Σύμφωνα με το άρθρο 60 του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (ο «Νόμος»):
«60.-(1) Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση που έχει μετοχικό κεφάλαιο, αν εξουσιοδοτείται από το καταστατικό της, με τον τρόπο αυτό δύναται να αλλάξει τους όρους του ιδρυτικού εγγράφου της όπως ακολούθως, δηλαδή, δύναται να- (α) αυξήσει το μετοχικό της κεφάλαιο με νέες μετοχές με τέτοιο ποσό όπως ήθελε κρίνει σκόπιμο…(2) Οι εξουσίες που παρέχονται από το άρθρο αυτό πρέπει να ασκούνται από την εταιρεία σε γενική συνέλευση».[1]
Όπως προκύπτει απο το πιο πάνω άρθρο, προτού μια εταιρεία προβεί σε αύξηση κεφαλαίου θα πρέπει πάντοτε να εξετάζονται οι πρόνοιες του Καταστατικού της εγγράφου.
Συγκεκριμένα, σε σχέση με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου θα πρέπει να εξετάζεται:
α. εάν επιτρέπεται αύξηση του ονομαστικού μετοχικού κεφαλαίου (εάν το καταστατικό δέν το επιτρέπει, τότε θα πρέπει να γίνει τροποποίηση του Καταστατικού),
β. το είδος του ψηφίσματος των μετόχων για αύξηση κεφαλαίου (σύνηθες ή ειδικο),
γ. εάν υπάρχει μέγιστο ποσό μετοχικού κεφαλαίου-cap (όπου εάν η εταιρεία επιθυμεί να το ξεπεράσει/αυξήσει, θα πρέπει να γίνει τροποποίηση του Καταστατικού εγγράφου).
Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Νόμου:
«Όταν εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο είτε οι μετοχές αυτές μετατρέπονται σε ποσοστό κεφαλαίου είτε όχι, αυξάνει το μετοχικό της κεφάλαιο πέρα από το εγγεγραμμένο κεφάλαιο, οφείλει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έγκριση ψηφίσματος που εξουσιοδοτεί την αύξηση να δώσει στον έφορο εταιρειών ειδοποίηση στον καθορισμένο τύπο και ο έφορος καταχωρεί την αύξηση.(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) ειδοποίηση περιλαμβάνει τέτοιες λεπτομέρειες οι οποίες δυνατό να καθοριστούν σχετικά µε τις τάξεις των επηρεαζόμενων µετοχών και τους όρους, σύμφωνα με τους οποίους, οι νέες µετοχές έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν και μαζί με αυτή παραδίδεται στον έφορο εταιρειών αντίγραφο του ψηφίσµατος που εξουσιοδοτεί την αύξηση: Νοείται ότι, σε περίπτωση ψηφίσματος γενικής συνέλευσης δημόσιας εταιρείας για αύξηση κεφαλαίου, το οποίο παρέχει εξουσία στους συµβούλους να προβούν σε έκδοση και παραχώρηση νέων µετοχών, η εξουσία αυτή έχει μέγιστη διάρκεια πέντε (5) ετών, η οποία δύναται να ανανεωθεί µία ή περισσότερες φορές από τη γενική συνέλευση για χρονικό διάστηµα που δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη κάθε φορά.(3) Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης με το άρθρο αυτό η εταιρεία και κάθε αξιωματούχος της που ευθύνεται για την παράλειψη υπόκειται σε πρόστιμο παράλειψης”.[2]
Σημειώνεται ότι το έντυπο αύξησης κεφαλαίου είναι το έντυπο ΗΕ14 και θα πρέπει να καταχωρείται στον Έφορο Εταιρειών εντός 15 ημερών μαζί με το πρακτικό του ψήφισματος αύξησης ονομαστικού κεφαλαίου στην ελληνική γλώσσα, υπογραμμένο από τον διευθυντή ή απο τον γραμματέα ∙ και σε περίπτωση που έχει ανοικτεί φάκελος μετάφρασης και την πιστοποιημένη μετάφραση του.
Παραχώρηση των Νεοεκδοθέντων Μετοχών.
Αφού αυξηθεί το κεφάλαιο, τότε εξετάζεται το θέμα της παραχώρησης των νεοεκδοθέντων μετοχών. Θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται το Καταστατικό σε σχέση με το κατά πόσο υπάρχει δικαίωμα προτίμησης προς όφελος των υφιστάμενων μετόχων κατά την αύξηση του κεφαλαίου (pre emption right). Σημειώνεται ότι σε σχέση με τις ιδιωτικές εταιρείες με μετοχικό κεφάλαιο ο Νόμος δεν περιέχει τέτοια πρόνοια.
Αρχή προτίμησης των υφιστάμενων μετόχων.
Η αρχή της προτίμησης των παλαιών/υφιστάμενων μετόχων (που όπως αναφέραμε δέν επιβάλλεται απο τον Νόμο για ιδιωτικές εταιρείες με μετοχές αλλά η εφαρμογή της ή οχι εξαρτάται απο το Καταστατικό της εταιρείας) έχει σκοπό να προστατέψει τους παλαιούς μετόχους απο την μείωση του ποσοστού ιδιοκτησίας που έχουν στην εταιρεία (protection from dilution). Δηλαδή εάν οι νέες μετοχές δίδονται σε νέους μετόχους χωρίς πρώτα να δοθεί η δυνατότητα στος υφιστάμενους μετόχους να αποφασίσουν εάν τις επιθυμούν η όχι (αναλογικά με το ποσοστό που ήδη κατέχουν) (right of first refusal), τότε το ποσοστό ιδιοκτησίας που κατέχουν στην εταιρεία θα μειώνεται.
Για να αντιληφθούμε την πιο πάνω αρχή παραθέτω πιο κάτω σχετικό παράδειγμα.
Παράδειγμα.
Η εταιρεία Χ, η οποία είναι ιδιωτική εταιρεία με μετοχές έχει εκδομένο κεφάλαιο 100 Ευρώ, διαιρεμένο σε 100 σύνηθες μετοχές του 1 ευρώ έκαστη. Οι μετοχοι της είναι η εξής:
Α. Η Μαρία που έχει 20 μετοχές (20% ιδιοκτησία),
Β. Η Λόλα που έχει 80 μετοχές (80% ιδιοκτησία).
Η Λόλα δύναται απο μόνη της να περάσει ειδικό ψήφισμα (εφόσον έχει πέραν του 75% των ψήφων). Ετσι η Λόλα απο μόνη της μπορεί να αλλάξει το Καταστατικό. Εάν η εταιρεία αυξήσει το μετοχικό κεφάλαιο με άλλες 100 μετοχές ονομαστικής αξίας 1 Ευρώ έκαστη, τότε με βάση την αρχή της προτίμησης των παλαιών μετόχων η Λόλα θα πρέπει να λάβει άλλες 80 και η Μαρία άλλες 20.
Μαρία
Πρίν 20/100, τώρα 40/200 (πάλι 20%, δέν άλλαξε το ποσοστό ιδιοκτησίας στην εταιρεία)
Λόλα
Πρίν 80/100, τώρα 160/200 (πάλι 80% δέν άλλαξε το ποσοστό ιδιοκτησίας στην εταιρεία)
ΌΜΩΣ
Εάν αυτό δέν γίνει αλλά ένας νέος μέτοχος, ο Νικόλας λάβει όλες τις νεοεκδοθείσες 100 μετοχές αυτό θα σημαίνει ότι το ποσοστό ιδιοκτησίας τόσο της Μαρίας όσο και της Λάρας θα μειωθεί αρκετά. Μάλιστα η Λόλα που πρίν μπορούσε να ελέγχει την εταιρεία εφόσον μπορούσε να εγκρίνει ειδικά ψηφίσματα, τώρα δέν μπορεί.
Μαρία
Πρίν 20/100, τώρα 20/200 (από 20% τώρα έχουμε 10%)
Σύμφωνα με το άρθρο 51 του Νόμου, εταιρεία που προβαίνει στην παραχώρηση θα πρέπει εντός ενός μηνός απο την παραχώρηση να καταχωρεί το έντυπο παραχώρησης μετοχών. Σημειώνεται ότι το έντθπο παραχώρησης μετοχών είναι το έντυπο ΗΕ12.
Συγκεκριμένα το άρθρο προνοεί τα εξής:
«51.-(1) Όταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση και με μετοχικό κεφάλαιο προχωρεί στην παραχώρηση των μετοχών της, η εταιρεία παραδίνει στον έφορο εταιρειών στον καθορισμένο τύπο για καταχώρηση μέσα σε ένα μήνα από την παραχώρηση αυτή- (α) έκθεση των παραχωρήσεων που δηλώνει τον αριθμό και ονομαστικό ποσό των μετοχών που περιλαμβάνονται στην παραχώρηση, τα ονόματα, διευθύνσεις και περιγραφές αυτών προς τους οποίους έγινε η παραχώρηση, και το ποσό που πληρώθηκε, αν υπάρχει, ή το οφειλόμενο και πληρωτέο για κάθε μια μετοχή και…(3) Αν δεν υπάρξει συμμόρφωση στο άρθρο αυτό κάθε αξιωματούχος της εταιρείας που ευθύνεται για παράλειψη υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη: Νοείται ότι σε περίπτωση παράλειψης παράδοσης μέσα σε ένα μήνα από την παραχώρηση στο έφορο εταιρειών οποιουδήποτε εγγράφου που απαιτείται να παραδοθεί με βάση το άρθρο αυτό, η εταιρεία, ή οποιοσδήποτε αξιωματούχος, υπεύθυνος για την παράλειψη, δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για θεραπεία και το Δικαστήριο αν ικανοποιηθεί ότι η παράλειψη παράδοσης του εγγράφου ήταν τυχαία ή οφειλόταν σε παραδρομή ή ότι είναι ορθό και δίκαιο να παράσχει απαλλαγή, δύναται να εκδώσει διάταγμα που να παρατείνει το χρόνο της παράδοσης του εγγράφου για τέτοια περίοδο όση το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σωστό…»
Ο εκφοβισμός όπως όλοι γνωρίζουμε δύναται να λάβει ποικίλες μορφές (π.χ λεκτική και σωματική βία, σκόπιμη απομόνωση ατόμου, συνεχής κοροϊδία, ταπεινωτικά σχόλια, ενοχλητικά και εκφοβιστικά μηνύματα, ταπεινωτικά καθήκοντα, διάδοση κακοήθων φημών, διάδοση ψευδών στοιχείων ή/και ντροπιαστικών πληροφοριών) ενώ δύναται να λάβει χώρα σε διάφορους χώρους (π.χ στο σχολείο, στον στρατό, στην εργασία-βλέπετε άρθρο Εκφοβισμός στην Εργασία. – Cyprus Law Notes και στο διαδίκτυο).
Με την ευρεία και ανεξέλεγκτη πλέον χρήση του διαδικτύου, ο διαδικτυακός εκφοβισμός αποτελεί ένα πολύ συχνά διαπραττόμενο αδίκημα στο οποίο δυστυχώς συμβάλλει η ανωνυμία που αυτό προσφέρει, η έλλειψη επαρκούς ελέγχου και ικανοποιητικής νομοθετικής προστασίας.
Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής ορισμός του διαδικτυακού εκφοβισμού στην νομοθεσία μας. Ένας μη νομικός ορισμός που έχει δοθεί στον διαδικτυακό εκφοβισμό (cyber bullying) είναι ο ακόλουθος: “Cyberbullying involves the use of information and communication technologies to support deliberate, repeated, and hostile behavior by an individual or group, which is intended to harm others.” (B. Belsey, “Cyberbullying: An emerging threat to the ‘always on’ generation”, p.2).
Ο πιο πάνω ορισμός προϋποθέτει ότι ο εκφοβισμός περιλαμβάνει την συνεχόμενη (repeated) εχθρική/κακόβουλη (hostile) συμπεριφορά του θύτη. Υπάρχουν όμως διάφοροι ορισμοί και κατα την άποψη πολλών άλλων ειδικών επί του θέματος, η συμπεριφορά δεν πρέπει απαραίτητα να είναι συνεχόμενη αλλά μπορεί να είναι και ένα μεμονωμένο περιστατικό (J. Raskauskas and A. Stolz, “Involvement in traditional and electronic bullying amongst adolescents” (2007) 43(3) Development Psychology 564).
Ειδικότερα όσον αφορά τον διαδικτυακό εκφοβισμό δέν θα πρέπει να είναι αναγκαίο η συμπεριφορά να είναι συνεχόμενη αλλά δύναται να λάβει χώρο και ως ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αυτό είναι απόλυτα λογικό δεδομένης και της μόνιμης φύσης των διαδικτυακών σχολίων και αναρτήσεων και της δυνατότητας δημοσίευσης τους σε μεγάλο αριθμό ατόμων πέραν της μίας φοράς (αναδημοσίευση), που καθιστούν την διάδοση του περιεχομένου αυτού πολύ πιο εύκολη και γρήγορη από τον κλασσικό (μη διαδικτυακό) εκφοβισμό.
Δέν υπάρχει δυστυχώς συγκεκριμένη νομοθεσία η οποία αφορά αποκλειστικά τον διαδικτυακό εκφοβισμό αλλά ένα πρόσωπο μπορεί να καταφύγει σε διάφορους νόμους, ανάλογα με την φύση και τον βαθμό του εκφοβισμού που έχει υποστεί.
Εάν για παράδειγμα, προσωπικές πληροφορίες προσώπου (π.χ φωτογραφίες, βίντεο, ηχογραφημένο υλικό κ.α) έχουν δημοσιοποιηθεί/κοινοποιηθεί χωρίς την συγκατάθεση του, δύναται να ισχυριστεί παραβίαση των προσωπικών του δεδομένων σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 (“ΓΚΠΔ“) καθώς και να ζητήσει την προστασία του Δικαστηρίου (που αποτελεί δημόσια αρχή) ένεκα της παραβίασης της ιδιωτικής του ζωής, σύμφωνα με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (KU v Finland108).
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ τα υποκείμενα δεδομένων έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν απο το άτομο που προκάλεσε την δημοσιοποίηση, ο οποίος αποτελεί υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων αυτών. [1]
Συγκεκριμένα ο ΓΚΠΔ προνοεί τα εξής:
«1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν ισχύει ένας από τους ακόλουθους λόγους: α) τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία, β) το υποκείμενο των δεδομένων ανακαλεί τη συγκατάθεση επί της οποίας βασίζεται η επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) και δεν υπάρχει άλλη νομική βάση για την επεξεργασία, γ) το υποκείμενο των δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 και δεν υπάρχουν επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία ή το υποκείμενο των δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2, δ) τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβλήθηκαν σε επεξεργασία παράνομα, ε) τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διαγραφούν, ώστε να τηρηθεί νομική υποχρέωση βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους, στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, στ) τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν συλλεχθεί σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1. 2. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει δημοσιοποιήσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και υποχρεούται σύμφωνα με την παράγραφο 1 να διαγράψει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής, λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών μέτρων, για να ενημερώσει τους υπευθύνους επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ότι το υποκείμενο των δεδομένων ζήτησε τη διαγραφή από αυτούς τους υπευθύνους επεξεργασίας τυχόν συνδέσμων με τα δεδομένα αυτά ή αντιγράφων ή αναπαραγωγών των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (η έμφαση είναι δική μου).
Σημειώνεται ότι το δικαίωμα αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις εφαρμόζεται και στις μηχανές αναζήτησης (βλέπετε Google Spain SL, Google Inc. v Agencia Española de Protección de Datos, Mario Costeja González (2014), υπόθεση C‑131/12).
Ποινικό Αδίκημα της Επίθεσης.
Εάν υπάρχει δημιουργία φόβου προς το θύμα ότι πρόκειται να ασκηθεί άμεση βία εναντίον του (π.χ cyberstalking, δηλαδή παρακολούθηση συνοδευόμενη με μηνύματα απειλών) τότε δυνατόν να στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα της επίθεσης (βλέπετε R v Burstow [1997] UKHL 34 καιR v Chan Fook (1994) 1 WLR 689 ).
Δυσφήμηση.
Εάν ο εκφοβισμός έχει την μορφή δυσφημιστικής δημοσίευσης στο διαδίκτυο το οποίο εκ φύσεως τείvει στo vα βλάψει ή vα επηρεάσει με δυσμέvεια τηv υπόληψη άλλoυ πρoσώπoυ στo επάγγελμα, επιτήδευμα, τηv εργασία, απασχόληση, ή τη θέση τoυ ή εvδέχεται vα τον εκθέσει σε γεvικό μίσoς, περιφρόvηση ή χλεύη ή εvδέχεται vα πρoκαλέσει τηv απoστρoφή ή απoφυγή oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ από άλλoυς, τότε δυνατόν να στοιχειοθετείται το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης σύμφωνα με το άρθρο 17 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου, εάν συνεπεία αυτής έχει προκληθεί κάποιου είδους ζημιά στον Ενάγοντα (π.χ ψυχική βλάβη).
Ανθρώπινο Δικαίωμα στην ζωή.
Δυστυχώς, έχει συμβεί άτομα να θέσουν τέρμα στην ζωή τους συνεπεία της δυσμενούς επιρροής που είχε ο εκφοβισμός στην ζωή τους και στην ψυχική τους υγεία. Σε τέτοιες περιπτώσεις το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνατόν να θεωρηθεί οτι δέν προστάτεψε επαρκώς το δικαίωμα του θύματος αυτού στην ζωή (βλέπετε Mosendz v. Ukraine αίτηση αρ. 52013/08).
Σημειώνεται ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
«υπεύθυνος επεξεργασίας: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους».
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι για να υπάρχει μια δεσμευτική συμφωνία (σύμβαση), απο την οποία γεννούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις, δέν είναι αρκετή η απλή κατάρτιση ενός εγγράφου που υπογράφεται απο δύο ή περισσότερα πρόσωπα αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να συνυπάρχουν όλα τα συστατικά στοιχεία που απαιτεί ο νόμος.
Τα συστατικά στοιχεία μίας σύμβασης σύμφωνα με τον νόμο είναι η προσφορά (offer), η αποδοχή (acceptance), η αντιπαροχή (consideration), η δικαιοπρακτική βούληση των μερών (intention to create legal relations), ο νόμιμος σκοπός (legal purpose) και η δικαιοπρακτική ικανότητα των μερών (capacity).
Πολλές φορές η προσφορά (offer) συγχέεται με την πρόσκληση για διαπραγμάτευσή (invitation to treat). Είναι σημαντικό όμως να είμαστε σε θέση να διαχωρίσουμε την προσφορά από την πρόσκληση για διαπραγμάτευση.
Σημειώνεται ότι όταν υπάρχει προσφορά, τότε αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή (όπου εάν πληρούνται και οι λοιπές προυποθέσεις δημιουργείται σύμβαση) ή να μήν γίνει αποδεκτή και να γίνει νέα προσφορά (counter offer) απο το άλλο μέρος, η οποία ακυρώνει την πρώτη προσφορά. Απο την άλλη, μια πρόσκληση για διαπραγμάτευση απλώς προσκαλεί το άλλο μέρος να έρθει σε διαπραγματεύσεις και να προβεί σε προσφορά.
Η προσφορά αποτελεί μια πρόθεση συμβατικής δέσμευσης απο το πρόσωπο που προβαίνει σε αυτήν. Μόνο μία προσφορά μπορεί να γίνει αποδεκτή οδηγώντας σε σύναψη σύμβασης.
Η πρόσκληση για διαπραγμάτευση απο την άλλη είναι απλώς μια ένδειξη ότι το πρόσωπο είναι ανοικτό σε διαπραγματεύσεις. Το πρόσωπο αυτό δέν εκφράζει πρόθεση να δεσμευτεί συμβατικά με το άλλο μέρος, αλλά δηλώνει ότι είναι ανοικτός σε προσφορές απο το άλλο πρόσωπο.
Τονίζεται ότι δέν είναι πάντοτε εύκολο να διακρίνουμε εάν μία πρόταση αποτελεί προσφορά ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση και ότι το Δικαστήριο εξετάζει κατα πόσο υπήρχε η πρόθεση για συμβατική δέσμευση (και άρα προσφορά) απο το άτομο που έκανε την πρόταση, σύμφωνα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.
Επισυμαίνεται ότι η ένδειξη τιμής δέν σημαίνει αυτόματα ότι πρόκεται για προσφορά αλλά αυτό που εξετάζεται είναι εάν, με το κριτήριο του μέσου λογικού ανθρώπου, η πρόταση συνοδεύεται απο πρόθεση για συμβατική δέσμευση ή όχι ( άρα αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση).
Για να αντιληφθούμε την διαφορά μεταξύ της πρόσκλησης για διαπραγμάτευσης και της προσφοράς, θα εξετάσουμε δύο υποθέσεις με σχετικά παρόμοια γεγονότα, την Gibson v Manchester City Council [1979] 1 W.L.R. 294 και την Storer v Manchester City Council [1974] 1 W.L.R. 1403
Στην υπόθεση Gibson v Manchester City Council [1979] 1 W.L.R. 294 ο Ενάγοντας ρώτησε τον Δήμο κατα πόσο μπορούσε να αγοράσει το σπίτι στο οποίο ζούσε και το οποίο άνηκε στον πρώτο. Ο Δήμος απάντησε στο ερώτημα του αποστέλλοντας του επιστολή που έλεγε ότι ο Δήμος «δύναται να είναι σε θέση να πουλήσει το σπίτι σε εσάς» («may be prepared to sell») σε καθορισμένη τιμή.
Λίγο αργότερα, ο έλεγχος του Δήμου υπεισήλθε σε άλλα πρόσωπα, τα οποία αποφάσισαν να ανακαλέσουν την δήλωση αυτή, περι της πρόθεσης πώλησης της οικίας στον Ενάγοντα.
Ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι η επιστολή απο τον Δήμο αποτελούσε προσφορά την οποία και είχε αποδεχθεί. Ωστόσο το Αγγλικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή του Δήμου αποτελούσε πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η φράση «may be prepared to sell» δέν έδειχνε συμβατική πρόθεση/πρόθεση για δέσμευση με σύμβαση (contractual intent) αλλά είχε ως στόχο να προσκαλέσει τον Ενάγοντα να προβεί σε προσφορά.
Στην υπόθεση Storer v Manchester City Council [1974] 1 W.L.R. 1403, στην οποία τα γεγονότα δέν διαφέρουν πολύ απο την Gibson v Manchester City Council(βλέπετε πιο πάνω), ο Δήμος έστειλε επιστολή στον Ενάγοντα που έφερε τον τίτλο «Συμφωνία Αγοράς» (“Agreement for sale”) αναφορικά με την οικία του Δήμου. Ο Ενάγοντας υπέγραψε και επέστρεψε την επιστολή πρίν να αλλάξει ο έλεγχος του Δήμου. Ο Δήμος στην συνέχεια, υπο την νέα διοίκηση του αποφάσισε να μήν προβεί στην πώληση της οικίας.
Σε αντίθεση με την υπόθεση Gibson, εδώ το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή αποτελούσε προσφορά που ο Ενάγοντας είχε αποδεχθεί πρίν η πώληση ανακληθεί, λόγω του ότι υπήρχε η πρόθεση για δέσμευση η οποία αποδυκνύεται απο τον τίτλο της επιστολής.
Προϊόντα σε ράφια και σε σε βιτρίνες καταστημάτων.
Σύμφωνα με την νομολογία του κοινοδικαίου, η οποία και ακολουθείται από τα κυπριακά Δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 29.1.γ του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ο γενικός κανόνας είναι ότι η τοποθέτηση προϊόντων σε ράφια καταστήματος αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά (Pharmaceutical Society of Great Britain v Boots Cash Chemists [1953] 1 Q.B. 401).
Για να εξηγήσω την λογική πίσω από αυτό τον κανόνα, παραθέτω πιο κάτω σχετικά παραδείγματά.
Παράδειγμα 1.
Εάν ένα ανήλικο παιδί 13 ετών εισέρχεται σε ένα σούπερ μάρκετ και τοποθετήσει στο καλάθι του ένα αλκοολούχο ποτό, τότε με την τοποθέτηση στο καλάθι ο πωλητής θα είναι ένοχος για παράνομη πώληση/προσφορά αλκοόλ σε ανήλικο.
Για τον λόγο αυτό, τα Δικαστήρια του κοινοδικαίου προνόησαν, ετσι που σε περιπτώσεις πώλησης προιόντων σε καταστήματα, η τοποθέτηση τους στα ράφια να αποτελεί απλώς πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά. Αυτό σημαίνει ότι στην προσφορά θα προβεί ο ανήλικος όταν παρουσιάσει το ποτό στο ταμείο και έτσι στην συνέχεια ο υπάλληλος του ταμείου θα μπορεί (εκ μέρους του καταστήματος) να αρνηθεί την συναλλαγή.
Παράδειγμα 2.
Ένας ενήλικας που επισκέφθηκε ένα κατάστημα ρούχων τοποθετεί στο καλάθι του μια μπλούζα για να την δοκιμασει. Εάν η ύπαρξη της μπλούζας στο κατάστημα αποτελούσε προσφορά, τοτε με την τοποθέτηση στο καλάθι θα υπήρχε σύμβαση και αυτός θα ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει. Εάν όμως η ύπαρξη της στο ράφι αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση τότε έχει την δυνατότητα να την δοκιμάσει (ή και οχι) και να μήν την αγοράσει, αφού καμία σύμβαση δέν έχει ολοκληρωθεί. Εάν διαλέξει να την αγοράσει, τότε με την παράδοση της στον ταμία, προβαίνει σε προσφορά την οποία ο ταμίας μπορεί να αποδεχθεί και να γίνει η σύμβαση και στην συνέχεια ο καταναλωτής να πληρώσει.
Με παρόμοια λογική όπως και με τα προϊόντα σε ράφια, τα Δικαστήρια της Αγγλίας αποφάσισαν ότι προϊόντα σε βιτρίνες αποτελούν πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά (FishervBell [1961] 1 Q.B. 394).
Αγορές μέσω διαδικτύου.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η παρουσία των προϊόντων στην σελίδα αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση και ότι όταν τα προσθέτουμε στο ηλεκτρονικό καλάθι προβαίνουμε σε προσφορά. Μετά η εταιρεία/πωλητής μπορεί να δεχθεί η να αρνηθεί την συναλλαγή (π.χ “thisproductcannotbeshippedtoCyprus” και άρα δέν γινεται δεκτή). Το χρονικό σημείο της αποδοχής διαφέρει ανάλογα με την ιστοσελίδα.
Διαφημίσεις
Κατα γενικό κανόνα οι διαφημίσεις αποτελούν πρόσκληση για διαπραγμάτευση και όχι προσφορά (PartridgevCrittenden).
Η λογική είναι η εξής. Μία διαφήμιση απευθύνεται σε ευρύ κοινό και συνεπώς δέν δύναται να είναι προσφορά καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε πάρα πολλές συμβάσεις, αφού κάθε φορά που κάποιος την αποδεχόταν θα δημιουργείτο και μία ξεχωριστή σύμβαση.
Όμως δύναται να αποτελεί και προσφορά εάν απο το περιεχόμενο της φαίνεται να υπήρχε στα μάτια του μέσου λογικού παρατηρητή, πρόθεση απο αυτόν που διαφημίζει να συμβληθεί.
Για σκοπούς κατανόησης παραθέτω πιο κάτω κάποια παραδείγματα.
Παράδειγμα.
Η Κ διαφημίζει στην εφημερίδα Σ το βιβλίο της. Η διαφήμιση αυτή αν αποτελούσε προσφορά, τότε κάθε φορά που κάποιος επικοινωνούσε μαζί της για να το αγοράσει αυτή θα ήταν υποχρεωμένη να του το πουλήσει και κάθε φορά που αυτή αδυνατούσε (π.χ δέν είχε αρκετά αντίγραφα) θα ήταν ένοχη για παράβαση σύμβασης. Εάν όμως αποτελεί πρόσκληση για διαπραγμάτευση, τότε ο προτιθέμενος αγοραστής επικοινωνώντας μαζί της κάνει την προσφορά και εναπόκειται στην ίδια να την αποδεχθεί η όχι. Τονίζεται ότι η ένδειξη τιμής απο την ίδια στην διαφήμισή δεν αλλάζει το γεγονός ότι η διαφήμισή είναι πρόσκληση για διαπραγμάτευση, διότι αυτό που εξετάζεται είναι εάν υπάρχει κατα τον μέσο λογικό παρατηρητή πρόθεση συμβατικής δέσμευσης ή όχι.
Εξαιρέσεις- Διαφημίσεις
Παρά το γεγονός ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι οι διαφημίσεις αποτελούν πρόσκληση για διαπραγμάτευση, τονίζεται ότι κάθε φορά το Δικαστήριο εξετάζει την πρόθεση αυτού που διαφημίζει όπως θα την έκρινε ένας μέσος λογικός άνθρωπος (δεν είναι υποκειμενικό αλλά αντικειμενικό) με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης (εάν προκύπτει πρόθεση για συμβατική δέσμευση θα είναι προσφορά).
Η πιό γνωστή αυθεντία επι του θέματος είναι η απόφαση Carlill v Carbolic Smoke Ball Co Ltd [1893] 1 Q.B. 256. Σε αυτή την υπόθεση οι εναγόμενοι τοποθέτησαν διαφήμιση σε εφημερίδα για το προϊόν τους «Carbolic Smoke Ball», ένα μηχάνημα που όπως ισχυρίζονταν μπορούσε να θεραπεύσει ορισμένες ασθένειες, όπως η γρίπη. Η διαφήμιση παρότρυνε τον κόσμο να το δοκιμάσει και υποσχόταν 100 ευρώ σε όποιον το χρησιμοποιούσε και αρρωστούσε με γρίπη. Συγκεκριμένα, η διαφήμιση προνοούσε τα εξής: “£100 reward will be paid to any person who contracts the increasing epidemic influenza … after having used the ball three times daily for two weeks according to the printed directions supplied with each ball. £1000 is deposited with the Alliance Bank, Regent Street, showing our sincerity in the matter.”
Στην βάση της δήλωσης αυτής, η κυρία Carlill αγόρασε το προϊόν και το χρησιμοποίησε για πολλούς μήνες αλλά μετά αρρώστησε με γρίπη. Όταν ζήτησε το ποσό των 100 λιρών που εδικαιούτο σύμφωνα με την διαφήμιση, η εταιρεία αρνήθηκε να της το δώσει, λέγοντάς ότι η διαφήμισή δεν ήταν προσφορά εφόσον δεν υπήρχε πρόθεση συμβατικής δέσμευσης και ήταν απλώς ένα διαφημιστικό τέχνασμα (marketing device). Ωστόσο το αγγλικό Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσε προσφορά.
Η υπόθεση αυτή διαφέρει απο τις συνηθισμένες περιπτώσεις διαφημίσεων διότι αποτελεί μια πρόσκληση στο ευρύ κοινό να δοκιμάσουν το προϊόν, ενώ είχε ήδη σύμφωνα με την δήλωση κατατεθεί ποσό στην τράπεζα για την πληρωμή του δώρου (prize). Αποτελεί έτσι μία μορφή μονομερούς σύμβασης, όπου η αποδοχή γίνεται με συγκεκριμένο προκαθορισμένο στην προσφορά τρόπο (εδώ με την αγορά, χρήση και στην συνέχεια νοουμένου ότι αρρωστήσουν με γρίπη) και δέν υπάρχει χώρος για διαπραγματεύσεις.
Tenders (πρόσκληση για προσφορά)
Π.χ αγγελία για πώληση μετοχών.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι αποτελούν προσκλήσεις για διαπραγμάτευση.
O κανόνας αυτός ειναι γενικός και υπόκειται σε εξαιρέσεις. Για αυτό πάντοτε πρέπει να εξετάζονται τα περιστατικά της υπόθεσης.
Δημοπρασίες
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η προσφορά γίνεται απο το άτομο προσφέρει ένα ποσό και η αποδοχή γίνεται με το κτύπημα του σφυριού (Payne v Cave (1789) 3 T.R. 148).
O κανόνας αυτός ειναι γενικός και υπόκειται σε εξαιρέσεις ανάλογα με τα περιστατικά και το είδος της δημοπρασίας.
Παρότι υπάρχει τοποθέτηση προϊόντων, θεωρούνται κατα γενικό κανόνα προσφορά και όχι πρόσκληση για διαπραγμάτευση, αφού η πρόθεση είναι το προϊόν να δοθεί σε όποιον βάλει το αντίστοιχο ποσό της τιμής και δέν υπάρχει περιθώριο για διαπραγμάτευση με μία μηχανή (Thornton v Shoe Lane Parking [1971] 2 Q.B. 163).
Τονίζεται ότι κάθε περίπτωση εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
Η παράγωγη αγωγή (derivative action) είναι η αγωγή η οποία καταχωρείται απο μέτοχο ή μετόχους μειοψηφίας της εταιρείας εκ μέρους της εταιρείας, όταν το αγώγιμο δικαίωμα ανήκει στην εταιρεία (και όχι στον μέτοχο/στους μετόχους προσωπικά) και με την οποία αιτείται/ουνται αποζημίωση υπέρ της εταιρείας.
Η παράγωγη αγωγή αποτελεί μία από τις εξαιρέσεις στον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο όταν ένα αδίκημα διαπράττεται εις βάρος εταιρείας,τότε η αγωγή θα πρέπει να καταχωρηθεί από την εταιρεία και όχι από τους μετόχους (Foss v. Harbottle (1843) 2 Hare 461).
Συστατικά στοιχεία (πρέπει να πληρούνται σωρευτικά).
Δόλος απο τους αδικοπραγούντες: Για να δύναται να καταχωρηθεί παράγωγη αγωγή θα πρέπει η πράξη που καταγγέλλεται να αποτελεί καταδολίευση των μετόχων της μειοψηφίας. Σημειώνεται ότι τα Δικαστήρια έχουν δώσει μία ευρόια ερμηνεία στην έννοια του δόλου με τρόπο που αυτή καλύπτει μόνο όχι μόνο πράξεις των διευθυντών που έγιναν καθ’ υπέρβαση εξουσιών αλλά και κάθε έμμεση λήψη οφέλους περιλαμβανομένης και της απώλειας εκ μέρους της εταιρείας να χρησιμοποιήσει μια ευκαιρία που της δίνεται στην πορεία των εμπορικών δοσοληψιών της (loss of opportunity) (Cooke v. Deeks [1916] 1 A.C. 554).
Έλεγχος της εταιρείας απο τους αδικοπραγούντες: οι αδικοπραγούντες θα πρέπει να ελέγχουν την εταιρεία με τρόπο που αποτρέπουν την εταιρεία να εγείρει την αγωγή στο δικό της όνομα, είτε επειδή κατέχουν τέτοιο αριθμό μετοχών που δύνανται να εμποδίσουν την έγκριση ψηφίσματος (wearing their shareholders hat) ή επειδή αποτελούν την πλειοψηφία των διοικητικών συμβούλων (wearing the directors hat) και δύνανται με τον τρόπο αυτό να εμποδίσουν ψήφισμα συμβούλων ή την σύγκληση γενικής συνέλευσης.
Σύμφωνα με την Yiannis G. Mammous κ.ά. v. Willstrop κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 90 :
«..Παράγωγη αγωγή είναι η αγωγή που εγείρεται από ένα μέτοχο και βασίζεται σε αιτία αγωγής που έχει η εταιρεία, σε αντιπαράθεση με αιτία αγωγής που ανήκει στον μέτοχο. Το Κοινοδίκαιο επιτρέπει σε ένα μέτοχο μειοψηφίας να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας σε περιπτώσεις όπου η εταιρεία δεν ενεργεί η ίδια, γιατί ο αδικοπραγών ελέγχει την εταιρεία και μπορεί να την εμποδίσει από του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια».
Σε παράγωγες αγωγές η εταιρεία πρέπει να προστίθεται ονομαστικά ως συνεναγόμενη, ούτως ώστε να δεσμεύεται απο την απόφαση του Δικαστηρίου.
Τα πιο πάνω αποτελούν μία συνοπτική περιγραφή της παράγωγης αγωγής και δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
Εάν ένα πρόσωπο κακόβουλα και χωρίς εύλογη αιτία διεξάγει ποινική, πτωχευτική ή για διάλυση εταιρείας διαδικασία στο Δικαστήριο η οποία δέν επιτυγχάνει, τότε το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η διαδικασία αυτή (νομικό η φυσικό) δύναται να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του πρώτου για κακόβουλη δίωξη, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Σκοπός του νομoθέτη είναι να προστατεύσει πρόσωπα από κακόβουλες διώξεις, οι οποίες έχουν ως σκοπό την πρόκληση σκανδάλου ή πιθανή απώλεια της ελευθερίας τους (πχ διαδικασία για την κήρυξή προσώπου ως διανοητικά ασθενή ή που αποσκοπεί στην φυλάκιση του).
Όπως λέχθηκε στην απόφαση Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50 :
“Our Constitution safeguards the right of liberty and the right of reputation. Therefore, a cause of action, intending to protect these rights from being endangered by malicious prosecution, not only is not repugnant or inconsistent, but, on the contrary, it accords to the constitutional provisions and enables the citizen to vindicate such rights” (η έμφαση είναι δική μου).
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 (ο «Νόμος»):
«Κακόβoυλη δίωξη συvίσταται στηv πραγματική, κακόβoυλη και χωρίς εύλoγη και πιθαvή αιτία έvαρξη ή συvέχιση αvεπιτυχoύς πoιvικής, πτωχευτικής ή για διάλυση εταιρείας διαδικασίας κατά άλλoυ πρoσώπoυ, αv η διαδικασία αυτή- (α) Πρoκάλεσε σκάvδαλo για τηv πίστη ή τηv υπόληψη τoυ πρoσώπoυ αυτoύ ή πιθαvή απώλεια της ελευθερίας τoυ͘ και (β) κατέληξε, αv στηv πραγματικότητα μπoρoύσε με τov τρόπo αυτό vα καταλήξει, υπέρ τoυ πρoσώπoυ αυτoύ: Νoείται ότι καμιά αγωγή για κακόβoυλη δίωξη δεv εγείρεται κατά oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ για μόvo τo λόγo ότι τo πρόσωπo αυτό παρείχε πληρoφoρίες σε κάπoια αρμόδια αρχή η oπoία και άρχισε oπoιαδήπoτε διαδικασία».
Σύμφωνα με το σύγγραμμα Clerk & LindsellonTorts 23rdEd, Κεφάλαιο 5, Ενότητα 3:
«In an action for maliciousprosecution the claimant must show first that he was prosecuted by the defendant, that is to say, that the law was set in motion against him by the defendant on a criminal charge or, now, via civil proceedings; secondly, that the prosecution was determined in his favour; thirdly, that it was without reasonable and probable cause; and fourthly, that it was malicious. The onus of proving every one of these is on the claimant. Evidence of malice of whatever degree cannot be invoked to dispense with or diminish the need to establish separately each of the first three elements of the tort» (η έμφαση είναι δική μου).
Παραθέτω πιο κάτω τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος (τα οποία θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά).
Πραγματική, κακόβουλη και χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία έναρξη ή συνέχιση ποινικής (και όχι πειθαρχικής-βλέπετε Αριστοδήμου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 1 Α.Α.Δ. 728)[1]), πτωχευτικής ή για διάλυση εταιρείας διαδικασίας (εάν υπήρχε εύλογη και πιθανή αιτία δέν δύναται να καταχωρηθεί αγωγή για κακόβουλη δίωξη) κατά άλλου προσώπου (του Ενάγοντα στην αγωγή για κακόβουλη δίωξη), και
Η διαδικασία αυτή ήταν ανεπιτυχής. Έληξε δηλαδή υπέρ του προσώπου αυτού (του Ενάγοντα στην αγωγή για κακόβουλη δίωξη).
Η διαδικασία αυτή προκάλεσε σκάvδαλo για τηv πίστη ή τηv υπόληψη τoυ πρoσώπoυ αυτoύ ή πιθαvή απώλεια της ελευθερίας του ( η ύπαρξη ζημιάς είναι απαραίτητη. Το αδίκημα δέν είναι αγώγιμο απο μόνο του).
Όμως σημειώνεται ότι καμία αγωγή για κακόβουλη δίωξη δέν δύναται να καταχωρηθεί εναντίον ενός προσώπου απλώς και μόνο επειδή αυτό το πρόσωπο παρείχε πληροφορίες ή κατήγγειλε αυτόν σε αρμόδια αρχή, εάν η τελευταία άρχισε την διαδικασία εναντίον του (βλέπετε Barkhuysen v Hamilton[2016] EWHC 2858 (QB); [2018] Q.B. 1015). Η αγωγή για κακόβουλή δίωξη ασκείται μόνο εναντίον αυτού που κίνησε την δικαστική διαδικασία, εκτός εάν το πρόσωπο/αρχή αυτή δέν είχε την δυνατότητα να διεξάγει ανεξάρτητη έρευνα αλλά βασίστηκε μόνο στις πληροφορίες του καταγγέλλοντα, επειδή μόνο ο καταγγέλλοντας μπορούσε να γνωρίζει τα γεγονότα (π.χ Martin v. Watson (1996) AC 74 όπου έγινε καταγγελία για για αισχρή αποκάλυψη εναντίον γείτονα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να καταχωρηθεί αγωγή εναντίον της καταγγέλλουσας για κακόβουλη δίωξη διότι τα γεγονότα της υπόθεσης τα γνώριζε μόνο αυτή και έτσι η αστυνομία δεν μπορούσε να διεξάγει ανεξάρτητη έρευνα).
Εάν για παράδειγμα η Αστυνομία μετά απο καταγγελίες και αφού διεξάγει έρευνα και λάβει αρκετές καταθέσεις απο μάρτυρες αποφασίσει ότι ο Χ είναι ύποπτος για κάποιο αδίκημα και στην συνέχεια εκκινήσει ποινική διαδικασία εναντίον του στο Ποινικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα το πρόσωπο να καθίσταται κατηγορούμενος αλλά στην συνέχεια το Δικαστήριο αποφασίσει ότι είναι αθώος, τότε τα πρόσωπα που κατέθεσαν ως μάρτυρες στην αστυνομία δέν δύναται να κατηγορηθούν για κακόβουλη δίωξη.
Παρομοίως, εάν η Χ καταγγείλει τον Ψ στην αστυνομία για κάποιο αδίκημα και στην συνέχεια η αστυνομία αφού διεξάγει έρευνα εκκινησει διαδικασία εναντίον του στο Ποινικό Δικαστήριο, αλλά στην συνέχεια το Δικαστήριο αποφασίσει ότι είναι αθώος, τότε ο Ψ δέν δύναναται να καταχωρήσει αγωγή για κακόβουλη δίωξη εναντίον της Χ αλλά θα πρέπει να κινηθεί εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα ώς το πρόσωπο που άσκησε την ποινική δίωξη εναντίον του.
Περαιτέρω, εάν γίνει καταγγελία απο πρόσωπο (Κ) εναντίον άλλου προσώπου (Ψ) στον Δήμο για την διάπραξη κάποιου αδικήματος (π.χ δημόσιας οχληρίας με βάση τον ποινικό κώδικα) και στην συνέχεια ο Δήμος αφού διεξάγει έρευνα προχωρήσει με ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον του Ψ, εάν υποθέσουμε ότι η αγωγή ήταν κακόβουλη και αβάσιμη ο Ψ δέν μπορεί να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του Κ για κακόβουλη δίωξη αλλά μόνο εναντίον του Δήμου, που εκκίνησε την διαδικασία στο Δικαστήριο.
Σημειώνεται ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1]«η πειθαρχική δίωξη δεν αποτελεί δικαστική διαδικασία και ασφαλώς δεν διεξάγεται ενώπιον Δικαστηρίου».
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όταν ένα πρόσωπο κατά την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων διαπράξει κάποιο αστικό αδίκημα εις βάρος μας, προκαλώντας μας ζημιά, έχουμε την δυνατότητα να ενάγουμε τον εργοδότη του, τόσο σύμφωνα με την αρχή της φαινόμενης πληρεξουσιότητας (ostensible authority, βλέπετε άρθρο Υπέρβαση εξουσιοδότησης και Φαινόμενη πληρεξουσιότητα – Cyprus Law Notes) όσο και με βάση την αρχή της εκ προστήσεως ευθύνης (vicarious liability).
Η εκ προστήσεως ευθύνη είναι μια μορφή αυστηρής ευθύνης (strict liability offence), εφόσον είναι η ευθύνη που βαραίνει τον εργοδότη έναντι τρίτων προσώπων για τις πράξεις ή παραλείψεις των εργοδοτουμένων του οι οποίες τελέστηκαν κατα την εκτέλεση των εργασιακών τους καθηκόντων, υπο την ιδιότητα τους ώς αντιπρόσωποι του εργοδότη ακόμη και εάν αυτές δέν εξουσιοδοτήθηκαν απο τον εργοδότη (βλέπετε Dubai Aluminium Co Ltd v Salaam [2002] UKHL 48; [2003] 2 A.C. 366.).
Η αρχή της εκ πρoστήσεως ευθύνης αποσκοπεί στην διαφύλαξη του δικαιώματος του θύματος σε αποζημίωση, διότι ένας εργοδότης έχει μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια να αποζημιώσει το τρίτο πρόσωπο που έχει υποστεί ζημιά (Deep Pockets Theory) απο τον εργοδοτούμενο που την προκάλεσε, εφόσον καλύπτεται απο ασφάλεια (employers liability insurance).
Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, κύριος (δλδ εργοδότης) ευθύνεται για κάθε πράξη ή παράλειψη που τελέστηκε από τον υπηρέτη του (δλδ εργοδοτούμενο) εάν την εξουσιοδότησε ή την ενέκρινε καθώς και για κάθε πράξη ή παράλειψη που τελέστηκε από τον υπηρέτη του την οποία δεν ενέκρινε η εξουσιοδότησε, εάν αυτή τελέστηκε από τον υπηρέτη κατά την απασχόληση του.
Σύμφωνα με το άρθρο 13(2) του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, μία πράξη (με τον όρο πράξη εννοούμε τόσο πράξη όσο και παράλειψη) θεωρείται ότι τελέστηκε κατά τηv απασχόληση του εργοδοτούμενου εαv τελέστηκε από αυτόv υπό τηv ιδιότητα τoυ ως εργοδοτούμενου και εvώ εκτελoύσε τα συvήθη και παρεμπίπτovτα με τηv απασχόληση τoυ καθήκovτα και είναι αδιάφορο εάν η πράξη αυτή ήταv πλημμελής τρόπoς εκτέλεσης πράξης εξoυσιoδoτημέvης από τov εργοδότη.
‘Όμως σημειώνεται ότι η πράξη δεv θεωρείται ότι τελέστηκε κατά τηv απασχόληση του υπηρέτη/εργοδοτούμενου αv τελέστηκε από υπηρέτη/εργοδοτούμενο πoυ εvεργoύσε για δικoύς τoυ σκoπoύς και όχι εκ μέρoυς τoυ κυρίoυ.
Στην υπόθεσηMarsh v. Moores, [1949] 2 K.B. 208, Lynskey J. λέχθηκαν τα εξής στην σελ. 215:-
“It is well settled law that a master is liable even for acts which he has not authorized provided that they are so connected with the acts which he has authorized that they may rightly be regarded as modes, of doing them. On the other hand, if the unauthorized and wrongful act of the servant is not so connected with the authorized act as to be a mode of doing it but is an independent act, the master is not responsible for, in such a case the, servant is not acting in the course of his employment but has gone outside it.“ (η έμφαση είναι δική μου).
Εάν για παράδειγμα ένας οδηγός ταξί κατα την διάρκεια της εργασίας του και καθώς μεταφέρει πελάτη προκαλέσει ατύχημα, τότε ο εργοδότης του (η εταιρεία ταξί) ευθύνεται για την πράξη του έναντι του τρίτου προσώπου που υπέστη ζημιά.
Απο την άλλη, εάν ο οδηγός ταξί, εκτός των ωρών εργασίας έχει επισκεφθεί μία μπυραρία και κατα τον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι του προκαλέσει ατύχημα με το αυτοκίνητο της εταιρείας ταξί, τότε ο εργοδότης (η εταιρεία ταξί) δέν φέρει ευθύνη προς το τρίτο πρόσωπο που υπέστη ζημιά.
«It is quite clear, therefore, that in order to fix liability on the owner of a car for the negligence of its driver it is necessary to show that either the driver is the owner’s servant, or that, at the material time, the driver was acting on the owner’s behalf as his agent. To establish the existence of the agency relationship it is necessary to show that the driver was using the car at the owner’s request, express or implied, or on his instructions, and was doing so in performance of a task or duty thereby delegated to him by the owner. The fact that the driver was using the car with the owner’s permission, and that the purpose for which the car was being used was one in which the owner had an interest or concern, is not sufficient to establish vicarious liability» (η έμφαση είναι δική μου).
Επίσης, εργοδότης/κύριος δέν ευθύνεται για πράξη που τελέστηκε απο πρόσωπο που δέν ήταν υπηρέτης/εργοδοτούμενος του αλλά πρόσωπο στο οποίο ο υπηρέτης/εργοδοτούμενος ανέθεσε την άσκηση των καθηκόντων του χωρίς την εξουσιοδότηση (ρητή η σιωπηρή) του εργοδότη/κυρίου.
Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, για να υπάρχει εκ προστήσεως ευθύνη, θα πρέπει να αποδειχθούν τα πιο κάτω στοιχεία:
Πράξη ή παράλειψη που συνιστά αδίκημα να διαπράχθηκε απο πρόσωπο.
Το πρόσωπο αυτό να είναι εργοδοτούμενος (σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου).
Η πράξη/παράλειψη που συνιστά αδίκημα να έχει διαπραχθεί κατα την άσκηση των εργασιακών καθηκόντων του εργοδοτούμενου, και όχι κατα την διάρκεια εκτέλεσης πράξεων για προσωπικούς σκοπούς που δέν έχουν σχέση με την εργασία (βλέπετε πιο πάνω).
Ανεξάρτητοι Επαγγελματίες.
Στην υπόθεση Barclays Bank Plc v Various Claimants [2020] UKSC 13 το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι πρόσωπο (νομικό η φυσικό) το οποίο συμβάλλεται με ανεξάρτητο επαγγελματία δέν φέρει ευθύνη για πράξεις του ανεξάρτητου επαγγελματία, ο οποίος ενεργούσε με το δικό του όνομα (had been in business on his own account) και όχι ως αντιπρόσωπος του πρώτου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι
Σε σχέση με τους δημοσίους υπαλλήλους, σημειώνεται ότι η Δημοκρατία φέρει ευθύνη για τις πράξεις τους οι οποίες συνιστούν αδικήματα, σύμφωνα με το άρθρο 172 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 172 του Συντάγματος:
«Η Δημοκρατία ευθύνεται δια πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ’ επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας» (η έμφαση είναι δική μου).
Εξαιρέσεις
Σημειώνεται όμως ότι για κάποια αδικήματα ο εργοδότης δέν φέρει εκ προστήσεως ευθύνη, εκτός εάν ρητά εξουσιοδότησε ή ενέκρινε αυτά.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου:
«Αvεξάρτητα από τις διατάξεις τoυ Νόμoυ αυτoύ αvτιπρoσωπευόμεvoς ή κύριoς δεv ευθύvεται για παράvoμη κατακράτηση άλλoυ πρoσώπoυ η oπoία εvεργήθηκε από τov αvτιπρόσωπo ή τov υπηρέτη τoυ εκτός αv αυτός ρητά εξoυσιoδότησε ή εvέκριvε τηv κατακράτηση αυτή» (η έμφαση είναι δική μου).
Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου:
«Αvεξάρτητα από τις διατάξεις τoυ Νόμoυ αυτoύ, αvτιπρoσωπευόμεvoς ή κύριoς δεv ευθύvεται για επίθεση πoυ διαπράττεται από τov αvτιπρόσωπo ή τov υπηρέτη τoυ εκτός αv ρητά εξoυσιoδότησε ή εvέκριvε αυτήv» (η έμφαση είναι δική μου).
Σύμφωνα με το άρθρο 33 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου:
«Αvεξάρτητα από τις διατάξεις τoυ Νόμoυ αυτoύ, αvτιπρoσωπευόμεvoς ή κύριoς δεv ευθύvεται για κακόβoυλη δίωξη πoυ άρχισε από τov αvτιπρόσωπo ή τov υπηρέτη τoυ εκτός αv ρητά εξoυσιoδότησε ή εvέκριvε τη δίωξη αυτή» (η έμφαση είναι δική μου).
Τονίζεται ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά περιστατικά.
Ένα θέμα που έχει απασχολήσει έντονα τους πολίτες από τον Μάρτιο του περασμένου έτους, όπου και άρχισαν να επιβάλλονται διάφορα μέτρα από τις κυβερνήσεις για αντιμετώπιση και αναχαίτιση της εξάπλωσης του COVID-19, είναι η συμβατότητα των μέτρων αυτών με τα Συνταγματικά και Ανθρώπινα μας Δικαιώματα.
Είναι δεδομένο ότι τα μέτρα αυτά έχουν περιορίσει σημαντικά την άσκηση των συνταγματικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας, όπως το δικαίωμα της μετακίνησης, των συναθροίσεων, της εκπαίδευσης, της απασχόλησης, της θρησκείας κ.α.
Σημειώνεται ότι τα πλείστα συνταγματικά μας δικαιώματα δεν είναι απόλυτα αλλά δύνανται να υπόκεινται σε όρους, περιορισμούς και κυρώσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου αυτό επιτρέπεται από τον νόμο και είναι αναγκαίο για την προστασία καθορισμένων σημαντικών σκοπών, συμπεριλαμβανομένης μεταξύ άλλων της δημόσιας υγείας.
Συνεπώς δέν χωρεί αμφιβολίας ότι oι περιορισμοί σε κάποια απο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας καθίστανται αναγκαίοι για την προστασία της δημόσιας υγείας μέχρι την αποτελεσματική αναχαίτιση της εξάπλωσης της πανδημίας. Πάντοτε θα πρέπει όμως να εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας και τα μέτρα να μήν υπερβαίνουν το μέτρο του αναγκαίου.
Δεδομένης της παρατεταμένης χρονικής διάρκειας των μέτρων αυτών, πολλοί πολίτες ισχυρίζονται ότι η παραβίαση των Συνταγματικών τους Δικαιωμάτων είναι δυσανάλογη και πέραν του αναγκαίου.
Σημειώνεται ότι η Κύπρος δέν έχει κυρήξει κατάσταση εκτάκτης ανάγκης, κατι που θα επέτρεπε την αναστολή ορισμένων συνταγματικών δικαιωμάτων (βλέπετε άρθρο 183 του Συντάγματος).
Παραθέτω παρακάτω κάποια απο τα Συνταγματικά μας δικαιώματα που έχουν επηρεαστεί δυσμενώς απο τα μέτρα της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της πανδημίας.
Δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση. (άρθρο 13 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας)
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθέρας μετακινήσεως εντός του εδάφους της Δημοκρατίας και διαμονής εις οιονδήποτε τμήμα αυτής υποκείμενος εις τους υπό του νόμου επιβαλλομένους, αναγκαίους δε κρινομένους μόνον διά την άμυναν ή την δημοσίαν υγείαν περιορισμούς ή ούς προβλέπονται ως ποινή επιβαλλομένη υπό του αρμοδίου δικαστηρίου. 2. Έκαστος έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψη μονίμως ή προσωρινώς το έδαφος της Δημοκρατίας υποκείμενος εις τους υπό του νόμου τεθειμένους ευλόγους περιορισμούς».[1]
Το δικαίωμα αυτό όπως όλοι γνωρίζουμε έχει περιοριστεί σημαντικά με την ελεγχόμενη μετακίνηση με απστολή μηνύματος, με ανώτατο όριο τις 2 μετακινήσεις την ημέρα, νοουμένου ότι αυτές εμπίπτουν σε προκαθορισμένες κατηγορίες και διαρκούν μέχρι και 3 ώρες έκαστη και με το curfew/απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά από συγκεκριμένη ώρα το βράδυ.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο αλλά δύναται να υπόκειται σε περιορισμούς όπου αυτό είναι αναγκαίο για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας και νοουμένου ότι οι περιορισμοί επιβάλλονται από τον νόμο.
2. Δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Άρθρο 21 του Συντάγματος της ΚΔ.
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς. 2. Έκαστος έχει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων περιλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως συντεχνιών και προσχωρήσεως εις ταύτας προς προστασίαν των ιδίων αυτού συμφερόντων. Παρά τους κατά την τρίτην παράγραφον του παρόντος άρθρου περιορισμούς, ουδείς εξαναγκάζεται να προσχωρήσει εις οιονδήποτε συνεταιρισμόν ή να συνεχίση να μετέχη αυτού ως μέλος. 3. Ουδείς άλλος περιορισμός επιβάλλεται επί της ασκήσεως των δικαιωμάτων τούτων πλην των υπό του νόμου καθοριζομένων, απολύτως δε αναγκαίων μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του παρόντος Συντάγματος εις παν πρόσωπον είτε το πρόσωπον τούτο μετέχει τοιαύτης συγκεντρώσεως ή είναι μέλος τοιούτου συνεταιρισμού, είτε ου. 4. Απαγορεύεται πας συνεταιρισμός έχων αντικείμενον ή δράσιν αντιθέτους προς την συνταγματικήν τάξιν. 5. Ο νόμος δύναται να υποβάλη εις περιορισμούς την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό προσώπων ανηκόντων εις τας ενόπλους δυνάμεις, την αστυνομίας ή την χωροφυλακήν. 6. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης επί συστάσεως εταιρειών παντός είδους και άλλων κερδοσκοπικών συνεταιρισμών, τηρουμένων των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ρυθμίζοντος τα της ιδρύσεως ή τα της κτήσεως της νομικής προσωπικότητος, τα των μετεχόντων μελών, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τούτων, τα της διαχειρίσεως και διοικήσεως και τα της εκκαθαρίσεως και διαλύσεως αυτών». (η υπογράμμιση είναι δική μου).
Όπως γνωρίζουμε το δικαίωμα μας αυτό έχει περιοριστεί αρκετά με τους περιορισμούς σε συναθροίσεις σε οικείες, πάρκα κτλ (όπου υπάρχει μέγιστος αριθμός ατόμων).
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο αλλά δύναται να υπόκειται σε περιορισμούς όπου αυτό είναι αναγκαίο για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας, νοουμένου ότι οι περιορισμοί επιβάλλονται από τον νόμο.
3. Δικαίωμα στην απασχόληση. Άρθρο 25 του Συντάγματος της ΚΔ.
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα να ασκή οιονδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται εις οιανδήποτε απασχόλησιν, εμπόριον ή επικερδή εργασίαν. 2. Η άσκησις του δικαιώματος τούτου δύναται να υπαχθή εις τους υπό του νόμου τιθεμένους όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις, αναφερομένους αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα διά την άσκησιν οιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα ή οίτινες είναι απαραίτητοι μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή προς το δημόσιον συμφέρον υπό τον όρον ότι διατυπώσεις, όροι και περιορισμοί δεν θα τίθενται διά νόμου κατ’ επίκλησιν του δημοσίου συμφέροντος εφ’ όσον είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητος. 3. Κατ’ εξαίρεσιν των προμνησθεισών διατάξεων του παρόντος άρθρου ο νόμος δύναται να ορίση, εφ’ όσον τούτο συνάδη προς το δημόσιον συμφέρον, ότι ωρισμέναι επιχειρήσεις παρέχουσαι ουσιώδη δημοσίαν υπηρεσίαν ή σχετικαί προς την εκμετάλλευσιν των πηγών ενεργείας ή άλλων φυσικών πόρων θα ασκώνται αποκλειστικώς υπό της Δημοκρατίας ή υπό δήμου ή υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ιδρυομένου προς τον σκοπόν τούτον υπό του ανωτέρω νόμου και διοικουμένου υπό τον έλεγχον της Δημοκρατίας και του οποίου το κεφάλαιον δύναται να προέρχηται εκ δημοσίων και ιδιωτικών πόρων ή μόνον εξ εκατέρας των πηγών τούτων. Εφ’ όσον όμως τοιαύτη επιχείρησις ησκείτο υπό οιουδήποτε προσώπου, πλην δήμου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αι χρησιμοποιηθείσαι διά την τοιαύτην επιχείρησιν εγκαταστάσεις τη αιτήσει του ενδιαφερομένου εξαγοράζονται επί τη καταβολή δικαίου τιμήματος υπό της Δημοκρατίας ή του δήμου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αναλόγως της περιπτώσεως».
Το δικαίωμα αυτό έχει περιοριστεί αρκετά, με τις υποχρεωτικές αναστολές εργασιών για ορισμένες επιχειρήσεις, ενώ υπόκειται σε όρους και προυποθέσεις, με την υποχρεωτική υποβολή σε rapid test κ.α
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο αλλά δύναται να υπόκειται σε περιορισμούς όπου αυτό είναι αναγκαίο για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας και νοουμένου ότι οι περιορισμοί επιβάλλονται από τον νόμο.
4. Δικαίωμα στην θρησκεία (Άρθρο 18 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας).
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. 2. Πάσαι αι θρησκείαι, των οποίων τα δόγματα και αι ιεροτελεστίαι δεν είναι μυστικαί, είναι ελεύθεραι. 3. Πάσαι αι θρησκείαι είναι ίσαι ενώπιον του νόμου. Μη θιγομένης της κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητος των Κοινοτικών Συνελεύσεων, ουδεμία νομοθετική, εκτελεστική ή διοικητική πράξις της Δημοκρατίας δύναται να κάμη δυσμενή διάκρισιν εις βάρος οιουδήποτε θρησκευτικού ιδρύματος ή θρησκείας. 4. Έκαστος είναι ελεύθερος και έχει το δικαίωμα να πρεσβεύη την πίστιν αυτού και να εκδηλώνη την θρησκείαν ή τας θρησκευτικάς αυτού πεποιθήσεις διά της λατρείας, διδασκαλίας, ασκήσεως ή τηρήσεως των τύπων είτε ατομικώς είτε συλλογικώς κατ’ ιδίαν ή δημοσία και να μεταβάλλη την θρησκείαν ή τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις αυτού. 5. Η χρήσις φυσικής ή ηθικής βίας προς τον σκοπόν, όπως εξαναγκασθή το άτομον να μεταβάλη την θρησκείαν αυτού ή να εμποδισθή όπως, μεταβάλη ταύτην, απαγορεύεται. 6. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή της θρησκευτικής πεποιθήσεως υπόκειται μόνον εις τους υπό του τόμου προδιαγεγραμμένους περιορισμούς τους αναγκαίους προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον. 7. Μέχρι της συμπληρώσεως του δεκάτου έκτου έτους της ηλικίας η απόφασις περί της θρησκείας, την οποίαν θα ακολουθήση το άτομον λαμβάνεται υπό του έχοντος την νόμιμον επιμέλειαν αυτού. 8. Ουδείς δύναται να υποχρεωθή εις πληρωμήν οιουδήποτε φόρου ή τέλους, αι πρόσοδοι των οποίων έχουσιν ειδικώς διατεθή εν όλω ή εν μέρει διά σκοπούς αναγομένους εις θρησκείαν διάφορον της ιδίας αυτού».
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο αλλά δύναται να υπόκειται σε περιορισμούς όπου αυτό είναι αναγκαίο για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας, νοουμένου ότι οι περιορισμοί επιβάλλονται από τον νόμο.
5. Δικαιωμα στην εκπαίδευση. Αρθρο 20 του Συντάγματος.
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα να εκπαιδεύηται και έκαστον άτομον ή ίδρυμα έχει το δικαίωμα να παρέχη εκπαίδευσιν τηρουμένων των διατυπώσεων, όρων και περιορισμών των επιβαλλομένων υπό του οικείου κοινοτικού νόμου των αναγκαίων μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή του βαθμού και της ποιότητος της παιδείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των γονέων, όπως διασφαλίζωσιν υπέρ των τέκνων αυτών εκπαίδευσιν συνάδουσαν προς τας θρησκευτικάς αυτών πεποιθήσεις. 2. Μερίμνη της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως ή στοιχειώδης εκπαίδευσις θέλει καταστή δωρεάν προσιτή εν τοις αντιστοίχοις κοινοτικοίς σχολείοις της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως. 3. Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι υποχρεωτική διά πάντας τους πολίτας τους έχοντας συμπληρώσει την απαιτουμένην ηλικίαν, ως θέλει ορίσει ο οικείος κοινοτικός νόμος. 4. Μερίμνη της ελληνικής και της τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως θα καταστή προσιτή πλην της στοιχειώδους και η περαιτέρω εκπαίδευσις εις ενδεδειγμένα και άξια υποστηρίξεως πρόσωπα, εφ’ ους όρους και προϋποθέσεις θα ορίση ο οικείος κοινοτικός νόμος».
Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, το δικαίωμα αυτό δέν είναι απόλυτο αλλά δύναται να υπόκειται σε περιορισμούς, όπου αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας.
6. Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 30 του Συντάγματος)
«1. Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται να προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται. 2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου. Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν’ απαγγέλλωνται εν δημοσία συνεδριάσει, πλην όμως ο τύπος και το κοινόν δύνανται ν’ αποκλεισθώσιν εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης τη αποφάσει του δικαστηρίου, οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ’ ας κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάσει δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης. 3. Έκαστος έχει το δικαίωμα: (α) να πληροφορηθή τους λόγους, δι’ ους καλείται να εμφανισθή ενώπιον του δικαστηρίου, (β) να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχη χρόνον επαρκή διά την προπαρασκευήν τούτων, (γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω, (δ) να έχη συνήγορον της ιδίας αυτού εκλογής και να έχη δωρεάν νομικήν αρωγήν, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή τούτο και όπως ο νόμος ορίζει, (ε) να έχει δωρεάν συμπαράστασιν διερμηνέως, εφ’ όσον δεν δύναται να κατανοή ή ομιλή την εν τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν».
Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, το δικαίωμα αυτό είναι απόλυτο και δέν χωρεί δυνατότητα περιορισμού του για λόγους δημοσίας υγείας.
Μετά απο την αναγνώριση του COVID-19 ως πανδημία απο τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την επιβολή μέτρων καταπολέμησης της απο την ΚΔ είχαν αναβληθεί πολλές υποθέσεις ενώ απαγορεύθηκε για μεγάλο διάστημα η καταχώρηση νέων αγωγών, με αποτέλεσμα το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη να επηρεαστεί δυσμενώς.
Δυνατότητα πολίτη να κινηθεί δικαστικά εναντίον της Κυβέρνησης.
Διοικητική Προσφυγή
Σημειώνεται ότι είναι πολύ δύσκολο για πολίτη να προσφύγει με διοικητική προσφυγή εναντίον της Κυβέρνησης της ΚΔ για παραβίαση των δικαιωμάτων του λόγω των μέτρων καταπολέμησης της πανδημίας, διότι τα μέτρα αυτά είναι συλλογικά και αποτελούν πράξεις κυβερνήσεως και είναι συνεπώς δύσκολο να αποδειχθεί έννομο ενεστώς συμφέρον του προσφέυγοντα.
Αστική Αγωγή
Για να καταχωρηθεί αστική αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας σύμφωνα με το Άρθρο 172 του Συντάγματος, θα πρέπει να αποδειχθεί άδικη πράξη η παράλειψη που έχει προκαλέσει ζημιά και η οποία τελέστηκε απο όργανο της Κυβέρνσης κατα την άσκηση των καθηκόντων του (εδώ Υπουργ. Υγείας) Για να θεωρείται τέτοια πράξη άδικη θα πρέπει να μήν εξουσιοδοτείται απο τον νόμο. Επειδή όμως τα Διατάγματα αυτά εκδίδονται δυνάμει του Περι Λοιμοκαθάρσεως Νόμου Κεφ. 260, άρθρο 6, είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι τέτοια πράξη είναι άδικη.[2]
Προδικαστική παραπομπή απο το Κυπριακό Δικαστήριο στο ΕΔΑΔ.
Σε σχέση με την δυνατότητα προδικαστικής παραπομπής του ζητήματος στο ΕΔΑΔ στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας στην Κύπρο, σημειώνεται ότι το ΕΔΑΔ πολύ δύσκολα θα αποφασίσει ότι υπάρχει ευθύνη του κράτους σε σχέση με συλλογικά μέτρα που λαμβάνει το κράτος για την καταπολέμηση της πανδημίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 34 της Ευρωπαικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:
«Το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί της εξέτασης προσφυγής που υποβάλλεται από κάθε φυσικό πρόσωπο, μη κυβερνητικό οργανισμό ή ομάδα ατόμων, που ισχυρίζεται ότι είναι θύμα παραβίασης, από ένα από τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη, των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκολλά της. Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην παρεμποδίζουν με κανένα μέτρο την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αυτού».
Στην υπόθεση Le Mailloux v. France(αίτηση υπ’αριθμό 18108/20), πολίτης της Γαλλίας που διέμενε στην πόλη Marseille προσέφυγε στο ΕΔΑΔ ισχυριζόμενος ότι τα μέτρα της Γαλλικής Κυβέρνησης για την καταπολέμηση της πανδημίας καταπατούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα (συγκεκριμένα το δικαίωμα στην ζωή, σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και ελευθερία της έκφρασης. Εδώ τα γεγονότα διαφέρουν με την έννοια ότι ο πολίτης προέβαλε ότι τα μέτρα δέν προστάτευαν επαρκώς την υγεία και όχι ότι ήταν πέραν του αναγκαίου). Το ΕΔΑΔ απέρριψε την προσφυγή του τονίζοντας ότι απέτυχε να αποδείξει προσωπικό έννομο συμφέρον, ότι δηλαδή επηρεάστηκε προσωπικά από αυτά τα μέτρα. Σύμφωνα με το ΕΔΑΔ πολίτης δεν δύνανται να ισχυριστεί παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του η οποία προέρχεται από συλλογικά μέτρα που λαμβάνει το κράτος (actio popularis) εφόσον θα πρέπει να είναι ο ίδιος θύμα της παραβίασης της Σύμβασης και να έχει υποστεί άμεση ζημιά από το μέτρο το οποίο καταγγέλλει.
[2]«6. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Διάταγμα να εκδίδει Κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για όλους ή για οποιουσδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς: (α) τον καθορισμό των μέτρων που λαμβάνονται εντός της Δημοκρατίας σε οποιαδήποτε τοπική περιοχή, είτε εντός είτε εκτός της Δημοκρατίας, που κηρύχτηκε ως μολυσμένη τοπική περιοχή (β) την παρεμπόδιση της εισαγωγής οποιασδήποτε επικίνδυνης μολυσματικής ασθένειας εντός της Δημοκρατίας ή οποιουδήποτε μέρους αυτής από οποιαδήποτε τοπική περιοχή εκτός της Δημοκρατίας, είτε η τοπική αυτή περιοχή είναι μολυσμένη τοπική περιοχή είτε όχι (γ) την παρεμπόδιση της εξάπλωσης οποιασδήποτε επικίνδυνης μολυσματικής ασθένειας από οποιαδήποτε τοπική περιοχή εντός της Δημοκρατίας, είτε είναι μολυσμένη τοπική περιοχή είτε όχι, σε οποιαδήποτε άλλη τοπική περιοχή εντός της Δημοκρατίας (δ) την παρεμπόδιση της μετάδοσης οποιασδήποτε επικίνδυνης μολυσματικής ασθένειας από τη Δημοκρατία ή από οποιαδήποτε τοπική περιοχή εντός της Δημοκρατίας, είτε είναι μολυσμένη τοπική περιοχή είτε όχι, σε οποιαδήποτε τοπική περιοχή εκτός της Δημοκρατίας (ε) το καθορισμό των εξουσιών και καθηκόντων τέτοιων λειτουργών που δυνατό να τους ανατεθεί η εφαρμογή των Κανονισμών αυτών (στ) τον καθορισμό των τελών και δικαιωμάτων που πρέπει να καταβάλλονται για οποιοδήποτε θέμα ή πράγμα που γίνεται βάσει των Κανονισμών αυτών, και το καθορισμό του προσώπου από το οποίο θα καταβάλλονται τα τέλη και δικαιώματα αυτά, και τα πρόσωπα τα οποία θα επιβαρύνονται με τα έξοδα εφαρμογής οποιωνδήποτε τέτοιων Κανονισμών και το πρόσωπο από το οποίο δύνανται να ανακτηθούν οποιαδήποτε τέτοια έξοδα που προκλήθηκαν από τη Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, και (ζ) γενικά για την εφαρμογή των σκοπών και διατάξεων του Νόμου αυτού και οποιασδήποτε υγειονομικής σύμβασης στην οποία η Δημοκρατία προσχώρησε ή δυνατό μελλοντικά να προσχωρήσει (η) τη δημιουργία δικτύου Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Ελέγχου Λοιμωδών Νοσημάτων με στόχο την παρακολούθηση, καταγραφή, ανάλυση δεδομένων που αφορούν λοιμώδη νοσήματα και την παροχή πληροφοριών σε αρμόδιες αρχές άλλων χωρών»
Ένας δικηγόρος προτού συμβουλεύσει έναν πελάτη του να προχωρήσει με την καταχώρηση αγωγής οφείλει να εξετάσει τα προδικαστικά ζητήματα που σχετίζονται με την δυνατότητα έγερσης της αγωγής (pre action considerations). Αυτά αποτελούν την δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων (jurisdiction), το ζήτημά παραγραφής η μή του αγώγιμου δικαιώματος (limitation period), την ύπαρξη και φύση του αγώγιμου δικαιώματος (cause of action), τις θεραπείες που δύνανται να ζητηθούν κ.α.
Για να μπορεί να καταχωρηθεί αγωγή στα κυπριακά δικαστήρια, θα πρέπει αυτά να έχουν δικαιοδοσία, σύμφωνα με την Διάταξη 6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Σε περίπτωση που τα κυπριακά δικαστήρια δέν έχουν δικαιοδοσία, τότε o Eναγόμενος δύναται να εγείρει το θέμα της έλλειψης δικαιοδοσίας και τέτοια αγωγή θα απορριφθεί απο τα Κυπριακά Δικαστήρια. Τονίζεται όμως ότι εάν ο Εναγόμενος καταχωρήσει εμφάνιση, τα Κυπριακά Δικαστήρια θα αποκτήσουν δικαιοδοσία ακόμη και εάν δέν είχαν (submission to the jurisdiction of the Cyprus Court).
Σύμφωνα με την Διάταξη 6 των Θεσμών πολιτικής δικονομίας, δικαιοδοσία παρέχεται στα Κυπριακά Δικαστήρια στις πιο κατω περιπτώσεις:
Αν η διαφορά αφορά ακίνητο που βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ),
Όταν η διαφορά αφορά συμβόλαιο ή έγγραφο το οποίο σχετίζεται με ακίνητη περιουσία στη ΚΔ,
Σε περίπτωση όπου υπάρχει κάποιος εναγόμενος που μένει μόνιμα στη Κύπρο (τουλάχιστον ένας εκ των εναγομένων διαμένει στην Κύπρο).
Η διαφορά αφορά διαχείριση περιουσίας αποβιώσαντα που είχε ως τελευταία μόνιμη κατοικία του την Κύπρο,
Η διαφορά αφορά ανάκτηση αποζημιώσεων που προκύπτουν λόγω παράβασης σύμβασης που έχει γίνει στη Κύπρο,
Η διαφορά αφορά αστικό αδίκημα που διαπράχθηκε στην Κύπρο,
Αφορά αίτηση για απαγορευτικό διάταγμα σε σχέση με πράξη που λαμβάνει χώρα στην Κύπρο,
Συγκεκριμένα, η Διαταγή 6, Θεσμός 1 προνοεί τα εξής:
«1. Subject to section 15 of the Courts of Justice Law, Cap. 11, service out of the jurisdiction of a writ of summons or notice of a writ of summons may be allowed by the Court or a, Judge whenever- (a) the whole subject matter of the action is immovable property of any kind situated in Cyprus; or (b) any act, deed, will, contract, obligation, or liability affecting immovable property of any kind situated in Cyprus, is sought to be construed, rectified, set aside, or enforced in the action; or (c) any relief is sought against any person domiciled or ordinarily resident in Cyprus; or (d) the action is for the administration of the movable property of any deceased person who at the time of his death was domiciled in Cyprus, or for the execution (as to property situated in Cyprus) of the trusts of any written instrument, of which the person to be served is a trustee, which ought to be executed according to the law of Cyprus; or (e) the action is one brought to enforce, rescind, dissolve, annul, or otherwise affect a contract or to recover damages or other relief for or in respect of the breach of a contract- (i) made in Cyprus, or (ii) made by or through an agent trading or residing in Cyprus on behalf of a principal trading or residing out of Cyprus, or is one brought in respect of a breach committed in Cyprus of a contract wherever made, even though such breach was preceded or accompanied by a breach out of Cyprus which rendered impossible the performance of the part of the contract which ought to have been performed in Cyprus; or (f) the action is founded on a civil wrong committed in Cyprus; or (g) any injunction is sought as to anything to be done in Cyprus, or any nuisance in Cyprus is sought to be prevented or removed, whether damages are or are not also sought in respect thereof; or (h) any person out of Cyprus is a necessary or proper party to an action properly brought against some other person duly served in Cyprus».
Σε περίπτωση που τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία σε σχέση με την διαφορά, σύμφωνα με την Διάταξή 6 των Θεσμών αλλά ο Εναγόμενος ή ένας εκ των Εναγομένων (αν έχουμε περισσότερους από ένα Εναγόμενους) βρίσκεται στην αλλοδαπή, τότε εφόσον (σε σχέση με αυτόν που βρίσκεται στην αλλοδαπή) δέν δύναται να γίνει επίδοση του κλητήριου εντάλματος (εναρκτήριου εγγράφου της αγωγής) στην Κύπρο, τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που απαιτείται για την επίδοση εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εάν ο Εναγόμενος που βρίσκεται στην αλλοδαπή είναι ο μοναδικός εναγόμενος ή εάν κανένας εκ των εναγομένων δέν έλαβε επίδοση του κ.εντάλματος εντός του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας (διότι ολοι βρίσκονται εκτός ΚΔ), τότε θα πρέπει να καταχωρηθεί στο Δικαστήριο αίτηση για άδεια σφράγισης του κλητήριου Εντάλματος, δηλαδή αίτηση για άδεια καταχώρησης του κλητήριου εντάλματος που θα επιδοθεί στην αλλοδαπή.
Εάν ένας εκ των Εναγομένων έχει λάβει επίδοση στην ΚΔ, τότε δέν απαιτείται άδεια σφράγισης παρόλο που οι υπόλοιποι Εναγόμενοι βρίσκονται στο εξωτερικό. Στην υπόθεση Larticon Co ν. Detergenta Developments Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 1121 λέχθηκαν τα εξής:
«Η λήψη άδειας για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος πριν από την καταχώρησή του λόγω της ύπαρξης διαδίκων εκτός δικαιοδοσίας δεν ήταν αναγκαία, σύμφωνα με τις πρόνοιες τη Δ.6(1)(h), εφόσο στο κλητήριο ένταλμα εμφανίζεται εναγόμενος εντός της δικαιοδοσίας… ΌΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Η Α΄ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΙΔΑΛΙΟΥ, ΕΝΩ Η Β΄ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΟ DUSSELDORF, ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ. Η ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ “ΌΧΙ ΓΙΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΕΚΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥΣ 2 ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ“. ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΠΟΦΑΝΘΗΚΕ ΟΤΙ Η ΛΗΨΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΦΡΑΓΙΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΙΑΔΙΚΩΝ ΕΚΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΝΑΓΚΑΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΗΣ Δ.6(1)(H), ΕΦΟΣΟ ΣΤΟ ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ».
Η αίτηση για άδεια σφράγισης είναι μονομερής αίτηση η οποία συνοδεύεται απο ένορκη δήλωση (βλέπετε Διάταξη 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Στην ένορκη δήλωση θα πρέπει να επεξηγείται ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία σύμφωνα με την Διάταξη 6 των Θεσμών.
Περαιτέρω, τόσο σε περιπτώσεις που υπάρχει τουλάχιστον ένας Εναγόμενος εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και σε περιπτώσεις που δέν υπάρχει κανένας, αφού υπάρχει Εναγόμενος εκτός της Κ.Δημοκρατίας, θα πρέπει να γίνει αίτηση για άδεια επίδοσης στην αλλοδαπή.
Σημειώνεται ότι εάν ο Εναγόμενος είναι Κύπριος πολίτης που βρίσκεται στην αλλοδαπή, χρειάζεται αίτηση για άδεια επίδοσης του κλιτηρίου εντάλματος στην αλλοδαπή ενώ εάν ο Εναγόμενος είναι αλλοδαπός στην αλλοδαπή θα πρέπει να δοθεί άδεια για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στην αλλοδαπή (δέν επιδίδεται το κλητήριο αλλά η ειδοποίηση για αυτό).
Η αίτηση για άδεια επίδοσης εκτός Κύπρου είναι θα πρέπει να συνοδεύεται απο ένορκη δήλωση.
Σύμφωνα με την Διάταξη 6.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:
«4. Every application for leave to serve a writ of summons or notice thereof on a defendant out of Cyprus shall be supported by affidavit or other evidence satisfying the Court or Judge that the plaintiff has prima facie a good cause of action and showing in what place or country such defendant is or probably may be found, and whether such defendant is a British subject or not, and the grounds upon which the application is made; and no such leave shall be granted unless it shall be made sufficiently to appear to the Court or Judge that the case is a proper one for service out of Cyprus under this Order».
Η αίτηση στο Δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται στα ελληνικά (αφού oι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι τα ελληνικά και τα τούρκικα).
Εάν εκδοθεί διάταγμα από το Δικαστήριο που να επιτρέπει την επίδοση στην αλλοδαπή, τότε όλα τα έγγραφα, δηλαδή το κλητήριο ένταλμα ή η ειδοποήση περι αυτού (ανάλογα την περίπτωση, βλέπετε πιο πάνω), η αίτηση για σφράγιση του κλητήριου εντάλματος (εάν εφαρμόζεται), το διάταγμα σφράγισης (εάν εφαρμόζεται), η αίτηση για επίδοση κλητήριου ή ειδοποίησης κλητήριου στο εξωτερικό και το διάταγμα που επιτρέπει την επίδοση του κλητήριου ή της ειδοποίησης κλητήριου στην αλλοδαπή θα πρέπει να μεταφραστούν στην γλώσσα του κράτους όπου θα επιδοθούν και να σταλούν εις διπλούν (for service and for return) μαζί με σχετικό έντυπο επίδοσης.
Σημειώνεται ότι ο τρόπος επίδοσης εξαρτάται απο το κράτος στο οποίο αυτή θα γίνει. Για τα κράτη που υπέγραψαν την Σύμβαση της Χάγης για την επίδοση και κοινοποίηση στην αλλοδαπή δικαστικών και εξώδικων εγγράφων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, εφαρμόζεται η σχετική διαδικασία που προνοεί η Σύμβαση και αρμόδια αρχή είναι το Υπουργείο δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας. (βλέπετε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ALL/?uri=CELEX%3A22016A0322%2801%29).
Σε περίπτωση που το κράτος στο οποίο βρίσκεται ο Εναγόμενος δέν έχει υπογράψει την Σύμβαση της Χάγης ή των Ευρωπαϊκό Κανονισμό, τότε εξετάζεται κατα πόσο υπάρχει διμερής σύμβαση με την Κυπριακή Δημοκρατία και αρμόδια αρχή είναι το Υπουργείο Εξωτερικών.
Πώς μπορούν μέτοχοι οι οποίοι δεν είναι ικανοποιημένοι με ορισμένους διοικητικούς συμβούλους τους (οι δυσαρεστημένοι μέτοχοι) να προβούν στην απομάκρυνση των τελευταίων απο το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας; [1]
Το άρθρο 178(1) του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (ο «Νόμος») δίδει την δυνατότητα σε μετόχους/μέλη να παύσουν διοικητικούς συμβούλους τους με σύνηθες ψήφισμα (δηλαδή απλή πλειοψηφία των μετόχων/μελών που είναι παρών και δικαιούνται να ψηφίσουν) πριν την εκπνοή της θητείας τους, παρά την όποια πρόνοια στο καταστατικό και την όποια συμφωνία μεταξύ της εταιρείας και των συμβούλων.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 178.2 για να λάβει χώρα ψήφισμα παύσης συμβούλου, θα πρέπει να δοθεί ειδική ειδοποίηση (τουλάχιστον 28 ημερών πρίν την προτεινόμενη συνέλευση) απο τους δυσαρεστημένους μετόχους στην εταιρεία για την πρόθεση υποβολής τέτοιου ψηφίσματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 136 του Νόμου:
«Όταν με οποιαδήποτε διάταξη που περιλαμβάνεται πιο κάτω στο Νόμο αυτό απαιτείται ειδική ειδοποίηση ψηφίσματος, το ψήφισμα δεν αποκτά αποτέλεσμα εκτός αν ειδοποίηση για την πρόθεση ότι θα προταθεί έχει δοθεί στην εταιρεία τουλάχιστον είκοσι οκτώ ημέρες πριν από τη συνέλευση στην οποία προτείνεται, και η εταιρεία δίνει στα μέλη της ειδοποίηση για οποιοδήποτε τέτοιο ψήφισμα κατά τον ίδιο χρόνο και τρόπο όπως η ειδοποίηση για τη συνέλευση, ή αν αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατό, δίνει ειδοποίηση για αυτό, τουλάχιστον είκοσι μια ημέρες πριν από τη συνέλευση, είτε με δημοσίευμα σε εφημερίδα που έχει ικανοποιητική κυκλοφορία ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που επιτρέπει το καταστατικό: Νοείται ότι αν, μετά την επίδοση στην εταιρεία ειδοποίησης για την πρόθεση ότι το ψήφισμα αυτό θα προταθεί, συγκληθεί συνέλευση για ημερομηνία είκοσι οκτώ ή λιγότερες ημέρες από την επίδοση της ειδοποίησης, η ειδοποίηση λογίζεται ότι δόθηκε κατάλληλα για τους σκοπούς της άν και αυτή δεν δόθηκε μέσα στον απαιτούμενο από το άρθρο αυτό χρόνο».
Στην συνέχεια η εταιρεία θα πρέπει να δώσει ειδοποίηση σε όλους τους μετόχους/μέλη (δυσαρεστημένους και μή) όπως οφείλει σύμφωνα με τον νόμο (σημειώνεται ότι για σύνηθες ψηφίσματα όπως η παύση συμβούλου δίδεται τουλάχιστον 14 μέρες ειδοποίηση απο την εταιρεία στους μετόχους).
Με τη λήψη της ειδοποίησης απο τους δυσαρεστημένους μετόχους, η εταιρεία θα πρέπει αμέσως να στείλει αντίγραφο στον διευθυντή που αφορά, ο οποίος θα δικαιούται να ακουστεί κατά την γενική συνέλευση είτε αυτός είναι μέλος της εταιρείας είτε όχι. Ο σύμβουλος αυτός δύναται εντός εύλογης διάρκειας απο την λήψη της ειδοποίησης να κάνει γραπτές παραστάσεις οι οποίες μπορεί να αιτηθεί να κοινοποιηθούν στα μέλη.
Στην πράξη, όταν το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας λάβει την ειδοποίηση απο τους δυσαρεστημένους μετόχους για το προτεινόμενο ψήφισμα παύσης διοικητικού συμβούλου, έχει δύο επιλογές.
Η πρώτη επιλογή είναι να θέσει το θέμα για ψήφιση απο τους μετόχους σε γενική συνέλευση και να ειδοποιήσει τους μετόχους για αυτό, δίδοντας την αναγκαία προειδοποίηση σύμφωνα με τον Νόμο ή εάν αυτό δέν είναι πρακτικά δυνατό (π.χ επειδή έχουν ήδη σταλεί ειδοποιήσεις για την ερχόμενη γ.σ, δύναται να γίνει μικρότερη ειδοποίηση στην επίσημη εφημερίδα ή με άλλο τρόπο που προνοεί το Καταστατικό της Εταιρείας).
Απο την άλλη, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να μήν καλέσει συνέλευση για ψήφιση του θέματος της παύσης του συμβούλου. (PedleyvInlandWaterwaysAssociationLtd (1977).
Σε τέτοια περίπτωση οι μέτοχοι, νοουμένου ότι κατέχουν τουλάχιστον 1/10 του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας δύνανται να εξαναγκάσουν το Διοικητικό Συμβούλιο να συγκαλέσει την συνέλευση (βλέπετε άρθρο Δυνατότητα μετόχων να σύγκαλέσουν έκτακτη Γενική Συνέλευση (ΕΓΣ). – Cyprus Law Notes) σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 126 του Περι Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. (PedleyvInlandWaterwaysAssociationLtd (1977).
Το άρθρο 126 του Νόμου προνοεί τα εξής
«126.-(1) Οι σύμβουλοι εταιρείας, ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιλαμβάνεται στο καταστατικό της, μετά από αίτηση μελών της εταιρείας που κατέχουν μετοχές κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης όχι λιγότερες από το ένα δέκατο του πληρωμένου κεφαλαίου της εταιρείας που έχουν δικαίωμα ψήφου σε γενικές συνελεύσεις της εταιρείας κατά την ημερομηνία της κατάθεσης, ή σε περίπτωση εταιρείας που δεν έχει μετοχικό κεφάλαιο, μελών της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν όχι λιγότερο από το ένα δέκατο του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου των μελών που κατά την αναφερόμενη ημερομηνία έχουν δικαίωμα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, προχωρούν αμέσως στη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης της εταιρείας. (1Α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), ή οτιδήποτε περιέχεται στο καταστατικό της, οι σύμβουλοι εισηγμένης εταιρείας σε οργανωμένη αγορά, μετά από αίτηση μελών της εταιρείας που κατέχουν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης όχι λιγότερο του ενός εικοστού του πληρωμένου κεφαλαίου της εταιρείας που κατά την ημερομηνία κατάθεσης φέρει το δικαίωμα ψήφου σε γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, αμέσως συγκαλούν δεόντως έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας. (2) Η αίτηση πρέπει να δηλώνει τους σκοπούς της συνέλευσης και πρέπει να υπογράφεται από τους αιτητές και να κατατίθεται στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας και δύναται να αποτελείται από διάφορα έγγραφα παρόμοιου τύπου του καθενός υπογραμμένου από έναν ή περισσότερους αιτητές. (3) Αν οι σύμβουλοι μέσα σε είκοσι μια ημέρες από την ημερομηνία της κατάθεσης της αίτησης, δεν προχωρούν κατάλληλα στη σύγκληση της συνέλευσης, οι αιτητές ή οποιοιδήποτε από αυτούς που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ένα δεύτερο του συνολικού αριθμού αυτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, δύνανται οι ίδιοι να συγκαλέσουν συνέλευση αλλά οποιαδήποτε συνέλευση που συγκαλείται με τον τρόπο αυτό δεν συγκροτείται μετά την εκπνοή τριών μηνών από την αναφερόμενη ημερομηνία. (4) Συνέλευση που συγκλήθηκε από τους αιτητές σύμφωνα με το άρθρο αυτό, συγκαλείται με τον ίδιο τρόπο, με τον πλησιέστερο δυνατό τρόπο, όπως συγκαλούνται οι συνελεύσεις από τους συμβούλους. (5) Οποιεσδήποτε εύλογες δαπάνες που γίνονται από τους αιτητές λόγω της παράλειψης των συμβούλων να συγκαλέσουν συνέλευση, πληρώνονται στους αιτητές από την εταιρεία, και οποιοδήποτε ποσό που πληρώθηκε με τον τρόπο αυτό κρατείται από την εταιρεία από τα οφειλόμενα ποσά ή τα ποσά που θα καταστούν από την εταιρεία οφειλόμενα υπό τύπο δικαιωμάτων ή άλλης αμοιβής σχετικά με τις υπηρεσίες των διευθυντών αυτών που ευθύνονται για παράλειψη. (6) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού οι σύμβουλοι, σε περίπτωση συνέλευσης που προτείνεται ψήφισμα ως ειδικό ψήφισμα, θεωρούνται ότι δεν συγκάλεσαν κατάλληλα τη συνέλευση αν δεν δώσουν τέτοια ειδοποίηση του ψηφίσματος όπως απαιτείται από το άρθρο 135»
Σε περίπτωση που εταιρεία παύσει σύμβουλο χωρίς να ακολουθηθεί η πιο πάνω διαδικασία/οι πιο πάνω προθεσμίες, τότε αυτός δύναται να καταχωρήσει αίτηση για απαγορευτικό διάταγμα σύμφωνα με το άρθρο 32 του Περι Δικαστηρίων Νόμου (Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another(1982) 1 C.L.R. 557).[2] Ωστόσο όμως σημειώνεται ότι εάν η πλειοψηφία των μετόχων ήταν δυσαρεστημένοι και επιθυμούσαν την παύση του συγκεκριμένου διοικητικού συμβούλου, τότε τέτοια παύση μπορεί οποτεδήποτε να εγκριθεί απο αυτούς (Bentley–Stevens v. Jones(1974) 1 W.L.R. 638)
Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Το άρθρο 178 του Περι Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 προνοεί τα εξής:
«178.-(1) Εταρεία δύναται με σύνηθες ψήφισμα να παύσει σύμβουλο πριν από τη λήξη της θητείας του, ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιλαμβάνεται στο καταστατικό της ή σε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ της εταιρείας και αυτού: Νοείται ότι σε περίπτωση ιδιωτικής εταιρείας το εδάφιο αυτό δεν παρέχει εξουσία για την παύση συμβούλου που κατέχει ισόβια θέση κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού ανεξάρτητα αν αυτός είναι υποχρεωμένος να αποχωρήσει λόγω περιορισμού του ορίου ηλικίας σύμφωνα με το καταστατικό ή διαφορετικά. (2) Απαιτείται ειδική ειδοποίηση για οποιοδήποτε ψήφισμα για παύση συμβούλου με βάση το άρθρο αυτό ή για το διορισμό κάποιου στη θέση συμβούλου που παύθηκε με τον τρόπο αυτό στη συνέλευση που αυτός παύεται, και με την παραλαβή ειδοποίησης του προτεινόμενου ψηφίσματος για την παύση συμβούλου με βάση το άρθρο αυτό, η εταιρεία αποστέλλει αμέσως στον ενδιαφερόμενο σύμβουλο, αντίγραφο της και ο σύμβουλος δικαιούται να ακουστεί στη συνέλευση για το ψήφισμα είτε αυτός είναι μέλος της εταιρείας είτε όχι. (3) Όταν δίνεται ειδοποίηση προτεινόμενου ψηφίσματος για την παύση συμβούλου με βάση το άρθρο αυτό και ο ενδιαφερόμενος σύμβουλος κάνει γραπτές παραστάσεις εύλογης διάρκειας προς την εταιρεία σχετικά με αυτή και ζητά την κοινοποίηση τους στα μέλη της εταιρείας, η εταιρεία, εκτός αν οι παραστάσεις λήφθηκαν αργά για να δυνηθεί η εταιρεία να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό- (α) δηλώνει το γεγονός ότι έγιναν οι παραστάσεις σε οποιαδήποτε ειδοποίηση για το ψήφισμα που δόθηκε στα μέλη της εταιρείας και (β) αποστέλλει αντίγραφο των παραστάσεων σε κάθε μέλος της εταιρείας στο οποίο αποστέλλεται ειδοποίηση της συνέλευσης (πρίν από ή μετά τη λήψη των παραστάσεων από την εταιρεία), και αν δεν αποσταλεί αντίγραφο των παραστάσεων όπως προαναφέρθηκε λόγω της καθυστέρησης της παραλαβής τους ή λόγω παράλειψης από την εταιρεία, ο σύμβουλος δύναται, χωρίς βλάβη του δικαιώματος του να ακουστεί προφορικά, να απαιτήσει να αναγνωστούν στη συνέλευση οι παραστάσεις: Νοείται ότι δεν υπάρχει ανάγκη να αποσταλούν αντίγραφα των παραστάσεων και δεν υπάρχει ανάγκη να διαβαστούν οι παραστάσεις κατά τη συνέλευση αν, με αίτηση της εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ισχυρίζεται ότι είναι δυσαρεστημένο, το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι έγινε κατάχρηση των δικαιωμάτων που χορηγούνται από το άρθρο αυτό για την εξασφάλιση περιττής δημοσιότητας σε δυσφημιστικό θέμα, το δε Δικαστήριο δύναται να διατάξει να καταβληθούν τα έξοδα της εταιρείας εξολοκλήρου ή μερικώς σε αίτηση με βάση το άρθρο αυτό από το σύμβουλο ανεξάρτητα του ότι αυτός δεν είναι μέρος στην αίτηση. (4) Κενή θέση που δημιουργήθηκε με την παύση συμβούλου με βάση το άρθρο αυτό, αν δεν πληρωθεί στη συνέλευση στην οποία αυτός παύθηκε, δύναται να πληρωθεί ως θέση που κενώθηκε έκτακτα.(5) Πρόσωπο που διορίστηκε σύμβουλος στη θέση προσώπου που παύθηκε με βάση το άρθρο αυτό, για το σκοπό προσδιορισμού του χρόνου που αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος σύμβουλος θα αποχωρήσει, θεωρείται ότι έγινε σύμβουλος την ημέρα που το πρόσωπο στη θέση του οποίου διορίζεται, διορίστηκε ως σύμβουλος για τελευταία φορά. (6) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν εκλαμβάνεται ότι αποστερεί πρόσωπο που παύθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό από αποζημιώσεις ή ζημιές πληρωτέες σε αυτό σχετικά με τον τερματισμό του διορισμού του ως συμβούλου ή από οποιοδήποτε διορισμό που τερματίζεται μαζί με το διορισμό του ως συμβούλου ή ότι περιορίζει οποιαδήποτε εξουσία για την παύση συμβούλου που δυνατό να υφίσταται ανεξάρτητα από το άρθρο αυτό.»
[2]32.-(1) Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov, εv τη ασκήσει της πoλιτικής αυτoύ δικαιoδoσίας, δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ’ αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία: Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ’ ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov. (2) Οιovδήπoτε παρεμπίπτov διάταγμα, εκδoθέv συμφώvως τω εδαφίω (1), δύvαται vα εκδoθή υπό τoιoύτoυς όρoυς και πρoϋπoθέσεις ως τo δικαστήριov θεωρεί δίκαιov, και τo δικαστήριov δύvαται καθ’ oιovδήπoτε χρόvov, επί απoδείξει ευλόγoυ αιτίας, vα ακυρώση ή τρoπoπoιήση oιovδήπoτε τoιoύτov διάταγμα. (3) Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv απαγoρευτικόv διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1) εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντιόν του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ’ αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς. Πληρωμή απoζημιώσεως δυvάμει τoυ εδαφίoυ τoύτoυ θα είvαι κώλυμα δι’ oιαvδήπoτε αγωγήv δι’ απoζημιώσεις εv σχέσει πρoς o,τιδήπoτε εγέvετo συvεπεία τoυ διατάγματoς. Και εάv τoιαύτη αγωγή έχη ήδη εγερθή τo δικαστήριov δύvαται vα διακόψη αυτήv κατά τoιoύτov τρόπov και επί τoιoύτoις όρoις, ως ήθελε θεωρήσει τoύτo πρέπov».
Η διαδικασία τριτοδιαδίκου είναι η διαδικασία κατά την οποία ένας εναγόμενος δύναται να ζητήσει την εμπλοκή τρίτου προσώπου στην αγωγή που καταχωρήθηκε εναντίον του.
Αυτό μπορεί να γίνει για παράδειγμα όταν ένα πρόσωπο (ο Ενάγοντας) κινεί αγωγή εναντίον άλλου προσώπου (του Εναγομένου) για αποζημιώσεις για την κατ’ ισχυρισμό ζημία που του προκλήθηκε ένεκα ατυχήματος που προκάλεσε ο Εναγόμενος, εάν ο Εναγόμενος θεωρεί ότι άλλο πρόσωπο ευθύνεται για το ατύχημα.
Σύμφωνα με το σύγραμμα Civil Procedure and Practice 5th Ed, Κεφάλαιο 14:
«Thirdpartyprocedure is a procedural mechanism whereby a defender can involve another party (a third party) in the litigation which was initiated by the pursuer against the defender. It can be used in cases where the defender claims a, “right of contribution, relief, or indemnity against any party who is not a party to the action».
Η Ειδοποίηση Τριτοδιάδικου υπέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου. Ο εναγόμενος δύναται, αν επιτύχει στη διαδικασία εναντίον του τριτοδιάδικου, να διεκδικήσει οποιοδήποτε ποσό επιδικαστεί εναντίον του (υπέρ του Ενάγοντα), από τον τριτοδιάδικο.
Σημειώνεται ότι μετά την επίδοση της Ειδοποίησης αυτής, ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή αυτή και έχει τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπιση του ως εάν να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο.
Τονίζεται όμως ότι ο τριτοδιάδικος δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγόμενου (εκτός αν στην συνέχεια ο ενάγων αποφασίσει και τον καταστήσει συνεναγόμενο).
Στην υπόθεση Νικήτα v. Medcon Constructions Ltd.(1997) 1 A.A.Δ 643, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Σκοπός της Διαδικασίας Τριτοδιαδίκου είναι η αποφυγή πολλαπλότητας αγωγών, η αποφυγή εξόδων, η δέσμευση του τριτοδιάδικου με το αποτέλεσμα αγωγής μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου και η δυνατότητα απόφασης επί του θέματος που σχετίζεται με τη διαδικασία τριτοδιάδικου αμέσως μετά την απόφαση στην αγωγή, για να μην είναι αναγκασμένος ο εναγόμενος να περιμένει να αποδείξει την αξίωση του εναντίον του τριτοδιάδικου με άλλη αγωγή ενώ ο ενάγων θα έχει την ευκαιρία να εκτελέσει την απόφαση εναντίον του» (η υπογράμμιση είναι δική μου).
Εάν το Δικαστήριο κρίνει, μετά την καταχώρηση τέτοιας αίτησης ότι η παρουσία του τριτοδιάδικου είναι απαραίτητη, θα προχωρήσει με την έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.
Σύμφωνα με το σύγραμμα Civil Procedure and Practice 5th Ed, Κεφάλαιο 14:
«The court has a discretion whether to grant a motion to be allowed to serve a third party notice or not. The court can refuse it if there is no legal justification for it, and can also refuse it if the defender has apparently delayed for no good reason in attempting to involve a third party, especially when he may have been in a position to do so at an early stage of proceedings».
Προϋποθέσεις
Τα κριτήρια χορήγησης άδειας κλήτευσης τριτοδιαδίκου καθορίζονται από την Δ.10, Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας :
«1. (1) Όταν σε οποιανδήποτε αγωγή ο Εναγόμενος απαιτεί εναντίον οιουδήποτε προσώπου που δεν είναι ήδη διάδικος στην αγωγή:
α) ότι δικαιούται συνεισφοράς ή αποζημιώσεως, ή
β) ότι δικαιούται θεραπεία σχετική με τα αρχικά αίτια της αγωγής και ουσιαστικά την ίδια ή μερική θεραπεία που απαιτείται από τον Ενάγοντα, ή
γ) ότι οιονδήποτε ζήτημα σχετικό με το αντικείμενο της αγωγής είναι ουσιαστικά το ίδιο με το ζήτημα που αναφύεται μεταξύ του Ενάγοντος και του Εναγομένου και έπρεπε κανονικά να εκδικασθεί όχι μόνον μεταξύ του Ενάγοντος και του Εναγομένου, αλλά μεταξύ του Ενάγοντος και του Εναγομένου και του Τριτοδιάδικου ή μεταξύ οιουδήποτε εξ αυτών, το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να δώσει άδεια στον Εναγόμενο να εκδώσει και να επιδώσει «ειδοποίηση Τριτοδιάδικου». (η υπογράμμιση είναι δική μου).
Τονίζεται ότι η έκδοση μιας τέτοιας ειδοποίησης εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Βιολάρης (2001) 1Β Α.Α.Δ 1424, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το θέμα:
«Είναι αυτονόητο πως μπορεί να τίθεται θέμα χορήγησης άδειας για έκδοση και επίδοση κλήσης τριτοδιαδίκου, αν η περίπτωση εντάσσεται σε μια από τις τρεις που εξειδικεύει η Δ.10,Θ.1(1)(α)(β)(γ). Και είναι σαφές πως, ενώ το θέμα δεν κρίνεται οριστικά σε εκείνο το αρχικό στάδιο, χρειάζεται τουλάχιστον να φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως η περίπτωση είναι τέτοια. Χωρίς εκ πρώτης όψεως διαπίστωση τέτοιας φύσης δεν διανοίγεται δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας αναφορικά με οτιδήποτε άλλο.».[1]
Σε σχέση με την Διαταγή 10 Θεσμός 1.γ των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σημειώνεται ότι θα πρέπει να αποδειχθεί ότι εάν ο Ενάγοντας καταχωρούσε αγωγή εναντίον του τρίτου προσώπου, ο τελευταίος πιθανόν να έφερε ευθύνη για την ζημιά που υπέστη ο Ενάγοντας.
Για παράδειγμα, σε μία αγγλική υπόθεση (Farstad Supply AS v Enviroco Ltd [2010] UKSC 18), πρόσωπο (F) ήταν ιδιοκτήτης πλοίου εξόρυξης πετρελαίου και ενοικίασε το πλοίο στον Χ. Ο Χ συμφώνησε με τον Ε όπως ο τελευταίος καθαρίσει μερικές από τις δεξαμενές του σκάφους ενώ αυτό ήταν στο λιμάνι. Ξέσπασε πυρκαγιά στο πλοίο ενώ μετακινείτο από τον Ε σύμφωνα με τις οδηγίες του Χ. Ο F καταχώρησε αγωγή εναντίον του Ε για αμέλεια και ο Ε αιτήθηκε όπως συμμετέχει στην διαδικασία και ο Χ ως τριτοδιάδικος. Η σύμβαση μεταξύ του F και του Χ περιείχε πρόνοια η οποία απάλλασσε τον τελευταίο από ευθύνη ένεκα αμέλειας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον ο F δέν έφερε καμία ευθύνη προς τον Χ, ο Ε δέν νομιμοποιείτο να ζητήσει την κλήτευση του ως τριτοδιάδικου στην αγωγή.