων-headlines TheNewspaperLicensingAgencyLtdandothersv. MeltwaterHoldingBVandothers).
Πολλές φορές πρόσωπα (νομικά η φυσικά) προβαίνουν σε πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που εκλαμβάνονται ή δύναται να εκληφθούν από το καταναλωτικό κοινό λόγω των χαρακτηριστικών τους (π.χ του σχήματος της συσκευασίας, trade dress) ή/και της επωνυμίας τους (π.χ χρήση ονόματος που προσομοιάζει υπέρμετρα με όνομα υφιστάμενου προϊόντος) ή/και της επιγραφής ή/και του σήματος τους (π.χ σχέδιο που προσομοιάζει υπέρμετρα με το σήμα άλλου προϊόντος) ως αγαθά ή υπηρεσίες κάποιου άλλου προσώπου, με αποτέλεσμα το καταναλωτικό κοινό να εξαπατάται και ταυτόχρονα ο πωλητής των προϊόντων/παροχέας των υπηρεσιών αυτών να επωφελείται από την επωνυμία του άλλου προσώπου.
Τέτοιες πράξεις συνιστούν το αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού (passing off), ένα αδίκημα το οποίο προέρχεται από το κοινοδίκαιο και το οποίο έχει κωδικοποιηθεί (άλλα όχι εξαντλητικά) στην κυπριακή νομοθεσία.
Τονίζεται ότι πρόσωπο του οποίου το μή εγγεγραμμένο εμπορικό του σήμα έχει χρησιμοποιηθεί χωρίς εξουσιοδότηση απο άλλο πρόσωπο, δύναται να έχει την δυνατότητα να καταφύγει στο Δικαστήριο, ισχυριζόμενος την διάπραξη του αδικήματος του αθέμιτου ανταγωνισμού (το οποίο προστατεύει την φήμη και πελατεία του Ενάγοντα σε σχέση με τα προϊοντα/υπηρεσίες του, εάν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει αυτά τα αγαθά/υπηρεσίες απο αγαθά και υπηρεσίες άλλων, π.χ η ονομασία, το σχέδιο, η συσκευασία, και αυτό το χαρακτηριστικό συνδέεται με την φήμη και πελατεία του και όχι το εμπορικό σήμα ως τέτοιο-per se).
Το αδίκημα το αθέμιτου ανταγωνισμού/συναγωνισμού προβλέπεται στο άρθρο 35 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ.148 (o «Νόμος»), το οποίο προνοεί τα εξής:
«Πρόσωπo τo oπoίo απoμιμoύμεvo τηv επωvυμία, τo χαρακτηρισμό, τo σήμα ή τηv επιγραφή αγαθώv ή άλλως πως, πρoκαλεί ή απoπειράται vα πρoκαλέσει ώστε oπoιαδήπoτε αγαθά vα εκληφθoύv ως αγαθά άλλoυ πρoσώπoυ, με τρόπo o oπoίoς εvδέχεται vα oδηγήσει συvήθη αγoραστή στηv πεπoίθηση ότι αγoράζει αγαθά τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ, διαπράττει αστικό αδίκημα κατά τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ:Νoείται ότι καvέvας δεv διαπράττει αστικό αδίκημα για μόvo τo λόγo ότι χρησιμoπoιεί τη δική τoυ επωvυμία σε σχέση με τηv πώληση αγαθώv».
Όπως προκύπτει απο το πιο πάνω άρθρο, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του αθέμιτου ανταγωνισμού, σύμφωνα με τον Νόμο είναι τα εξής:
Απομίμηση της επωνυμίας/χαρακτηρισμού/σήματος/επιγραφής αγαθών,
Η απομίμηση να προκαλεί ή να αποπειράται να προκαλέσει σύγχυση ώστε τα προϊόντα να εκληφθούν λανθασμένα απο τον συνήθη αγοραστή ως προϊόντα άλλου προσώπου, με τρόπο που ο καταναλωτής να πιστεύει ότι έχει αγοράσει αγαθά του άλλου αυτού προσώπου (θα οδηγούσαν ένα συνήθη αγοραστή να τα εκλάβει ως αγαθά άλλου προσώπου).
Τονίζεται ότι εάν ένα πρόσωπο χρησιμοποιεί το δικό του όνομα σε σχέση με την πώληση των αγαθών του, δέν διαπράττεται το αδίκημα.
Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, το αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού προέρχεται απο το αγγλικό κοινοδίκαιο και η κωδικοποίηση του αδικήματος αυτού στο άρθρο 35 του Νόμου δέν είναι εξαντλητική.
Για παράδειγμα, στο άρθρο 35 του Νόμου δέν γίνεται αναφορά σε υπηρεσίες (Παπαχρυσοστόμου ν. Παπαχρυσοστόμου (1992) 1 ΑΑΔ 389) αλλα μόνο σε αγαθά. Για αυτό τον λόγο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν και η νομολογία του κοινοδικαίου, η οποία αποτελεί μέρος του Κυπριακού δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 29.1.γ του Περι Δικαστηρίων Νόμου 14/1960.
1.ψευδής παράσταση (misrepresentation), 2. η ψευδής παράσταση να έγινε για εμπορικούς/επιχειρηματικούς σκοπούς (made by a trader in the course of trade), 3. η ψευδής παράσταση να έγινε σε πιθανούς καταναλωτές του Εναγόμενου ή σε τελικούς καταναλωτές των προϊόντων του (prospective customers of his or ultimate consumers of goods or services supplied by him), 4. από την ψευδή παράσταση δύναται να προκληθεί ζημία στην επιχείρηση του Ενάγοντα ή άλλου εμπόρου (είναι εύλογα προβλέψιμη η ζημιά), 5. η ψευδής αυτή παράσταση να δημιουργεί πραγματική ζημιά στην επιχείρηση ή στην φήμη και πελατεία του Ενάγοντα.
Σύμφωνα με την νομολογία του κοινοδικαίου, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο Ενάγοντας ήταν γνωστός, είχε φήμη ή/και όνομα σε σχέση με τα εν λόγω αγαθά/υπηρεσίες (goodwill-Trego v Hunt (1896)) και ότι το καταναλωτικό κοινό συνέδεε ορισμένα χαρακτηριστικά/σήματα/σχέδια/επιγραφές/επωνυμίες με αυτά, με αποτέλεσμα όταν έβλεπε αυτά, να θεωρεί και να τελεί υπό την πεποίθηση ότι προϊόντα/υπηρεσίες με αυτά τα χαρακτηριστικά/σήματα/σχέδια/επιγραφές/επωνυμία κ.τλ ανήκουν στον Ενάγοντα.
Με άλλα λόγια, ο Ενάγοντας θα πρέπει να έχει έμμεσα εκπαιδεύσει το κοινό να διαβάζει την επιγραφή/σήμα/συσκευασία/χαρακτηριστικό των προϊόντων του ως ένδειξη της προέλευσης τους και είναι αδιάφορο εάν οι καταναλωτές μπορούν να αναγνωρίσουν ακριβώς την προέλευση (δλδ να γνωρίζουν το όνομα του Ενάγοντα) αλλά είναι αρκετό να είναι σε θέση να θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά/σήματα/σχέδια/επιγραφές/επωνυμία ανήκουν σέ κάποιον έμπορο/επιχείρηση.
Σημειώνεται ότι γενική περιγραφή των παρεχόμενων υπηρεσιών (π.χ υπηρεσίες καθαρισμού) ή αγαθών (π.χ σοκολάτες χωρίς ζάχαρη) δέν δύναται να εκληφθεί ως διακριτικό στοιχείο που μπορεί να συνδέσει τα αγαθά/υπηρεσίες με αυτά του Ενάγοντα.
Διακριτικά στοιχεία μπορούν να αποτελούν για παράδειγμα το σχήμα της συσκευασίας ( π.χ μέλι που πουλείται σε συσκευασία με σχήμα αρκούδας), το logo, (π.χ το logo του Starbucks, που οδηγεί τον συνηθη καταναλωτή όταν βλέπει το σχεδιο αυτό να συνδέει το προϊον με το Starbucks), η ονομασία κ.α
Επίσης, θα πρέπει να αποδειχθεί οτι έγινε κάποιου είδους ψευδής παράσταση (π.χ με απομίμηση ή αντιγραφή των χαρακτηριστικών αυτών, του σήματος, του ονόματος κτλ) με αποτέλεσμα το κοινό να θεωρεί ότι τα προιόντα/υπηρεσίες ήταν του Ενάγοντα.
«First, he must establish a goodwillor reputation attached to the goods or services which he supplies in the mind of the purchasing public by association with the identifying ‘get-up’ (whether it consists simply of a brand name or a trade description, or the individual features of labelling or packaging) under which his particular goods or services are offered to the public, such that the get-up is recognised by the public as distinctive specifically of the plaintiff’s goods or services.Secondly, hemustdemonstrateamisrepresentationby the defendantto the public (whetherornotintentional) leadingorlikelytolead the publictobelievethatgoodsorservicesofferedbyhimare the goodsorservicesof the plaintiff. Whether the public is aware of the plaintiff’s identity as the manufacturer or supplier of the goods or services is immaterial, as long as they are identified with a particular source which is in fact the plaintiff. For example, if the public is accustomed to rely upon a particular brand name in purchasing goods of a particular description, it matters not at all that there is little or no public awareness of the identity of the proprietor of the brand name. Thirdly, he must demonstrate that he suffers or, in a quia timet action, that he is likely to suffer damage by reason of the erroneous belief engendered by the defendant’s misrepresentation that the source of the defendant’s goods or services is the same as the source of those offered by the plaintiff».[1]
Στην πιο πάνω υπόθεση αποφασίστηκε ότι η πώληση απο τον Εναγόμενο χυμού λεμονιού σε συσκευασία σε σχήμα λεμονιού (lemon shaped containers) ήταν αθέμιτος ανταγωνισμός, διότι ο μέσος λογικός άνθρωπος θα εκλάμβανε τον χυμό αυτό ως χυμό του Ενάγοντα (ο Ενάγοντας επίσης πουλούσε χυμό λεμονιού σε συσκευασίες με σχήμα λεμονιού).
Στην υπόθεση United Biscuits (UK) Ltd v Asda Stores Ltd [1997] R.P.C. 513 – ο Ενάγοντας παρήγαγε και πουλούσε μπισκότα “Penguin”. Ο Ενάγοντας διαφήμιζε τα μπισκότα (advertising campaign) αυτά με την εξής φράση (slogan) «P-P-Pick up a Penguin». Η Eναγόμενη υπεραγορά (Asda) προσπάθησε να προωθήσει τα δικά της μπισκότα με την δική της επιγραφή με το όνομα “Puffin”. H συσκευασία των τελευταίων προσομοίαζε με αυτη των Penguins, ενώ η Εναγόμενη υπεραγορά χρησιμοποιούσε στην συσκευασία την φράση “Pick up a Puffin”. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε τέτοιος βαθμός ομοιότητας που ήταν λογικό το κοινό να εξαπατηθεί.
Στην υπόθεση Guardian Media Group plc v Associated Newspapers Ltd [2000] WL 331035, ο Ενάγοντας χρησιμοποιούσε το όνομα ‘METRO’, για την εφημερίδα του που την έδιδε δωρεάν στο Manchester. Ο Εναγόμενος προωθούσε την δική του εφημερίδα με το ίδιο όνομα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό αποτελούσε αθέμιτο ανταγωνισμό.
Το Δικαστήριο σε υποθέσες όπου υπάρχει ισχυρισμός περι αθέμιτου ανταγωνισμού καλείται να αποφασίσει κατα πόσο υπάρχει τέτοια ομοιότητα στις δύο επωνυμίες/επιγραφές/συσκευασίες/χαρακτηριστικά, που θα δημιουργούσε την εντύπωση στον μέσο καταναλωτή ότι συναλάσσεται με άλλο πρόσωπο και κατα την άσκηση της κρίσης του αυτής το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του τυχόν μαρτυρία ότι έχει προκληθεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό ως προς την προέλευση των αγαθών/υπηρεσιών. Η απουσία μαρτυρίας ότι δημιουργήθηκε σύγχιση είναι ουσιώδες στοιχείο στη διαπίστωση της επιλήψιμης ομοιότητας, που νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο.
Στην υπόθεσηBerlei (U.Κ.)Ltd. v. Bali Brassiere Co. [1969] 2 All E.R. 812, λέχθησαν μεταξύ άλλων τα εξής:
“…the question whether one mark is likely to cause confusion with another, is a matter upon which the judge must make up his mind and which, he and he alone, must decide. He cannot abdicate the decision in that matter to witnesses before him. On the other hand, it is equally true that he must be guided in all these matters by the evidence before him and where the evidence is that there has been no confusion that is a material matter which the judge must take into account.”
Οι θεραπείες που δύνανται να αιτηθούν σε τέτοιες υποθέσεις είναι απαγορευτικό διάταγμα, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Περι Δικαστηρίων Νόμου και αποζημιώσεις αναφορικά με το κέρδος λόγω της ψευδούς παράστασης.
Η διαδικασία έξωσης ενός ενοικιαστή και ανάκτησης κατοχής του ακινήτου απο τον ιδιοκτήτη λόγω μή πληρωμής του οφειλόμενου ενοικίου, δέν είναι πάντοτε απλή και αυτόματη αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις θα πρέπει να ακολουθείται μία συγκεκριμένη και αυστηρή διαδικασία.
Συγκεκριμένα, εάν το ακίνητο το οποίο ενοικιάζεται υπάγεται στο ενοικιοστάσιο, σύμφωνα με τον Περι Ενοικιοστασίου Νόμο 23/83, ώς έχει τροποποιηθεί (ο «Νόμος»), η ενοικίαση εμπίπτει στο άρθρο 2 του Νόμου και ο ενοικιαστής είναι θέσμιος ενοικιαστής, σύμφωνα με τον Νόμο, τότε σε περίπτωση που ο τελευταίος καθυστερεί στην πληρωμή του ενοικίου του, η έξωση του και η ανάκτηση κατοχής απο τον Ιδιοκτήτη δέν μπορεί να γίνει αυτόματα και άμεσα απο τον Ιδιοκτήτη αλλά θα πρέπει να ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις και να ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαδικασία (Maximos Court Ltd. ν. Xριστόφορου Πιερή και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 875).
Προϋποθέσεις.
Για να εμπίπτει ένα ακίνητο στο ενοικιοστάσιο, θα πρέπει η κατασκευή του να έχει ολοκληρωθεί πριν το 2000[1] και το ακίνητο να βίσκεται σε ελεγχόμενη περιοχή.[2]
Η σύμβαση θα πρέπει να αποτελεί σύμβαση ενοικίασης, όπως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο:
«ενοικίασις σημαίνει ενοικίασιν, είτε έγγραφον ή άλλως, ή κατοχήν ακινήτου, δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέσις ιδιοκτήτου και ενοικιαστού αλλά δεν περιλαμβάνει ενοικίασιν γης χρησιμοποιουμένην διά γεωργικούς σκοπούς ή ενοικίασιν σταθμών διά την πώλησιν πετρελαιοειδών ή ενοικίασιν χώρου σταθμεύσεως μηχανοκινήτων οχημάτων, ή ενοικίασιν επιπλωμένων κατοικιών ή διαμερισμάτων βραχυτέραν των εξ μηνών ή ενοικίασιν ξενοδοχείων, ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων».
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου:
«θέσμιος ενοικιαστής σημαίνει ενοικιαστήν ακινήτου ο οποίος κατά την λήξιν ή τον τερματισμόν της πρώτης ενοικιάσεως εξακολουθεί να κατέχη το ακίνητον και περιλαμβάνει πάντα θέσμιον ενοικιαστήν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου».
Συνεπώς, για να καταστεί ένας ενοικιαστής θέσμιος, θα πρέπει είτε, (α) να λήξει η πρώτη ενοικίαση και αυτός να εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο, είτε, (β) να τερματισθεί η πρώτη ενοικίαση και αυτός να εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο.
Διαδικασία έξωσης όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις 1,2 και 3.
Για να δύναται να γίνει έξωση θέσμιου ενοικιαστή λόγω μή πληρωμής ενοικίου, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα (βλέπετε άρθρο 11 του Νόμου):
Θα πρέπει να έχει σταλεί γραπτή ειδοποίηση απαιτήσεως του ενοικίου απο τον Ιδιοκτήτη στον Ενοικιαστή και είκοσι μία (21) μέρες μετά την επίδοση της γραπτής ειδοποίησης να συνεχίζει να οφείλεται ενοίκιο ή μέρος αυτού και το ρηθέν ποσό να μην έχει προσφερθεί απο τον Ενοικιαστή (δλδ να έχουν περάσει τουλάχιστον 21 ημέρες απο την επίδοση της γραπτης ειδοποίησης απαίτησης του ενοικίου και αυτό να συνεχίζει να οφείλεται).
Θα πρέπει να μην έχουν καταβληθεί τα οφειλόμενα ενοίκια απο τον ενοικιαστή εντός 14 ημερών απο την επίδοση της αίτησης του Δικαστηρίου (το Δικαστήριο δέν θα διατάξει την έξωση σε τέτοια περίπτωση).
Σε περίπτωση που η αίτηση επιτύχει και εκδοθεί το διάταγμα έξωσης μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη, το Δικαστήριο δύναται να καθορίσει το χρόνο συμμόρφωσης με το διάταγμα έξωσης ο οποίος δεν δύναται να είναι μικρότερος των 3 μηνών.
Συγκεκριμένα το άρθρο 11 του Νόμου προνοεί τα εξής, σε σχέση με την διαδικασία έξωσης λόγω μή πληρωμής ενοικίου όταν ισχύει ο Νόμος και ο Ενοικιαστής είναι θέσμιος:
«11.-(1) Ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα εκδίδεται διά την ανάκτησιν της κατοχής οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, διά το οποίον ισχύει ο παρών Νόμος, ή διά την εκ τούτου έξωσιν θεσμίου ενοικιαστού, πλην των ακολούθων περιπτώσεων: (α)(i) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε νομίμως οφειλόμενον ενοίκιον καθυστερείται επί είκοσι μίαν ή περισσοτέρας ημέρας μετά την επίδοσιν εγγράφου ειδοποιήσεως απαιτήσεως εις τον ενοικιαστήν και δεν υπάρξει οιαδήποτε προσφορά τούτου προ της καταχωρίσεως αιτήσεως δι’ ανάκτησιν κατοχής:Νοείται ότι ενοίκιον θα θεωρήται προσφερθέν δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν τούτο εστάλη διά συστημένης επιστολής εις το πρόσωπον το δικαιούμενον να εισπράξη τούτο:Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δε διατάζει την ανάκτηση από τον ιδιοκτήτη της κατοχής, όταν ο ενοικιαστής πληρώσει μέσα σε περίοδο δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της αίτησης παν ποσό το οποίο οφείλεται ή δυνατό να καταστεί οφειλόμενο από αυτόν εκτός αν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον: (ii) απάντηση σε καταχωριζόμενη δυνάμει της υποπαραγράφου (i) αίτηση για ανάκτηση κατοχής γίνεται δεκτή για καταχώριση από το Γραμματέα του Δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση που η απάντηση συνοδεύεται είτε από απόδειξη του λογιστηρίου του Δικαστηρίου ότι έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο το αναφερόμενο στην αίτηση οφειλόμενο ποσό ως καθυστερημένα ενοίκια κατά την ημερομηνία καταχώρισης αυτής είτε από απόδειξη είσπραξης του ενοικίου εκδοθείσα υπό του ιδιοκτήτη ή αντιπροσώπου αυτού ή από απόδειξη κατάθεσης χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς όφελος του ιδιοκτήτη ή αντιπροσώπου αυτού:Νοείται ότι η απόφαση του Γραμματέα για αποδοχή ή απόρριψη της καταχώρισης της απάντησης τίθεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών ενώπιον του Δικαστηρίου προς τελεσίδικη έγκριση ή απόρριψη, η δε απόφαση του Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση. (iii) σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος έξωσης μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη ως ανωτέρω, το Δικαστήριο δύναται να καθορίσει το χρόνο συμμόρφωσης με το διάταγμα έξωσης ο οποίος δεν δύναται να είναι μικρότερος των ενενήντα (90) ημερών…».
«ακίνητο σημαίνει κτίριο υπό ή προς ενοικίαση για κατοικία ή κατάστημα που βρίσκεται μέσα στα όρια ελεγχόμενης περιοχής και συμπληρώθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999»
«ελεγχόμενη περιοχή σημαίνει οποιαδήποτε περιοχή της Κύπρου ήθελε κηρυχθεί ως τέτοια με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου».
Το Άρθρο 3(1) του Νόμου προνοεί ότι: «το Υπουργικών Συμβούλιον δύναται διά διατάγματος δημοσιευομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας να κηρύξη οιανδήποτε περιοχήν εν Κύπρω ως ελεγχομένην περιοχήν, τούτου δε γενομένου θα ισχύουν αι διατάξεις του παρόντος Νόμου διά το σύνολον των καταστημάτων και κατοικιών ή μόνον διά το σύνολον των καταστημάτων ή διά το σύνολον των κατοικιών, ως ήθελεν ορισθή υπό του Υπουργικού Συμβουλίου».
Ο σχετικός Κανονισμός που έχει εκδοθεί δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, είναι ο Κανονισμός ΚΔΠ 519/2007, ο οποίος προβλέπει στην Παράγραφο 3 του Πίνακα ότι αποτελούν ελεγχόμενες περιοχές, οι περιοχές οι όποιες βρίσκονται εντος των Δημοτικών Ορίων των Δήμων Λευκωσίας, Λεμεσού, Αμμοχώστου, Λάρνακας, Λεμεσού, Πάφου και Κερύνειας και επίσης περιλαμβάνει σε σχέση με την Λευκωσία, τις περιοχές που βρίσκονται εντός των δημοτικών ορίων των Δήμων Αγλαντζιάς, Έγκωμης, Αγίου Δομετίου, Στροβόλου, Λακατάμειας και Λατσιών και οι περιοχές που βρίσκονται εντός των ορίων των Κοινοτικών Συμβουλίων Κακοπετριάς, Γαλάτας και Ευρύχου.
Για να δύναται να εγγραφεί μια εταιρεία, θα πρέπει να έχει προηγουμένως εγκριθεί το όνομα με το οποίο πρoτίθεται να εγγραφεί απο τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη (στο εφεξής ο «Έφορος») μετά από την καταχώρηση σχετικής αίτησης (ηλεκτρονικά, στο ταμείο ή μέσω ταχυδρομείου). [1]
Για να εγκριθεί το προτεινόμενο όνομα από τον Έφορο θα πρέπει να ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις, σύμφωνα με τον Περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 (βλέπετε άρθρο 18 και άρθρο 19 του Νόμου).
Εάν το όνομα εγκριθεί, τότε δίδεται στον αιτητή κωδικός ονόματος απο τον Έφορο Εταιρειών, ο οποίος θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί κατα την εγγραφή της εταιρείας και ο οποίος ισχύει για έξι μήνες.
Σε περίπτωση που η εταιρεία δέν εγγραφεί εντός 6 μηνών απο την έγκριση του ονόματος, δύναται να γίνει ανανέωση της έγκρισης του ονόματος με αίτηση στον Έφορο (ηλεκτρονικά, στο ταμείο ή μέσω ταχυδρομείου).
Σημειώνεται ότι στο προτεινόμενο όνομα της εταιρείας θα πρέπει να αναγράφεται η λέξη Ltd/Λτδ ή Limited/Λίμιτεδ.
Προϋποθέσεις έγκρισης προτεινόμενου ονόματος.
Να μήν προσομοιάζει υπέρμετρα με υφιστάμενο όνομα.
Το προτεινόμενο όνομα για να εγκριθεί, θα πρέπει να μήν προσομοιάζει υπέρμετρα με όνομα υφιστάμενης εταιρείας/εγγεγραμμένου οργανισμού ή υφιστάμενου εμπορικού σήματος ( σημειώνεται ότι ο Έφορος δέν περιορίζεται μόνο σε κυπριακές εταιρείες/οργανισμούς/εμπ. επωνυμίες, βλέπετε απόφαση Μεριτιάν Χοτέλς Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 3943), εκτός εάν καταχωρείται ταυτόχρονα με την αίτηση έγκρισης ονόματος και η επιστολή συγκατάθεσης της υφιστάμενης εταιρείας/οργανισμού/ιδιοκτήτη του εμπορικού σήματος, αναφορικά με την χρήση του ονόματος αυτού (αυτό γίνεται όταν οι εταιρείες είναι συνδεδεμένες).
Ο λόγος της πιο πάνω απαγόρευσης είναι ότι η χρήση ονόματος υφιστάμενης εταιρείας/οργανισμού/εμπορικού σήματος θα δημιουργούσε την λανθασμένη εντύπωση στο κοινό ότι αυτές είναι συνδεδεμένες όταν δέν είναι στην πραγματικότητα (Glaxo Plc v Glaxowellcome Ltd [1995] 3 WLUK 327).
Όνομα θεωρείται ότι προσομοιάζει υπέρμετρα, όταν υπάρχει έκδηλη ή καταφανή (striking or overbearing) ομοιότητα με το άλλο όνομα οπτικά και ακουστικά.
Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Entechno Development v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2613:
«Mere similarity between the two names, or likeness, is not sufficient… “too like that of an existing company”. The word “too” suggests that for the Registrar to interfere the similarity must be striking or overbearing. The object of these proceedings is to elicit whether it was reasonably open to the Registrar to allow the two names to coexist on the Register upon comparison of their visual or acoustic similarities».[2]
Σύμφωνα με το αγγλικό σύγγραμμα Palmer’s Company Law, 1ος Τόμος, Μέρος 2, Κεφάλαιο 2.4, παράγραφος 2.429:
«The use of a name the same as that of a company already on the registrar’s index of name may, however, be used in the circumstance described in… Where the company or other body whose name appears on the index (Body X), consents, in writing, to the use of that name by another company (Company Y) and Body X and Company Y are part of the same group… Company Y may be registered under the Act by a name which is the same as that of Body X….»
2. Να μήν είναι παραπλανητικό, υποδηλώνοντας κάτι που δέν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Θα πρέπει να προσκομίζεται έγκριση της αρμόδιας αρχής για ορισμένα ονόματα.
Εάν απαιτείται προηγούμενη έγκριση απο κάποιο Υπουργείο ή άλλη αρχή αυτή θα πρέπει να προσκομίζεται με την αίτηση, αλλιώς το όνομα δέν θα εγκρίνεται.
Το όνομα για να εγκριθεί, δέν θα πρέπει να δεικνύει κάποια σχέση της εταιρείας με Κυβερνητικά Τμήματα, τοπικές αρχές, Υπουργούς κ.α, εκτός εάν αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (βλέπετε Palmer’s Company Law, 1ος Τόμος, Μέρος 2, Κεφάλαιο 2.4, παράγραφος 2.450).
Σύμφωνα με τον Έφορο Εταιρειών, για ονόματα εταιρείων που περιλαμβάνουν τις φράσεις «εταιρεία επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου»/«Ε.Ε.Σ.Κ.», «εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου»/«Ε.Ε.Μ.Κ.», «οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων»/«ΟΕΕ», «οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων»/«ΟΕΕ με περιορισμένο αριθμό προσώπων»/«ΟΕΕΠΑΠ», «Καταχωρισμένος Οργανισμός Εναλλακτικών Επενδύσεων»/«ΚΟΕΕ» ή τα αντίστοιχα στα αγγλικά, απαιτείται η προηγούμενη εξασφάλιση άδειας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.
Επίσης, για ορισμένα ονόματα που περιλαμβάνουν λέξεις όπως σχολείο, κολλέγιο, πανεπιστήμιο, Δ.Ε.Π.Ε (δλδ Δικηγορική εταιρεία περιορισμένης Ευθύνης) κ.α απαιτείται η προηγούμενη λήψη και προσκόμιση της σχετικής συγκατάθεσης από την αρμόδια κυβερνητική αρχή ή το αρμόδιο σώμα. Σύμφωνα με τον Έφορο Εταιρειών:
«η λέξη «τράπεζα» ή «ταμιευτήριο» ή οι φράσεις «πιστωτικό ίδρυμα» ή «συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα», ή οι αντίστοιχες στην αγγλική γλώσσα (“bank” or “savings bank” or the phrases “credit institution” or “cooperative credit institution”), δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο με συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας, η λέξη «πανεπιστήμιο», «πολυτεχνείο» «σχολή» «ακαδημία» και «κολέγιο» ή η αντίστοιχη στην αγγλική γλώσσα (“university”, ’polytechnic”, “school”, “academy’’ or ‘’college’’), δύναται να χρησιμοποιηθεί μόνο με συγκατάθεση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, οι λέξεις «ασφαλιστική εταιρεία» ή «αντασφαλιστική εταιρεία», ή οι αντίστοιχες στην αγγλική γλώσσα (“insurance company” or “reinsurance company”), ή παραλλαγές αυτών δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο με συγκατάθεση του Εφόρου Ασφαλίσεων, η λέξη «καζίνο» ή η αντίστοιχη στην αγγλική γλώσσα (“casino”), δύναται να χρησιμοποιηθεί μόνο με συγκατάθεση του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, η λέξη «ραδιόφωνο» ή «τηλεόραση», ή οι αντίστοιχες στην αγγλική γλώσσα («radio» ή «television»), δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο με συγκατάθεση της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, οι λέξεις ή παραλλαγές των ακόλουθων φράσεων δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο με συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου: «Ίδρυμα Πληρωμών» ή η αντίστοιχη στην αγγλική γλώσσα (“Payment Institution”), «Ίδρυμα Ηλεκτρονικού Χρήματος» ή η αντίστοιχη στην αγγλική γλώσσα (“Electronic Money Institution” ή”e money”), «Ανταλλακτήριο Συναλλάγματος» ή η αντίστοιχη στην αγγλική γλώσσα (“Bureau de Change”ή”Exchange”), η λέξη «Ι.Ε.Π.Ε.» ή «DLC» δύναται να αναγράφεται, στο τέλος του ονόματος, μόνο με εξασφάλιση σχετικής έγκρισης από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, η λέξη «Ο.Ε.Π.Ε.» ή «DELC» δύναται να αναγράφεται, στο τέλος του ονόματος, μόνο με εξασφάλιση σχετικής έγκρισης από το Οδοντιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, η λέξη «Δ.Ε.Π.Ε.» ή «LLC» δύναται να αναγράφεται, στο τέλος του ονόματος, μόνο με εξασφάλιση σχετικής έγκρισης από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας» [3]
Παρομοίως, όνομα δέν εγκρίνεται εάν περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες λέξεις «Εθνικός», «Διεθνής», «Δημοκρατία», «Ευρωπαϊκή Ένωση», «Ευρώπη», «euro», «International» εκτός από ειδικές περιπτώσεις.
Όνομα θεωρείται επίσης παραπλανητικό και δέν εγκρίνεται εάν υποδηλώνει μια εταιρεία με περιορισμένες πόρους διεξάγει εργασία σε μεγάλη κλίμακα ή επί ευρείας περιοχής.
Όνομα δέν εγκρίνεται εάν περιλαμβάνει το όνομα και/ή το επώνυμο προσώπου άλλου από τον διευθυντή, μέτοχο ή ιδιοκτήτη (εφόσον θεωρείται παραπλανητικό) εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για την αποδοχή τους.
3. Να μήν είναι αόριστο και περιγραφικό.
Όνομά δέν εγκρίνεται εάν περιλαμβάνει ένα γενικό προσδιορισμό της παρεχόμενης δραστηριότητας (π.χ financial, food) ή της ποιότητας (π.χ goodenough, best κτλ) ή της τοποθεσίας (π.χ UK) εάν δέν υπάρχει διακριτικότητα στην εν λόγω ονομασία (δηλαδή δέν υπάρχουν άλλες λέξεις που δίδουν διακριτικότητα στο υπό εξέταση όνομα).
Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται τέτοιες περιγραφικές λέξεις στο όνομα, θα πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχουν μικρές προσθήκες (π.χ. αρχικά ή άλλη λέξη) ώστε να αποτρέπεται η πιθανότητα σύγχυσης (Entechno Development v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2613)
4. Η χρήση του ονόματος να μήν είναι ποινικό αδίκημα και να μήν προσβάλλει. • Ονόματα των οποίων η χρήση θα αποτελούσε ποινικό αδίκημα ή είναι προσβλητικά (π.χ οίκος ανοχής, Stylish Bitch Ltd κ.α) δέν εγκρίνονται.[4]
5. Το όνομα να μήν περιλαμβάνει σύμβολα Ονόματα που περιλαμβάνουν σύμβολα και σημεία στίξης δέν εγκρίνονται (π.χ !, @)
Σημειώνεται ότι όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω η αίτηση έγκρισης ονόματος υποβάλλεται στον Έφορο Εταιρειών ηλεκτρονικά (μέσω του συστήματος Αριάδνη) ή μέσω του ταμείου ή ταχυδρομικά.
Το τέλος της αίτησης είναι 10 Ευρώ αλλά σε περίπτωση που ζητείται επίσπευση υπάρχει επιπρόσθετο τέλος 20 Ευρώ (δλδ σύνολο 30 Ευρώ).
Στην αίτηση θα πρέπει να αναφέρεται με κεφαλαία γράμματα το προτιθέμενο όνομα της εταιρείας, εάν ζητείται επίσπευση (κυκλώνεται ή υπογραμμίζεται η λέξη επίσπευση), ότι πρόκειται για εταιρεία (κυκλώνεται ή υπογραμμίζεται η λέξη εταιρεία), η Φύση της Εργασίας (π.χ γενικό εμπόριο, συμβουλευτικές υπηρεσίες κτλ), η ερμηνεία των λέξεων (π.χ επινοητή έννοια), τα ονόματα των διευθυντων η συνεταίρων εάν χρησιμοποιήθηκαν στο όνομα της εταιρείας και τα στοιχεία του αίτητή (όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο και αρ. τηλεμοιότυπου). Σημειώνεται ότι η αίτηση θα πρέπει να υπογράφεται απο τον Αιτητή.
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, εάν το όνομα προσομοιάζει με όνομα υφιστάμενης εταιρείας/οργανισμού/εμπ.σήματος, θα πρέπει να επισυνάπτεται/εσωκλείεται στην αίτηση η σχετική επιστολή έγκρισης.
Εργοδοτούμενος ο οποίος απασχολήθηκε συνεχώς[1] για 104 εβδομάδες (περίπου 2 έτη) και η απασχόληση του τερματίσθηκε λόγο πλεονασμού (βλέπετε πιο κάτω) δικαιούται σε αποζημίωση απο το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, νοουμένου ότι δέν έχει συμπληρώσει την συντάξιμη ηλικία (βλέπετε άρθρο 16 του Περι Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου) και νοουμένου ότι δέν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Περι Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου (βλέπετε άρθρα 19 και 20 του Περι Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου).
Εργοδοτούμενος του οποίου η απασχόληση τερματίσθηκε για οιονδήποτε απο τους πιο κάτω λόγους θεωρείται πλεονάζων σύμφωνα με το άρθρο 18 του Περι Τερματισμού της Απσχόλησης Νόμου και συνεπώς εάν ικανοποιούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις δικαιούται σε αποζημίωση λόγο πλεονασμού:
Α. Επειδή ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει να διεξάγει την επιχείρηση στην οποία απασχολείτο ο εργοδοτούμενος,
Β. Επειδή ο εργοδότης έπαυσε η προτίθεται να παύσει να διεξάγει την επιχείρηση στον τόπο όπου ο εργοδοτούμενος απασχολείτο (εκτός εάν είναι εύλογο για τον εργοδοτούμενο να συνεχίσει να απασχολείται στον νέο τόπο εργασίας)
Γ. Εάν εξαιτίας κάποιου απο τους πιο κάτω λόγους τερματίζεται η απασχόληση του:
α. Εκσσυγχρονισμός, μηχανοποίηση ή οιαδήποτε άλλη αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή της οργάνωσης που μειώνει τον αριθμό των εργοδοτουμένων
β. Αλλαγές στα προϊόντα ή στις μεθόδους παραγωγής ή στις αναγκαίες ειδικότητες των εργοδοτουμένων.
γ. Κατάργηση τμημάτων της επιχείρησης
δ. Δυσκολίες στην τοποθέτηση προϊόντων στην αγορά ή πιστωτικές δυσκολίες
ε. Έλλειψη παραγγελιών ή πρώτων υλών,
στ. Σπανιότητα των μέσων παραγωγής
ζ. Περιορισμού του όγκου εργασίας ή της επιχείρησης
Οι περιπτώσεις όπου σύμφωνα με τον νόμο ο εργοδοτούμενος δέν δικαιούται σε αποζημίωση είναι οι εξής (γνωστές ως εθελοντικός πλεονασμός-voluntary redundancy):
Α. εάν πριν από τον τερματισμό της απασχόλησης ο εργοδότης προσφέρει άλλη κατάλληλη απασχόληση και ο εργοδοτούμενος αδικαιολόγητα αρνείται την προσφορά,
Β. εάν η απόλυση έγινε επειδή μεταβιβάστηκε η επιχείρηση του εργοδότη σε άλλο εργοδότη που ανανέωσε τη σύμβαση εργασίας του,
Γ. εάν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία που είναι συνδεδεμένη (ανήκουν στον ίδιο όμιλο, π.χ θυγατρική) με την εταιρεία στην οποία απασχολείται,
Δ. εάν πριν από τον τερματισμό της απασχόλησης, άλλος εργοδότης, ο οποίος είναι εταιρεία στην οποία ο προηγούμενος εργοδότης είναι κύριος μέτοχος ή ασκεί ουσιαστικό έλεγχο, προσφέρει στον εργοδοτούμενο κατάλληλη απασχόληση.[2]
Σημειώνεται ότι όσον αφορά τους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν καθορισμένα δικαιώματα βάσει νόμου και των οποίων η υπηρεσία διασφαλίζεται μέχρι την αφυπηρέτηση τους, δέν δικαιούνται σε πληρωμή απο το Ταμείο.
«Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω πως η υπηρεσία του αιτητή διασφαλιζόταν θεσμικά μέχρι την αφυπηρέτηση του, στο 60ον έτος της ηλικίας του. (Δες για επιβεβαίωση των πιο πάνω την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Άρτεμις Γεωργίου Αντωνίου v. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (2005) 3 Α.Α.Δ. 471. Προφανώς με συναίνεση του ενεργοποιήθηκαν οι διατάξεις των Δημοτικών (τροποποιητικών) Κανονισμών Λευκωσίας του 1997, Κ.Δ.Π. 284/97, που τροποποίησαν, με την εισαγωγή του Κανονισμού 31(1), τους περί Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων Κανονισμούς, για πρόωρη αφυπηρέτηση του. Η προϋπόθεση της συγκατάθεσης δημοτικού υπαλλήλου για τη λειτουργία αυτού του κανονισμού υποδηλώνει ακριβώς την εκ του νόμου διασφάλιση της υπηρεσίας του μέχρι το 60ον έτος της ηλικίας του. Η λειτουργία του Ταμείου Πλεονασμού αφορά στις περιπτώσεις όπου εργοδότης, για τους λόγους που αναφέρονται στο Νόμο, δικαιολογημένα απολύει υπάλληλο του, οπόταν ο τελευταίος δικαιούται τα υπό του Νόμου καθοριζόμενα ωφελήματα. Στην υπόθεση που εξετάζουμε οι όροι υπηρεσίας του αιτητή είναι θεσμοθετημένοι στους νόμους και κανονισμούς, που αναφέρουμε πιο πάνω. Ειδικότερα διασφαλίζεται η παραμονή του στην υπηρεσία μέχρι το 60ον έτος της ηλικίας του. Δεν τίθεται θέμα ως εκ τούτου εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου που αφορούν στον πλεονασμό. Εργοδοτούμενοι που υπηρετούν στο δημόσιο, και διασφαλίζεται η υπηρεσία τους μέχρι την αφυπηρέτηση τους, εξ ορισμού δεν μπορεί να κηρυχθούν πλεονάζοντες».
Υποχρεώσεις Εργοδότη.
Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Νόμου, εργοδότης κοινοποιεί στον Υπουργό οποιοδήποτε προβλεπόμενο πλεονασμό τουλάχιστον ένα μηνα πρίν την ημερομηνία που προβλέπεται να τερματιστεί η απασχόληση των επηρεαζόμενων εργοδοτουμένων.
Ύψος της πληρωμής λόγω πλεονασμού
Το ποσό της πληρωμής λόγω πλεονασμού είναι ανάλογο με την περίοδο συνεχούς απασχόλησης και με το τελευταίο ημερομίσθιο του αιτητή/εργαζόμενου και καθορίζεται απο τα άρθρα 16 και 17 και το Τέταρτο Πίνακα του Νόμου:
«1. Εργοδοτούμενος ο οποίος καθίσταται πλεονάζων υπό την έννοιαν του άρθρου 18 λαμβάνει εκ του Ταμείου πληρωμήν λόγω πλεονασμού υπολογιζομένην ως ακολούθως: (α)Διά τα πρώτα τέσσαρα έτη συνεχούς απασχολήσεως, δύο εβδομάδων ημερομίσθια δι’ εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων· (β) από του πέμπτου μέχρι και του δεκάτου έτους συνεχούς απασχολήσεως, δύο και ημισείας εβδομάδων ημερομίσθια δι’ εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων· (γ) από του ενδεκάτου μέχρι και του δεκάτου πέμπτου έτους συνεχούς απασχολήσεως, τριών εβδομάδων ημερομίσθια δι’ εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων·(δ) από του δεκάτου έκτου μέχρι και του εικοστού έτους συνεχούς απασχολήσεως, τριών και ημισείας εβδομάδων ημερομίσθια δι’ εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων· και (ε) από του εικοστού πρώτου μέχρι και του εικοστού πέμπτου έτους συνεχούς απασχολήσεως, τεσσάρων εβδομάδων ημερομίσθια δι’ εκάστην περίοδον απασχολήσεως πεντήκοντα δύο εβδομάδων:Νοείται ότι, αν η ολική περίοδος συνεχούς απασχόλησης δεν αποτελεί ακέραιο αριθμό ετών, οποιοδήποτε υπόλοιπο περιόδου απασχόλησης 26 ή περισσότερων εβδομάδων θεωρείται ένα έτος απασχόλησης. 1Α. Προκειμένου περί εργοδοτουμένου που αναφέρεται στην επιφύλαξη του όρου “εργοδοτούμενος”, η πληρωμή την οποία δικαιούται είναι ίση με ποσοστό 1% του εβδομαδιαίου ημερομισθίου του πολλαπλασιαζομένου επί 52 και επί τα έτη υπηρεσίας 2. Ουδεμία πληρωμή καταβάλλεται δι’ οιανδήποτε απασχόλησιν προ της 1ης Ιανουαρίου, 1964. 3. Η διάρκεια της περιόδου απασχολήσεως και το εάν η απασχόλησις ήτο συνεχής ή μη αποφασίζονται συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα. 4. Διά τους σκοπούς του παρόντος Πίνακος, το ποσόν των εβδομαδιαίων ημερομισθίων είναι το ποσόν εις το οποίον ο εργοδοτούμενος θα εδικαιούτο κατά την τελευταίαν εβδομάδα της απασχολήσεως του, ως τούτο υπολογίζεται συμφώνως προς τον Τρίτον Πίνακα: Νοείται ότι, προκειμένου περί λιμενεργάτου, εγγεγραμμένου ή μη, διά τον υπολογισμόν των εβδομαδιαίων ημερομισθίων λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μέσος όρος ημερομισθίου αυτού, κατά το τελευταίον, προ της απολύσεως του, ημερολογιακόν έτος. Νοείται ότι κατά τον υπολογισμό της εβδομαδιαίας αμοιβής οποιοδήποτε ποσό το οποίο υπερβαίνει το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, όπως τούτο εκάστοτε καθορίζεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 μέχρι 1993, δε λαμβάνεται υπόψη. Νοείται περαιτέρω ότι ο Υπουργός δύναται, διά διατάγματος, να προβλέψη δι’ υψηλότερον ποσόν του άνω αναφερομένου ποσού».
Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου:
«Όταν λόγω πλεονασμού, ως ούτος καθορίζεται εν τω άρθρω 18, εργοδοτούμενος δικαιούται εις οιανδήποτε άμεσον πληρωμήν λόγω πλεονασμού, χορήγημα λόγω απολύσεως, φιλοδώρημα ή οιανδήποτε άλλην πληρωμήν χορηγουμένην εν σχέσει προς την απασχόλησιν του παρ’ εργοδότη, είτε το δικαίωμα τούτο υφίσταται λόγω εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως είτε δι’ άλλον λόγον, ο εργοδοτούμένος λαμβάνει: (α) εκ του Ταμείου το ποσόν της πληρωμής λόγω πλεονασμού το οποίον δικαιούται συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα· και (β)παρά του εργοδότου, ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, το ποσόν κατά το οποίον η παρά του εργοδότου ή διά λογαριασμόν αυτού πληρωμή τυχόν υπερβαίνει το ποσόν της πληρωμής εκ του Ταμείου: Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε εισφορά γενομένη υπό του εργοδοτουμένου έναντι της πληρωμής εις την οποίαν ούτος δικαιούται παρά του εργοδότου ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, ως και οιοσδήποτε τόκος επί τοιαύτης εισφοράς, δεν υπολογίζονται:Νοείται περαιτέρω ότι διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε πληρωμή εκ ταμείου προνοίας δεν υπολογίζεται».
Όπως προκύπτει απο το πιο πάνω άρθρο, σε περίπτωση που εργοδοτούμενος δικαιούται ταυτόχρονα πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού καθώς και πληρωμή από τον εργοδότη του (με βάση έθιμο, νόμο, συλλογική σύμβαση ή ειδική συμφωνία), τότε ο εργοδοτούμενος λαμβάνει ολόκληρο το ποσό της πληρωμής από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό και από τον εργοδότη του την τυχόν διαφορά μεταξύ των δυο πληρωμών, αν το ολικό ποσό της πληρωμής από τον εργοδότη υπερβαίνει το ποσό της πληρωμής από το Ταμείο.
Σημειώνεται ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξατάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Για εποχιακή εργασία (π.χ σε ξενοδοχεία) η απασχόληση θεωρείται συνεχής εάν ο εργοδοτούμενος απασχολείται κάθε χρόνο στον ίδιο εργοδότη και ο ετήσιος μέσος όρος απασχόλησης για όλη την περίοδο απασχόλησής του στον ίδιο εργοδότη είναι τουλάχιστον 15 εβδομάδες. (δλδ τουλαχιστον 15 εβδομάδες τον χρόνο).
[2]«20. Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού- (α)εάν προ του τερματισμού της απασχολήσεως ο εργοδότης προσφέρη άλλην κατάλληλον απασχόλησιν αντ’ αυτής ο δε εργοδοτούμενος παραλόγως αρνήται την προσφοράν ταύτην. (β) αποκλειστικώς λόγω τερματισμού της συμβάσεως απασχολήσεως συνεπεία αλλαγής εργοδότου, όταν ο νέος εργοδότης ανανεώνη την υφισταμένην σύμβασιν απασχολήσεως: Νοείται ότι το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δύναται να χορηγήση πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, όταν ο εργοδοτούμενος δυνηθή να απόδειξη εύλογον αιτίαν, την οποίαν το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών ήθελε θεωρήσει ικανοποιητικήν, διά την μη αποδοχήν της προσφοράς ανανεώσεως της συμβάσεως απασχολήσεως υπό του νέου εργοδότου (γ) αν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία η οποία είναι συνδεδεμένη με την εταιρεία στην οποία απασχολείται: Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δύο εταιρείες θεωρούνται “συνδεδεμένες εταιρείες” αν η μια είναι θυγατρική της άλλης ή αν και οι δύο εταιρείες είναι θυγατρικές τρίτης εταιρείας· ο όρος “θυγατρική εταιρεία” έχει την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτόν από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου. (δ) αν πριν από τον τερματισμό της απασχολήσεως άλλος εργοδότης ο οποίος είναι εταιρεία στην οποία ο προηγούμενος εργοδότης είναι κύριος μέτοχος ή ασκεί ουσιαστικό έλεγχο προσφέρει στον εργοδοτούμενο κατάλληλη απασχόληση»
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ( « ΓΚΠΔ » ) κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο η ταυτοποιήσιμο πρόσωπο (το «Υποκείμενο Δεδομένων») αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα.[1]
Τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού ενός φυσικού προσώπου ( π.χ IBAN και αρ.λογαριασμού) αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον δύνανται σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του κατόχου του τραπεζικού λογαριασμού (φυσικό πρόσωπο εν ζωή).
Όταν γίνονται έρανοι ή με άλλο τρόπο συλλέγονται χρήματα προς όφελος προσώπου, είθισται το πρόσωπο για το οποίο γίνεται η δωρεά/έρανος (το Υποκείμενο Δεδομένων) να συγκατατίθεται ελεύθερα στην γνωστοποίηση των στοιχείων του προσωπικού του τραπεζικού λογαριασμού ή να να ανοίγεται ειδικός λογαριασμός για τον σκοπό αυτό.
Σημειώνεται ότι η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση καθώς και κάθε μορφή διάθεσης των πληροφοριών αυτών αποτελούν επεξεργασία δεδομένων σύμφωνα με τον Κανονισμό (βλέπετε άρθρο 4 του ΓΚΠΔ).
Εάν άλλο πρόσωπο επιθυμεί να διαβιβάσει/κοινοποιήσει τα στοιχεία του προσωπικού αυτού λογαριασμού για σκοπούς περαιτέρω συλλογής χρημάτων και παροχής βοήθειας, θα πρέπει να ζητήσει την συγκατάθεση του Υποκείμενου των Δεδομένων για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό (νομική βάση της συγκατάθεσης) ή να επικαλεστεί την νομική βάση του ζωτικού συμφέροντος (ανάλογα της περίπτωσης).
Εάν το Υποκείμενο Δεδομένων συγκατατεθεί ρητά στην κοινοποίηση/διαβίβαση κτλ του τραπεζικού του λογαριασμού για τον σκοπό αυτό (τονίζεται ότι θα πρέπει να γίνεται συγκεριμενοποίηση του σκοπού στο Υποκείμενο Δεδομένων), τότε τα πρόσωπα που έλαβαν την συγκατάθεση (και αποτελούν Επεξεργαστές των Δεδομένων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 4) μπορούν να προβούν σε περαιτέρω κοινοποίηση με σκοπό την συγκέντρωση μεγαλύτερου ποσού χρημάτων (το Υποκείμενο θα πρέπει να ενημερώνεται για τον σκοπό της επεξεργασίας και τον τρόπο της επεξεργασίας ωστε να δίδει την συγκατάθεση του αφού εχει ενημερωθεί επαρκώς).
Ο ΓΚΠΔ στο άρθρο 6.1(δ) διαλαμβάνει τα εξής:
«Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου» (η έμφαση είναι δική μου).
Στην αιτιολογική του σκέψη 46 του ΓΚΠΔ αναφέρεται ότι:
«Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει επίσης να θεωρείται σύννομη όταν είναι αναγκαία για την προστασία του συμφέροντος που είναι ουσιωδες για την ζωή του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήραμε βάση το ζωτικό συμφέρον άλλου φυσικού προσώπου θα πρέπει κατ’ αρχήν να διενεργείται μόνον εάν είναι πρόδηλο ότι η επεξεργασία δεν μπορεί να έχει άλλη νομική βάση. Ορισμένοι τύποι επεξεργασίας μπορούν να χρησιμεύσουν αφενός για σημαντικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αφετέρου για τα ζωτικά συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων όπως για παράδειγμα όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για ανθρωπιστικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων για την παρακολούθηση επιδημιών και της εξάπλωσης τους ή σε καταστάσεις επείγουσας ανθρωπιστικής ανάγκης, ιδίως σε περιπτώσεις φυσικών και ανθροπογενών καταστροφών.» (η έμφαση είναι δική μου).
Αν δέν έχει επομένως ληφθεί η συγκατάθεση (ρητή, πληροφορημένη και ελεύθερη) του Υποκειμένου Δεδομένων, τότε δύναται να χρησιμοποιηθεί η νομική βάση των ζωτικών συμφερόντων για την κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών (Εάν προχωρήσουμε με την συγκατάθεση δέν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και άλλη νομική βάση).
Σημειώνεται ότι πέραν απο το θέμα των προσωπικών δεδομένων, σε περίπτωση που γίνεται έρανος (και όχι απλώς κοινοποίηση των στοιχείων σε λίγα άτομα μετά που δόθηκε η συγκατάθεση ή σύμφωνα με τη νομικη βάση του ζωτικού συμφέροντος), θα πρέπει να εξετάζονται και οι πρόνοιες του Περι Διενέργειας Εράνων Νόμου του 2014 (68(Ι)/2014) ως έχει τροποποιηθεί, εφόσον πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να διοργανώσει έρανο εντός της Δημοκρατίας, οφείλει να εξασφαλίσει άδεια διενέργειας εράνου από την κατά περίπτωση αρμόδια Αρχή Αδειών.
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα με αναφορά σε άλλα στοιχεία όπως όνομα κ.α. Βλέπετε άρθρο 4 του Κανονισμού.