Επέμβαση στην Ιδιωτική ζωή Δημοσίων προσώπων απο τα ΜΜΕ

Πολλές φορές οι δημοσιογράφοι στα πλαίσια της άσκησης του επαγγέλματος τους εισβάλλουν ή/και επεμβαίνουν στις προσωπικές ζωές προσώπων (όπως πολιτικά πρόσωπα ή άλλα γνωστά πρόσωπα).  Στο παρών άρθρο θα εξετάσουμε πότε αυτό επιτρέπεται και γιατί.

Είναι γνωστό ότι ο τύπος έχει μεταξύ άλλων τον ρόλο του δημόσιου φύλακα (public watchdog) και για αυτό πρέπει να παρέχει στους πολίτες όλες τις απαραίτητες πληροφορίες αναφορικά με θέματα δημοσίου συμφέροντος.  Απο την άλλη όμως πολλές φορές ο τύπος σκοπεύει στην ικανοποίηση της περιέργειας του κοινού σε σχέση με την προσωπική ζωή γνωστών προσώπων,  παρόλο που κάτι τέτοιο δέν είναι αναγκαίο ή/και απαραίτητο σε μία κοινωνία.

Στην Von Hannover v Germany (no.2) [2012] E.M.L.R. 16., λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

«Similarly, although the public had a right to be informed, which was an essential right in a democratic society that in certain special circumstances could even extend to aspects of the private life of public figures, particularly where politicians were concerned, that was not the case here. The publication of the photographs and articles in question, the sole purpose of which was to satisfy the curiosity of a particular readership regarding the applicant’s private life, could not be deemed to contribute to any debate of general interest to society despite the applicant being known to the public»

Τονίζουμε ότι θα πρέπει πάντοτε να γίνεται διάκριση μεταξύ της υπεύθυνης δημοσιογραφίας (responsible journalism) και του κίτρινου τύπου (tabloid journalism), διότι οι δημοσιογράφοι οι οποίοι παράγουν υπεύθυνη δημοσιογραφία προστατεύονται περισσότερο απο το Δικαστήριο σε σχέση με την άσκηση του δικαιώματος τους σε ελευθερία της έκφρασης.

Η υπεύθυνη δημοσιογραφία χαρακτηρίζεται απο την σωστή έρευνα για το ζήτημα που αφορά το δημοσίευμα και  την εξακρίβωση των γεγονότων στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό.

Γνωρίσματα της υπεύθυνης δημοσιογραφίας  αποτελούν:

Α.  Η προηγούμενη επικοινωνία με το πρόσωπο που οποίο αποτελεί το αντικείμενο του δημοσιεύματος, και

Β. Η  προηγούμενη διασταύρωση των πληροφοριών που αφορούν στο πρόσωπο αυτό

Σύμφωνα με την κυρπριακή υπόθεση Λουκής Λουκαίδης ν. Ιορδάνη Νικόλα Κυριάκου κ.α., Αγωγή αρ.: 7437/2008, 21/3/2014

«Απόκλιση του συντάκτη του κειμένου από την υποχρέωση της προηγούμενης επικοινωνίας και/ή διασταύρωσης των πληροφοριών μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον στις επείγουσες περιπτώσεις».

Υπερασπίσεις

Ένα δημοσίευμα αναφορικά με προσωπικά ζητήματα προσώπου αποτελεί παραβίαση στο ανθρώπινο δικαίωμα του σεβασμού στην ιδιωτική ζωή του ατόμου, εκτός  εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει δώσει την συγκατάθεση του ή εάν αυτή η δημοσίευση  εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

  1. Συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου

Ο γενικός κανόνας είναι ότι πληροφορίες που αφορούν την προσωπική ζωή ατόμου δέν θα πρέπει να δημοσιεύονται χωρίς την συγκατάθεση του.

2. Δημόσιο συμφέρον

Πληροφορίες δύνανται να δημοσιευθούν χωρίς συγκατάθεση του προσώπου που αφορούν όπου υπάρχει λόγος δημοσίου συμφέροντος ο οποίος υπερτερεί του δικαιώματος του προσώπου για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής.

Άρα όπου δέν υπάρχει συγκατάθεση, εξετάζεται κατα πόσο υπάρχει λόγος δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογεί την δημοσίευση.

Το δημόσιο συμφέρον εφαρμόζεται μεταξύ άλλων σε θέματα που πιθανώς να οδηγήσουν σε αντιπαράθεση ή περιλαμβάνουν ένα πρόβλημα που απασχολεί το κοινό, αλλά δέν δύναται να περιορίζεται στην απλή δίψα του κοινού για πληροφορίες σε σχέση με την ιδιωτική ζωή άλλων.

Θέματα δημοσίου συμφέροντος είναι μεταξύ άλλων η κατάχρηση δημόσιας θέσης, λανθασμένη χρήση δημόσιου χρήματος, η προστασία της δημόσιας υγείας, της δημόσιας ασφάλειας, του περιβάλλοντος, της εθνικής ασφαλείας και άλλα παρόμοια πολιτικά και κοινοοικονομικά θέματα.  

Υποθέσεις όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι δέν υπήρχε λόγος δημοσίου συμφέροντος.

Στην υπόθεση Mosley v. UK, ο αιτητής, πρόεδρος της FIA, Max Mosley βιντεογραφήθηκε να προβαίνει σε σαδο-μαζοχιστικές πράξεις μαζί με ιερόδουλες. Φωτογραφίες απο το βιντεοσκοπημένο υλικό δημοσιοποιήθηκαν μαζί με σχετικό άρθρο που έφερε τον τίτλο «F1 boss has sick Nazi orgy with 5 hookers». Στην συνέχεια καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφημερίδας για παράβαση του δικαιώματος του σε σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος αυτού. Σύμφωνα με το Δικαστήριο:

«….However, as noted above, such protection may cede to the requirements of art.8 where the information at stake is of a private and intimate nature and there is no public interest in its dissemination….».

Υποθέσεις όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε λόγος δημοσίου συμφέροντος

Στην υπόθεση Von Hannover v Germany (αρ.2) [2012] E.M.L.R. 16 το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η δημοσιοποίηση δύο φωτογραφιών οι οποίες απεικόνιζαν την βασιλική οικογενεια κατα την διάρκεια των διακοπών τους σε δύο γερμανικές εφημερίδες παραβίαζε το δικαίωμα τους σε ιδιωτική ζωή σύμφωνα με το άρθρο 8 της Ευρωπαικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επειδή δέν αποσκοπούσε σε κάποιο θέμα δημοσίου συμφέροντος. Παρόλα αυτά, μια τρίτη φωτογραφία η οποία απεικόνιζε την κακή υγεία του πρίγκιπα θεωρήθηκε ότι αφορούσε θέμα δημοσίου συμφέροντος. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η κατάσταση της υγείας  του πρίγκιπα ήταν θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος ή/και ανησυχίας και δεν υπήρξε παράβαση του άρθρου 8 σε σχέση με την δημοσίευση της.

Σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ισχυρισμός παραβίασης του δικαιώματος σε προστασία και σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ατόμου (άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) από δημοσιογράφους/ΜΜΕ, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο οι πληροφορίες συμβάλλουν σε μια δημόσια συζήτηση (debate) γενικού ενδιαφέροντος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του το περιεχόμενο, την μορφή και τις συνέπειες του δημοσιεύματος  και τις περιστάσεις υπο τις οποίες λήφθηκαν οι φωτογραφίες ή τα βίντεο.

Στην υπόθεση Erla Hlynsdottir v. Iceland (no. 2), δημοσιογράφος παρουσίασε δημοσίευμα με το οποίο ενημέρωνε ότι διευθυντής κέντρου αποτοξίνωσης (Christian rehabilitation center) και η γυναίκα του προέβησαν σε σεξουαλικές πράξεις με ασθενείς του κέντρου.  Παρόλο που η γυναίκα εν τέλει δέν καταδικάσθηκε, κρίθηκε ότι η αναφορά σε αυτές τις κατηγορίες συνέβαλε στο δημόσιο συμφέρον.

Στην Editions Plon v. France, o πρώην παθολόγος του πρώην προέδρου της Γαλλίας Mitterrand έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο περιέγραφε την κατάσταση της υγείας του κατα την διάρκεια που ήταν πρόεδρος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε δημόσιο συμφέρον στην συζήτηση της υγείας του προέδρου.

Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

«The Court considers that the book was published in the context of a wide-ranging debate in France on a matter of public interest, in particular the public’s right to be informed about any serious illnesses suffered by the Head of State, and the question whether a person who knew that he was seriously ill was fit to hold the highest national office. Furthermore, the secrecy which President Mitterrand imposed, according to the book, with regard to his condition and its development, from the moment he became ill and at least until the point when the public was informed (more than ten years afterwards), raised the public-interest issue of the transparency of political life… Likewise, the more time that elapsed, the more the public interest in discussion of the history of President Mitterrand’s two terms of office prevailed over the requirements of protecting the President’s rights with regard to medical confidentiality…»

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.

Ελευθερία της Έκφρασης και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης

Το δικαίωμα της Ελευθερίας της Έκφρασης.

Όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το ανθρώπινο δικαίωμα προστατεύεται  από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  το άρθρο 11 του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. [1]

Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να εκφέρουν και να εκφράζουν την γνώμη τους και τις ιδέες τους καθώς και  να μεταδίδουν αλλά και να λαμβάνουν πληροφορίες.

To δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης επεκτείνεται σε όλες τις μορφές έκφρασης, π.χ έγγραφο, ζωγραφιά, ταινία, φωτογραφία.

Επίσης, το δικαίωμα αυτό υφίσταται είτε οι πληροφορίες/γνώμες διαδίδονται ή/και κοινοποιούνται απο ένα φυσικό πρόσωπο,  ομάδα προσώπων ή  μέσο μαζικής ενημερωσης (ΜΜΕ).

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει και το δικαίωμα σε λήψη πληροφοριών. Το ΕΔΑΔ έχει δώσει ευρεία ερμηνεία σε αυτό, τονίζοντας ότι οι πολίτες δικαιούνται να λαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν ζητήματα δημόσιου συμφέροντος και ότι αυτές θα πρέπει να καθίστανται γνωστές απο τις αρμόδιες δημόσιες αρχές (ΜagyarHelsinkiBizottsagv. Hungary).

Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, όρους και προϋποθέσεις όπου αυτό προνοείται από τον εθνικό νόμο και είναι απαραίτητο σε μία δημοκρατική κοινωνία για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, της φήμης και της υπόληψης άλλων προσώπων, των δικαιωμάτων άλλων προσώπων,  τής δημόσιας ασφάλειας, τής εδαφικής ακεραιότητας, της πρόληψης του εγκλήματος, τής προάσπισης της τάξης, τής παρεμπόδισης της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών και τής διασφάλισης του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο περιορισμός θα πρέπει να είναι αναγκαίος για την επίτευξη ενός ή/και περισσοτέρων απο τους πιο πάνω σκοπούς και όχι δυσανάλογα επεμβατικός στο δικαίωμα του πολίτη.

Τί συμβαίνει όμως εάν οι ιδέες που εκφράζονται έχουν ρατσιστικό περιεχόμενο ή οδηγούν σε μίσος ή/και διακρίσεις;

Σε τέτοιες περιπτώσεις δύναται να επιβληθούν κυρώσεις κατ’επίκληση του άρθρου 17 της Σύμβασης εάν η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης θα επηρέαζε δυσμενώς την άσκηση των δικαιωμάτων άλλων προσώπων.

Το άρθρο 17 προνοεί τα εξής

«Ουδεμία διάταξις της παρούσης Συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως επαγομένη δι’έν Κράτος, μίαν ομάδα ή έν άτομον οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις δραστηριότητα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση Συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών τούτων μεγαλυτέρων των προβλεπομένων εν τη ρηθείση Συμβάσει»

Ελευθερία της Έκφρασης σε σχέση με τα ΜΜΕ

Στο άρθρο 11.2  του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (EU Charter)  της Ευρωπαϊκής ένωσης, γίνεται ειδική αναφορά στο δικαίωμα της έκφρασης των μέσων μαζικής ενημέρωσης.[2]

Σημειώνεται ότι η Ευρωπαϊκή νομοθεσία δίδει επιπρόσθετη προστασία στους δημοσιογράφους οι οποίοι ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της ιδιότητας τους αυτης μεταφέρουν πληροφορίες και εκφέρουν γνώμες.

Όπως όλοι γνωρίζουμε υπάρχει η ελευθερία του τύπου (freedom of the press) και αυτή είναι απαραίτητη σε κάθε δημοκρατική κοινωνία.

Ο τύπος έχει τον ρόλο του δημόσιου φύλακα (public watchdog) και όταν η ελευθερία της έκφρασης του παραβιάζεται, επηρεάζονται ταυτόχρονα και οι πολίτες οι οποίοι έχουν δικαίωμα στην πληροφόρηση.

Η ελευθερία του τύπου δίδει στους πολίτες την δυνατότητα να διαμορφώσουν απόψεις αναφορικά με τις ενέργειες των πολιτικών τους ηγετών ενώ ταυτόχρονα δίδει την δυνατότητα στους τελευταίους να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους, οδηγώντας έτσι στην δημιουργία μιας δημόσιας συζήτησης, στην οποία όλοι συμμετέχουν μέσω των ΜΜΕ ( Castells v. Spain (1992) 14 E.H.R.R. 445  ).

Oι δημοσιογράφοι δέν πρέπει  κατά γενικό κανόνα να υποχρεώνονται να αποκαλύπτουν τις πηγές τους, διότι κάτι τέτοιο ίσως να θέσει σε κίνδυνο την εμπιστευτική φύση αυτών των πληροφοριών με αποτέλεσμα η πρόσβαση σε αυτές να επηρεαστεί δυσμενώς.

Πολλές φορές κάποια πρόσωπα μπορεί να ισχυριστούν ότι έχουν στοχοποιηθεί απο τα ΜΜΕ ή ότι έχει πληγεί η υπόληψη τους και το όνομα τους.

Σε σχέση με γνώμες δημοσιογράφων που πιθανώς να δυσφημούν πρόσωπα σημειώνεται ότι το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο  είναι καλόπιστες εκφράσεις γνώμης οι οποίες στηρίζονται σε επαρκή στοιχεία προς το δημόσιο συμφέρον.

Σε περίπτωση που οι απόψεις αυτές είναι αβάσιμες και δέν στοιχειοθετούνται με επαρκή στοιχεία, τότε θεωρούνται αδικαιολόγητη επέμβαση στο δικαίωμα της προστασίας της υπόληψης του τρίτου προσώπου και δύνανται να επιβληθούν κυρώσεις (Feldek v. Slovakia).

Στην υπόθεση Castello v. Spain (βλέπετε πιο πάνω), ο Αιήτης ο οποίος είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος του κόμματος της αντιπολίτευσης δημοσιοποίησε άρθρο σε εβδομαδιαίο περιοδικό επικρίνοντας την κυβέρνηση. Καταδικάστηκε διότι προσέβαλε την κυβέρνηση και απολύθηκε απο την δημόσια θέση του. Κατά την δίκη του, τα ισπανικά δικαστήρια απεφάσισαν ότι τα στοιχεία που απεδείκνυαν την αλήθεια των ισχυρισμών του δεν ήταν αποδεκτή μαρτυρία. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η καταδίκη του παραβίαζε το δικαίωμα του σε ελευθερία της έκφρασης. Το Ευρωπαικό Δικαστήριο έκρινε ότι  υπήρξε παραβίαση του δικαίωματος της ελευθερίας της έκφρασης διότι δέν του δόθηκε η δυνατότητα να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του.

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, το δικαίωμα της ελευθερίας της εκφρασης εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες και απόψεις/ιδέες, είτε αυτές είναι προσβλητικές είτε όχι, ενοχλητικές ή/και σοκαριστικές.

Εάν οι ιδέες αυτές είναι ταυτόχρονα εκτός απο προσβλητικές/δυσφημιστικές και ψευδείς, τότε δύναται να υπάρξει επέμβαση με την άσκηση του δικαίωματος της ελευθερίας της έκφρασης για την προστασία της εθνικής τάξης ή/και της υπόληψης του προσβαλλόμενου προσώπου.

Παρόλα αυτά, στην προκειμένη περίπτωση δέν δόθηκε η δυνατότητα στον αιτητή να αποδείξει την αλήθεια του περιεχομένου των ισχυρισμών του, παρά την καλόπιστη προσπάθεια του να το πράξει.

Σε περίπτωση που οι δημοσιογράφοι δημοσιοποιούν την γνώμη τους, θα πρέπει να υπάρχουν στοιχεία που την δικαιολογούν.


Στην υπόθεση Bodrožić v. Serbia, το Δικαστήριο έκρινε ότι ηταν επιτρεπτό για έναν δημοσιογράφο να αποκαλέσει έναν ιστορικό ηλίθιο και φασίστα επειδή η άποψη του αυτή δημοσιοποιήθηκε αναφορικά με εμφάνιση του ιστορικού σε τηλεοπτική εκπομπή όπου εξέφρασε την μή αποδοχή για τις εθνικές μειονότητες.

Δεδομένων των πιο πάνω, τονίζεται ότι οι δημοσιογράφοι τυγχάνουν επιπρόσθετης προστασίας όσον αφορά το δικαίωμα τους για ελευθερία της έκφρασης. Αυτό όμως δέν σημαίνει ότι δύνανται να διασπείρουν ψεύδη κακόπιστα μέσω του τύπου.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.


[1] Το άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας προνοεί τα εξής

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως. 2. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημοσίας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων. 3. Η ενάσκησις των δικαιωμάτων, περί ων η πρώτη και δευτέρα παράγραφος του παρόντος άρθρου, δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ή προς παρεμπόδισιν της αποκαλύψεως πληροφοριών ληφθεισών εμπιστευτικώς ή προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας. 4. Η κατάσχεσις εφημερίδων ή άλλων εντύπων δεν επιτρέπεται άνευ εγγράφου αδείας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ήτις δέον να επικυρωθή δι’ αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου εντός εβδομήκοντα δύο ωρών το βραδύτερον, εν περιπτώσει δε μη επικυρώσεως αίρεται η κατάσχεσις. 5. Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρον εμποδίζει την Δημοκρατίαν ν’ απαιτή την έκδοσιν αδείας ή λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως».

Το άρθρο 10 της Ευρωπαικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προνοεί τα εξής

«1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας. 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας».

[2] «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων. 2. Η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές»

Υπέρβαση εξουσιοδότησης και Φαινόμενη πληρεξουσιότητα

Αποτελεί καθήκον ενός αντιπρόσωπου να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης του. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Bowstead & Reynolds on Agency 22η έκδοση, Κεφάλαιο 6, παράγραφος 6-001:

«An obvious example is the duty not to exceed authority, where the agent is under a duty to make good to the principal loss caused by so doing. Generally speaking, an agent is expected to know the scope of the mandate conferred and adhere to it».

Τονίζεται όμως ότι θα πρέπει να διαχωρίζεται η σχέση αντιπροσωπεύομενου και αντιπρόσωπου απο αυτήν του αντιπροσωπευόμενου και τρίτων προσώπων που  συναλλάσσονται με τον αντιπρόσωπο στα πλαίσια άσκησης της πληρεξουσιότητας του (πραγματικής ή φαινόμενης-ostensible).

Πράξεις που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης του αντιπρόσωπου, εφόσον διαχωρίζονται απο το μέρος των πράξεων που διενεργήθηκαν εντός της πληρεξουσιότητας, σε ότι αφορά την σχέση αντιπρόσωπου και αντιπροσωπευόμενου δέν είναι δεσμευτικές.

Σύμφωνα με το άρθρο 187 του Περι Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149  (ο «Νόμος»):

«Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε, και όταν το μέρος αυτών που διενεργήθηκαν, το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας, δύναται να διαχωριστεί από το μέρος το οποίο διενεργήθηκε καθ’ υπέρβαση, τότε μόνο το μέρος το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας είναι δεσμευτικό καθ’ όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και του αντιπροσωπευόμενου».[1]

Σε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ υπέρβαση των εξουσιών του,  εάν το μέρος που διενεργήθηκε καθ’ υπέρβαση δέν διαχωρίζεται απο αυτό που διενεργήθηκε εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας, τότε ο αντιπροσωπευόμενος δέν υποχρεούται να αναγνωρίσει την συναλλαγή, αλλά αυτή είναι ακυρώσιμη (δηλαδή δύναται να εγκριθεί ή να μήν εγκριθεί).

Σύμφωνα με το άρθρο 188 του Νόμου:

«Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε και το μέρος από αυτά που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας δεν δύναται να διαχωριστεί από αυτά που διενεργήθηκαν εντός των ορίων αυτής, ο αντιπροσωπευόμενος δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει τη συναλλαγή».

Σύμφωνα με το άρθρο 156 του Περι Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149 πράξη η οποία τελέστηκε χωρίς πληρεξουσιότητα δύναται να εγκριθεί εκ των υστέρων απο το πρόσωπο για τον λογαριασμό του οποίου έγινε η πράξη και σε τέτοια περίπτωση η πράξη αυτή επιφέρει τις ίδιες συνέπειες ωσαν να τελέσθηκε δυνάμει πληρεξουσιότητας. (αυτό είναι γνωστό ως “agency by ratification”).

To άρθρο 156 προνοεί τα εξής :

«Όταν κάποιο πρόσωπο τελεί πράξεις για λογαριασμό άλλου προσώπου χωρίς τη γνώση ή πληρεξουσιότητα του, το πρόσωπο αυτό δύναται είτε να εγκρίνει είτε να αποκηρύξει την πράξη αυτή~ πράξη που εγκρίθηκε επιφέρει τις ίδιες συνέπειες, ωσάν να ετελείτο δυνάμει πληρεξουσιότητας».[2]

Περαιτέρω, το άρθρο 159 προνοεί τα εξής:

«Το πρόσωπο που εγκρίνει πράξη που τελέστηκε για λογαριασμό του χωρίς πληρεξουσιότητα, εγκρίνει συγχρόνως και ολόκληρη τη συναλλαγή της οποίας η πράξη αυτή αποτελεί μέρος».[3]

Όπως διαφαίνεται πιο πάνω, πράξεις που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιοδότησης απο τον αντιπρόσωπο δέν δεσμεύουν τον αντιπρόσωπευομενο κατα γενικό κανόνα (εκτός στις περιπτώσεις φαινομενικής/φαινόμενης πληρεξουσιοδότησης που θα δούμε πιο κάτω). Ο αντιπροσωπευόμενος όμως δύναται εάν το επιθυμεί να εγκρίνει τις πράξεις αυτές εκ των υστέρων (agency by ratification).

Σε περίπτωση που οι πράξεις καθ’ υπέρβαση δέν εγκρίθηκαν απο τον αντιπροσωπευομενο, τότε εάν αυτές διενεργήθηκαν με φαινομενική/φαινόμενη πληρεξουσιότητα, δεσμεύουν τον αντιπροσωπευόμενο.

Σύμφωνα με το σύγραμμα Aldridge: Powers of Attorney 11th Ed., κεφάλαιο 12, ενότητα 3, παράγραφος 12-12:

«A transaction between an attorney and a third party can only bind the donor of a power of attorney if it is within the attorney’s authority. This is something that the third party has to investigate. The donor will not only be bound by an act within the attorney’s actual authority, but also by one within his ostensible authority». (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Συγκεκριμένα, το άρθρο 197 του Νόμου προνοεί τα εξής:

«Αν ο αντιπρόσωπος, χωρίς πληρεξουσιότητα, διενέργησε πράξεις ή ανέλαβε υποχρεώσεις έναντι τρίτων για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται από τις πράξεις ή υποχρεώσεις αυτές, αν προφορικά ή με τη συμπεριφορά του εξώθησε τους τρίτους να πιστεύουν ότι οι πράξεις και υποχρεώσεις αυτές διενεργήθηκαν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου».

Περαιτέρω, το άρθρο 198 προνοεί τα εξής:

«Ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες σε συμφωνίες που καταρτίζονται από τον αντιπρόσωπο, ωσάν η ψευδής παράσταση να έγινε ή η απάτη να διαπράχτηκε από τον αντιπροσωπευόμενο αλλά ψευδής παράσταση που έγινε ή απάτη που διαπράχτηκε, από αντιπρόσωπο σε θέματα τα οποία δεν εμπίπτουν εντός των ορίων πληρεξουσιότητας του, δεν επηρεάζει τον αντιπροσωπευόμενο»

Στην κυπριακή υπόθεση  Liopetri Transport Co v. Loucas Constantinou (1971) 1 CLR 424, μέτοχοι της εταιρείας μεταφορών LIOPETRI TRANSPORT CΟ ήταν επίσης οδηγοί των λεωφορείων αυτής. Οι μέτοχοι/οδηγοί αυτοί εισέπρατταν εισιτήρια από τους επιβάτες. Η εταιρεία ισχυρίστηκε στους επιβάτες ότι οι οδηγοί/μέτοχοι  είχαν δικαίωμα να εισπράττουν την τιμή για τα εισιτήρια εκ μέρους της, οδηγώντας τους επιβάτες να πιστεύουν ότι υπήρχε πληρεξουσιοδότηση για την πράξη αυτή από την εταιρεία στους οδηγούς.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε φαινομενική πληρεξουσιότητα και η εταιρεία δεσμευόταν απο τις πράξεις αυτές των οδηγών παρά το γεγονός ότι έδρασαν εκτός της εξουσιοδότησης τους.

Σύμφωνα με τον Lord Denning στην  Hely-Hutchinson v. Brayhead, Ltd. and Another [1967] 3 All E.R. p. 98,

Ostensible or apparent authority is the authority of an agent as it appears to others. It often coincides with actual authority. Thus, when the board appoint one of their number to be managing director, they invest him not only with implied authority, but also with ostensible authority to do all such things as fall within the usual scope of that office. Other people who see him acting as managing director are entitled to assume that he has the actual authority of a managing director. But sometimes ostensible authority exceeds actual authority. For instance, when the board appoint the managing director, they may expressly limit his authority by saying he is not to order goods worth more than £500 without the sanction of the board. In that case his actual authority is subject to the £500 limitation, but his ostensible authority includes all the usual authority of a managing director. The company is bound by his ostensible authority in his dealings with those who do not know of the limitation he may himself do the ‘holding-out’. Thus, if he orders goods worth £1,000 and signs himself ‘Managing Director for and on behalf of the company’, the company is bound to the other party who does not know of the £500 limitation…» (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, εάν ο αντιπροσωπευόμενος (είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο) παρουσιάζει ή επιτρέπει πρόσωπο να παρουσιάζεται  ότι ενεργεί ως αντιπρόσωπος του σε σχέση με ορισμένες πράξεις, τότε υπάρχει φαινομενική/φαινόμενη αντιπροσώπευση (ostensible or apparent authority) και πράξεις που διαπράττονται ή/και λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια αυτής είναι δεσμευτικές για τον αντιπροσωπευόμενο σε σχέση με το τρίτο πρόσωπο.

Σύμφωνα με το άρθρο 171 του Νόμου:

«Ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευόμενου σύμφωνα με τις οδηγίες του ή ελλείψει τέτοιων οδηγιών, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούν στις εργασίες του ίδιου είδους, στον τόπο όπου ο αντιπρόσωπος διεξάγει τις εργασίες αυτές. Αντιπρόσωπος που ενεργεί κατά παράβαση των πιο πάνω οφείλει, αν προκύψει ζημιά, να αποκαταστήσει αυτήν στον αντιπροσωπευόμενο, και αν απορρεύσει κέρδος να λογοδοτήσει γι’ αυτό».

Επομένως, εάν τρίτο πρόσωπο έχει υποστεί ζημιά ως αποτέλεσμα πράξης που εκτελέστηκε ή/και συναλλαγής που έλαβε χώρα με αντιπρόσωπο στα πλαίσια φαινόμενης εξουσιοδότησης, το τρίτο πρόσωπο δύναται να κινηθεί νομικά εναντίον του αντιπροσωπευόμενου. Ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να στραφεί εναντίον του αντιπρόσωπου για την ζημιά που υπέστη λόγω της παράβασης των καθηκόντων του  τελευταίου και της υπέρβασης της εξουσίας του.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.


[1] Η υπογράμμιση είναι δική μου.

[2] Η υπογράμμιση είναι δική μου.

[3] Η υπογράμμιση είναι δική μου.

Πληρεξούσια έγγραφα.

Τα πληρεξούσια έγγραφα (Powers of Attorney) είναι έγγραφα με τα οποία ένα πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) παρέχει εξουσιοδότηση σε κάπoιο άλλο τρίτο πρόσωπο (φυσικό) να ενεργήσει εκ μέρους του ή/και να τον εκπροσωπεί/αντιπροσωπεύει σε σχέση με ορισμένα ζητήματα ενώπιον αρμόδιων αρχών (π.χ Κτηματολόγιο)  ή/και νομικών προσώπων (π.χ τράπεζες).

Tέτοια έγγραφα αποτελούν νομικές πράξεις (deeds) και όχι συμβάσεις, έφόσον δέν δίδεται αντιπαροχή (consideration) και για αυτο θα πρέπει να ακολουθούνται οι κανόνες που διέπουν την εγκυρότητα των νομικών πράξεων.

Σύμφωνα με το σύγγραμμα Aldridge: Powers of Attorney 11th Ed., Κεφάλαιο 1,  Ενότητα 1.

«A power of attorney is a document by which one person (“donor”) gives another person (“attorney”) the power to act on his behalf and in his name. It may be completely general, entitling the attorney to do—almost—everything the donor could himself do, or it may be limited to certain defined objects. The practical purpose of a power of attorney is not only to invest the attorney with power to act for the donor, but also to provide him with a document defining the extent of his authority, which he can produce as evidence to the third parties with whom he is to deal. There is no statutory definition of a power of attorney. The Powers of Attorney Act 1971 provides that “an instrument creating a power of attorney shall be executed as a deed by the donor of the power” (1971 Act s.1(1)). This makes it clear that, in general, instruments which are not deeds can no longer validly be powers of attorney as they formerly could».

Παραδείγματα χρήσης πληρεξούσιου εγγράφου.

  1. Ενα πρόσωπο που είναι προσωρινά άρρωστο ή σωματικά ανίκανο και δέν δύναται να διευθετήσει τις υποχρεώσεις του ή/και να παρουσιαστεί ενώπιον των αρμόδιων αρχών όπου αυτό απαιτείται. Αυτό το πρόσωπο δύναται με πληρεξούσιο έγγραφο να διορίσει άλλο πρόσωπο να ενεργεί και να εμφανίζεται εκ μέρους του.
  2. Μια εταιρεία  δύναται να εξουσιοδοτήσει φυσικό πρόσωπο να την αντιπροσωπεύει και να ενεργεί εκ μέρους της, ως αντιπρόσωπος της.
  3. Πρόσωπα που βρίσκονται στο εξωτερικό δύνανται σε σχέση με διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στην Κύπρο να εξουσιοδοτήσουν άλλο πρόσωπο να ενεργήσει εκ μέρους τους.
  4. Πρόσωπο χρειάζεται να μεταβεί σε δημόσια αρχή αλλά δέν δύναται να το πράξει λόγω υποχρεώσεων. Δύναται να εξουσιοδοτήσει άλλο  πρόσωπο να εμφανιστεί εκ μέρους του, να παραλάβει έγγραφα και να υπογράψει όπου αυτο είναι απαραίτητο.

Τα μέρη

Το πρόσωπο που διορίζει άλλο ώς αντιπρόσωπο του ονομάζεται αντιπροσωπευόμενος (Donor/principal)  και το πρόσωπο που διορίζεται να ενεργεί εκ μέρους του ονομάζεται αντιπρόσωπος (Attorney/agent).

Σύμφωνα με το  άρθρο 142 του Περι Συμβάσεων Νόμου Kεφ. 149 (ο “Περι Συμβάσεων Νόμος“)

«Αντιπρόσωπος είναι το πρόσωπο το οποίο προσλαμβάνεται για την τέλεση πράξης για λογαριασμό άλλου ή για αντιπροσώπευση άλλου σε συναλλαγές με τρίτους. Το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου τελείται η πράξη αυτή, ή το οποίο αντιπροσωπεύεται με τον τρόπο αυτό, καλείται “αντιπροσωπευόμενος».

Είδη Πληρεξούσιων Εγγράφων

Η φύση και έκταση των πράξεων στις οποίες ο αντιπρόσωπος δύναται να προβεί εκ μέρους του πληρεξουσιοδότη/αντιπροσωπευόμενου του εξαρτάται απο το λεκτικό του πληρεξούσιου εγγράφου.

 Η πληρεξουσιοδότηση δύναται να είναι γενική (ordinary power of attorney), παρέχοντάς γενικές εξουσίες (π.χ διορισμός φυσικού προσώπου να αντιπροσωπεύει την εταιρεία) ή ειδική (limited power of attorney), με ειδική αναφορά στις πράξεις στις οποίες μπορεί να προβεί ο αντιπρόσωπος για λογαριασμό και εκ μέρους του αντιπροσοπευόμενου (π.χ εμφάνιση ενώπιον του Κτηματολογίου για την μεταβίβαση συγκεκριμένου ακινήτου, εμφάνιση στην Αρχή Ηλεκτρισμού για μεταβίβαση λογαριασμού ρεύματος, εμφάνιση στην Τράπεζα για λήψη εγγράφου κ.α).

Καθήκοντα Αντιπρόσωπου

Οι αντιπρόσωποι έχουν καθήκοντα εμπιστευτικότητας προς τους αντιπροσώπευόμενους τους και οφείλουν να ενεργούν προς όφελος τους.

Οι αντιπρόσωποι έχουν καθήκον να ενεργούν με προσοχή, όπως θα έπραττε ο μέσος λογικός άνθρωπος και σε περίπτωση που ενεργούν ως αντιπρόσωποι στα πλαίσια του επαγγέλματος τους οφείλουν να επιδεικνύουν την δέουσα ικανότητα που απαιτείται απο έναν επαγγελματία.

Οι αντιπρόσωποι δέν δύνανται να υπερβούν την εξουσία που τους δίδεται απο το πληρεξούσιο έγγραφο, προβαίνοντας σε πράξεις που δέν επιτρέπονται απο αυτό.

Σύμφωνα με το άρθρο 187  του Περι Συμβάσεων Νόμου:

«Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε, και όταν το μέρος αυτών που διενεργήθηκαν, το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας, δύναται να διαχωριστεί από το μέρος το οποίο διενεργήθηκε καθ’ υπέρβαση, τότε μόνο το μέρος το οποίο εμπίπτει εντός της πληρεξουσιότητας είναι δεσμευτικό καθ’ όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και του αντιπροσωπευόμενου».

Σύμφωνα με το άρθρο 188  του Περι Συμβάσεων Νόμου:

«Αν ο αντιπρόσωπος ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που του δόθηκε και το μέρος από αυτά που διενεργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας δεν δύναται να διαχωριστεί από αυτά που διενεργήθηκαν εντός των ορίων αυτής, ο αντιπροσωπευόμενος δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει τη συναλλαγή».

Διάρκεια ισχύος

Ενα πληρεξούσιο έγγραφο δύναται να ισχύει μέχρι τον θάνατο του πληρεξουσιοδότη/αντιπροσωπευόμενου ( lasting power of attorney) ή για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.

Τα πληρεξούσια έγγραφα δύνανται να ανακληθούν οποτεδήποτε απο τον πληρεξουσιοδότη.

Σύμφωνα με το άρθρο 161 του Περι Συμβάσεως Νόμου:

«Η αντιπροσωπεία λύνεται με την ανάκληση της πληρεξουσιότητας από τον αντιπροσωπευόμενο~ ή με την καταγγελία της αντιπροσωπείας από τον αντιπρόσωπο~ ή με την αποπεράτωση των εργασιών της αντιπροσωπείας~ ή με το θάνατο ή τον κλονισμό του λογικού του αντιπροσωπευόμενου ή του αντιπροσώπου~ ή με την κήρυξη του αντιπροσωπευόμενου από το δικαστήριο σε κατάσταση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει εκάστοτε, ο οποίος αφορά την πτώχευση ή την αφερεγγυότητα»

Σύμφωνα με το άρθρο 163 του Περι Συμβάσεως Νόμου:

«Εκτός αν άλλως προνοείται βάσει του άρθρου 162, ο αντιπροσωπευόμενος δύναται να ανακαλέσει οποτεδήποτε την πληρεξουσιότητα που έδωσε στον αντιπρόσωπο πριν αυτή ασκηθεί κατά τρόπο που να δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο»

Προϋποθέσεις

  1. Για να είναι έγκυρο ένα πληρεξούσιο έγγραφο θα πρέπει να υπογράφεται απο τον πληρεξουσιοδότη και να φέρει ημερομηνία.
  2. Επίσης, η υπογραφή του πληρεξουσιοδότη θα πρέπει να πιστοποιείται (στην Κύπρο η πιστοποίηση αυτή γίνεται συνήθως απο πιστοποιών υπάλληλο. Στο εξωτερικό δύναται να γίνει απο Notary Public).
  3. Για να δύναται ένα πρόσωπο να εξουσιοδοτήσει άλλο να ενεργεί ως αντιπρόσωπος του θα πρέπει κατα την ημέρα υπογραφής του εγγράφου αυτού να έχει διανοητική ικανότητα (Re K (Enduring Powers of Attorney), Re F [1988] Ch. 310). Σύμφωνα με το άρθρο 143 του Περι Συμβάσεων Νόμου:

«Αντιπρόσωπο δύναται να προσλάβει κάθε πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι».

4. Ο αντιπρόσωπος θα πρέπει να είναι ενήλικας και να έχει διανοητική ικανότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 144 του Περι Συμβάσεων Νόμου:

«Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και τρίτων, αντιπρόσωπος δύναται να καταστεί οποιοσδήποτε αλλά κανένα πρόσωπο το οποίο στερείται της ικανότητας προς το συμβάλλεσθαι δεν δύναται να γίνει αντιπρόσωπος, ώστε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου σύμφωνα με τις διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο αυτό».

Τονίζεται ότι ο αντιπροσωπευόμενος θα πρέπει να διαλέγει με προσοχή τον αντιπρόσωπο του, εφόσον πρέπει να είναι άτομο εμπιστοσύνης (π.χ στενό συγγενικό του πρόσωπο ή ο δικηγόρος του).

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή αλλά κείμενο πληροφοριακού χαρακτήρα.

Επιθεώρηση και αποκάλυψη εγγράφων ως μέρος του συνταγματικού δικαιώματος στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης.

Σε μια δίκαιη κοινωνία, όλοι οι πολίτες, κατα την εκδίκαση υποθέσεων τους, θα πρέπει να έχουν δικαίωμα λήψης και προσαγωγής εγγράφων προς στοιχειοθέτηση της υπόθεσης τους.

Επίσης, για να είναι μια δίκη δίκαια, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάζει και να λαμβάνει υπόψιν του όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία κατα την έκδοση της απόφασης του.

Σύμφωνα με τον Lord Lloyd στην υπόθεση R v Derby MagistratesCourt Ex p. B [1996] 1 AC 487 at 510; [1995] 4 All ER 526 at 543–544, HL:

 “all relevant material should be available to courts when deciding cases. Courts should not have to reach decisions in ignorance of documents or other material which, if disclosed, might well affect the outcome”.

Σύμφωνα με τον Lord Donaldson MR στην  Davies v Eli Lilley and Co [1987] 1 All ER 801 at 804; [1987] 1 W.L.R. 428: 

 “litigation … is designed to do real justice between opposing parties and, if the court does not have all the relevant information, it cannot achieve this object».

Προκειμένου να διασφαλίζεται το δικαίωμα των πολιτών για πρόσβαση στην δικαιοσύνη και για δίκαιη δίκη, είναι αναγκαίο να τους παρέχεται η δυνατότητα να ζητούν και να λαμβάνουν πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία για την στοιχειοθέτηση και απόδειξη της υπόθεσης τους (δηλαδή να ζητούν την αποκάλυψη και επιθεώρηση σχετικών με τα επίδικα θέματα εγγράφων). To δικαίωμα αυτό δέν περιορίζεται μόνο στην λήψη εγγράφων απο τους αντίδικους αλλά ακόμη απο μή διάδικους (βλέπετε για παράδειγμα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal).

Σημειώνεται ότι ενώ το άρθρο 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δίδει σε κατηγορούμενους σε ποινικές διαδικασίες το δικαίωμα όπως έχουν όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις προς προετοιμασία της υπερασπίσεώς τους, το άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι πιο ευρύ, παρέχοντας σε όλους τους πολίτες, τόσο σε πολιτικές/αστικές όσο και σε ποινικές διαδικασίες,  κατα την διάγνωση των δικαιωμάτων  τους, το δικαίωμα να προσάγουν ή να προκαλούν την προσαγωγή των μέσων αποδείξεως της υπόθεσης τους.

Στις πολιτικές/αστικές διαδικασίες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, οι διάδικοι είναι κατα γενικό κανόνα υποχρεωμένοι με το κλείσιμο (δηλαδή την καταχώρηση και ανταλλαγή) των δικογράφων, να προβούν σε αποκάλυψη όλων των σχετικών με τα επίδικα θέματα εγγράφων (laying all cards on the table) που βρίσκονται στην κατοχή τους, ακόμη και εάν αυτά υπονομεύουν την δική τους θέση  (βλέπετε Secretary of State for Health v Servier Laboratories Ltd [2013] EWCA Civ 1234: όπου το Αγγλικό Δικαστήριο έκρινε ότι δύναται να διατάξει αποκάλυψη εγγράφων και παροχή πληροφοριών, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ισχυρισμός ότι κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τις Εναγόμενες), στην συνέχεια τα έγγραφα που έχουν αποκαλυφθεί δύνανται να επιθεωρηθούν απο την άλλη πλευρά.

Το δικαίωμα σε πρόσβαση, επιθεώρηση και αποκάλυψη σχετικών εγγράφων δέν πρέπει να περιορίζεται εκτός απο ορισμένες καθoρισμένες περιπτώσεις, όπως όταν πρόκειται για επικοινωνία των διαδίκων για σκοπούς εξωδικαστηριακού συμβιβασμού ή/και επικοινωνία πελάτη-δικηγόρου, η οποία καλύπτεται από προνόμιο (Parry v Newsgroup Newspapers [1990] NLJ 1719, CA , R v Derby MagistratesCourt Ex p. B [1996] 1 AC 487 at 510; [1995] 4 All ER 526 at 543–544, HL) ή οταν η αποκάλυψη και επιθεώρηση αυτου πιθανόν να θέσει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον.

Στην Davies v Eli Lilley and Co [1987] 1 All ER 801 at 804; [1987] 1 W.L.R. 428   λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«It is designed to do real justice between opposing parties and, if the court does not have all the relevant information, it cannot achieve this object. But that said, there have to be safeguards. The party who is required to place all or most of his cards face up on the table is entitled to say, “Some of these cards are highly confidential. You may see them for the purpose of this litigation but, unless their contents are disclosed to all the world as part of the evidence given in open court, their contents must be used for no other purpose.” This is only fair, because, as has been well said, discovery of documents involves a serious invasion of privacy which can be justified only in so far as it is absolutely necessary for the achievement of justice between the parties».

Πολλές φορές, διάδικοι στην προσπάθεια τους να αποφύγουν την αποκάλυψη εγγράφων που τους ενοχοποιούν ή/και υπονομεύουν ή/και υποσκάπτουν την υπόθεση τους προβαίνουν στην εξαφάνιση ή/και καταστροφή τους. Τα Δικαστήρια δύνανται, για σκοπούς πρόληψης και αποφυγής τέτοιας ενέργειας, μετά απο αίτημα του αντίδικου, να εκδώσουν διάταγμα για την διαφύλαξη εγγράφων ή/και αποδεικτικών στοιχείων, οταν υπάρχει κίνδυνος, ο κάτοχος αυτών να τα καταστρέψει.  (Anton Pillar orders).

Η διαταγή 28 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχει το δικαίωμα σε διάδικους να ζητήσουν την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή της άλλης πλευράς, όπου αυτά αφορούν τα επίδικα θέματα. [1]

Το Δικαστήριο εάν κρίνει οτι η αποκάλυψη αυτή είναι αναγκαία για την δίκαιη διεκπεραίωση της δίκης και δέν αποτελεί μέσω αλίευσης ή/και ψαρέματος μαρτυρίας απο τον αιτητή, θα προβεί στην έκδοση του διατάγματος.  (βλέπετε Τυλληρή ή Δημητρίου v. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (1980) 1 ΑΑΔ 2271).

Επίσης το Δικαστήριο έχει δικαίωμα σε οποιοδήποτε στάδιο χωρίς αίτηση διαδίκου αλλά αυτεπάγγελτα να διατάξει διάδικο να προσάγει έγγραφο.

Έγγραφα που έχουν αποκαλυφθεί και βρίσκονται στην κατοχή διαδίκου δύνανται μετά απο αίτημα του αντίδικου να επιθεωρηθούν μετα απο σχετική αίτηση στο δικαστήριο εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο για την δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης.

Τα πιο πάνω αποτελούν μια γενική αναφορά στο δικαίωμα ενος διαδίκου σε αποκάλυψη και επιθεώρηση εγγράφων και την σημασία αυτού για σκοπούς διασφάλισης της χρηστης απονομής της δικαιοσύνης.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.


[1] «1. Any party may, without filing any affidavit, apply to the Court or a Judge for an order directing any other party to any cause or matter to make discovery on oath of the documents which are or have been in his possession or power relating to any matter in question therein. On the hearing of such application the Court or Judge may either refuse or adjourn the same, if satisfied that such discovery is not necessary, or not necessary at that stage of the cause or matter, or make such order, either generally or limited to certain classes of documents, as may, in the Court’s or Judge’s discretion, be thought fit : provided that discovery shall not be ordered when and so far as the Court or Judge shall be of opinion that it is not necessary either for disposing fairly of the cause or matter or for saving costs. If an order is made for discovery, such order shall specify the time within which the party directed to make discovery shall file his affidavit. 2. The affidavit to be made by a party against whom such order as is mentioned in Rule 1 of this Order has been made shall be in Form 22 and shall specify which (if any) of the documents therein mentioned such party objects to produce. 3. If a party ordered to make discovery of documents fails so to do, he shall not afterwards be at liberty to put in evidence on his behalf in the action any document he failed to discover or to allow to be inspected, unless the Court is satisfied that he had sufficient excuse for so failing, in which case the Court may allow such document to be put in evidence on such terms as it may think fit. 4. It shall be lawful for the Court or a Judge, at any time during the pendency of any cause or matter, to order the production by any party thereto upon oath of such of the documents in his possession or power, relating to any matter in question in such cause or matter, as the Court or Judge shall think right; and the Court may deal with such documents when produced in such manner as shall appear just. 5. An application for an order to inspect documents except such as are disclosed in the pleadings, particulars or affidavits of the party against whom the application is made, shall be founded upon an affidavit showing of what documents inspection is sought, that the party applying is entitled to inspect them, and that they are in the possession or power of the other party. The Court or Judge shall not make such order for inspection of such documents when and so far as the Court or Judge shall be of opinion that it is not necessary either for disposing fairly of the cause or matter or for saving costs. 6. Where any party to a cause or matter has in his pleadings particulars or affidavits referred to any document he may be required by any other party thereto by notice in writing to produce such document for the inspection of the party giving such notice or of his advocate and to permit him or them to take copies thereof. Any party failing to comply with such notice shall not afterwards be at liberty to put any such document in evidence on his behalf in such cause or matter, unless he shall satisfy the Court that such document relates only to his own title, he being a defendant to the cause or matter, or that he had some other cause or excuse which the Court shall deem sufficient for not complying with the notice, in which case the Court may allow the same to be put in evidence on such terms as to costs and otherwise as the Court shall think just. 7. Notice to any party to produce any documents referred to in his pleading, particulars or affidavits shall be in Form 23. 8. The party to whom such notice is given shall, within five days from the receipt of such notice if all the documents therein referred to have been set forth by him in an affidavit of discovery under Rule 2 of this Order or within ten days from the receipt of such notice if any of the documents referred to therein have not been set forth in any such affidavit, deliver to the party requiring inspection of the documents a notice stating a time within three days from the delivery thereof at which the documents or such of them as he does not object to produce may be inspected at the office of his advocate, or in the case of bankers’ books or other books of account or books in constant use for the purpose of any trade or business at their usual place of custody, and stating which (if any) of the documents he objects to produce and on what ground. Such notice shall be in Form 24. 9. If a party served with notice under Rule 6 of this Order omits to give such notice of a time for inspection or objects to give inspection, or offers inspection elsewhere than at the office of his advocate, the Court or a Judge may, on the application of the party desiring it, make an order for inspection in such place and in such manner as the Court or Judge may think fit : provided that the order shall not be made when and so far as the Court or Judge shall be of opinion that it is not necessary either for disposing fairly of the cause or matter or for saving costs. 10. Where on an application for an order for inspection privilege is claimed for any document, it shall be lawful for the Court or a Judge to inspect the document for the purpose of deciding as to the validity of the claim of privilege. 11. The Court or a Judge may, on the application of any party to a cause or matter at any time, and whether an affidavit of documents shall or shall not have already been ordered or made, make an order requiring any other party to state by affidavit whether any particular document or documents or any class or classes of documents specified or indicated in the application, is or are, or has or have at any time been, in his possession, custody or power; and, if not then in his possession, custody or power, when he parted with the same and what has become thereof. Such application shall be made on an affidavit stating that in the belief of the deponent the party against whom the application is made has, or has at some time had in his possession, custody or power, the particular document or documents or the class or classes of documents specified or indicated in the application, and that they relate to the matters in question in the cause or matter, or to some or one of them. 12. If any party refuses to allow inspection at the place named by him in that behalf and within the prescribed time of any document which he has not objected to produce, or if he fails to comply with any order for discovery or inspection of documents, he shall be liable to attachment. He shall also, if a plaintiff, be liable to have his action dismissed for want of prosecution, and, if a defendant, to have his defence (if any) struck out, and to be placed in the same position as if he had not defended, and the party seeking discovery or inspection may apply to the Court for an order to that effect, and an order may be made accordingly.13. Service of an order for discovery or inspection made against any party on his advocate shall be sufficient service to found an application for an attachment for disobedience to the order. But the party against whom the application for an attachment is made may show in answer to the application that he has had no notice or knowledge of the order. 14. An advocate upon whom an order against any party for discovery or inspection is served under Rule 13 of this Order, who neglects without reasonable excuse to give notice thereof to his client, shall be liable to attachment. 15. This Order shall apply to infant plaintiffs and defendants, and to their next friends and guardians ad litem.»

Εγγραφή επιβαρύνσεων που βαραίνουν κυπριακές εταιρείες.

Οι εταιρείες ώς ανεξάρτητες νομικές οντότητες, δύνανται, μεταξύ άλλων, να δανείζονται και να δανείζουν. Σε περίπτωση που δανείζονται, νοουμένου ότι το Ιδρυτικό και Καταστατικό τους έγγραφο τους το επιτρέπει, δύναται να δημιουργούν επιβάρυνση (charge) επι των στοιχείων του ενεργητικού τους ως εξασφάλιση για τα χρέη τους.

Οι επιβαρύνσεις λειτουργούν ως προστασία για τους δανειστές/πιστωτές της εταιρείας, δίδοντας σε αυτούς δικαίωμα επι της επιβαρυμένης περιουσίας σε περίπτωση που το δάνειο δέν αποπληρωθεί απο την εταιρεία-χρεώστη.

Oι επιβαρύνσεις δύνανται να είναι κυμαινόμενες (floating- όπου επιβαρύνεται το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας ή ορισμένες κατηγορίες αυτού) ή πάγιες, επί καθορισμένου περιουσιακού στοιχείου (fixed).

Η επιβάρυνση, για να είναι έγκυρη, θα πρέπει να καταχωρηθεί στο μητρώο επιβαρύνσεων του ‘Εφορου Εταιρειών και Επίσημου παραλήπτη. Η εγγραφή δύναται να γίνει τόσο από την ίδια την εταιρεία (χρεώστη) όσο και από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο [1].

Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που η επιβάρυνση εγγραφεί απο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η εταιρεία οφείλει να τον αποζημιώσει για τα έξοδα που σχετίζονται με την εγγραφή της επιβάρυνσης (βλέπετε άρθρο 91.2 του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113).

Τονίζεται ότι ο όρος επιβάρυνση δεν περιλαμβάνει την υποθήκη ακίνητης ιδιοκτησίας που γίνεται σύμφωνα με οποιοδήποτε Νόμο σε ισχύ (π.χ περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμος του 1965) και κάλυμμα κατά τα οριζόμενα από τον περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμο.[2]

Εάν η επιβάρυνση δεν εγγραφεί στον Έφορο Εταιρειών, σύμφωνα με τον Περι Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, τότε είναι άκυρη σε ό,τι αφορά τον εκκαθαριστή και οποιοδήποτε πιστωτή της εταιρείας και τα εξασφαλισμένα από την επιβάρυνση χρήματα καθίστανται αμέσως πληρωτέα απο την εταιρεία.

Για αυτό τον λόγο η εταιρεία θα πρέπει να προβαίνει στην εγγραφή της επιβάρυνσης εντός της καθορισμένης (ανάλογα με την περίπτωση) προθεσμίας προς αποφυγή τέτοιας κατάστασης.

Σημειώνεται ότι ορισμένες επιβαρύνσεις δέν απαιτείται να εγγραφούν στον Έφορο Εταιρειών. Αυτές περιλαμβάνουν επιβαρύνσεις που αφορούν πιστοποιητικά μετοχών εταιρειών, μετοχές εταιρειών ή επιβαρύνσεις σε δικαιώματα που απορρέουν από μετοχές εταιρειών καθώς και συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων εντός της έννοιας του περί των Συμφωνιών Παροχής Χρηματοοικονομικής Εξασφάλισης Νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 90 του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113:

«(1Α) Τα καθορισμένα στοιχεία κάθε επιβάρυνσης, κάθε εκχώρησης αυτής και κάθε τροποποίηση ή αλλαγή των στοιχείων αυτής, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 93, παραδίδονται στον καθορισμένο τύπο, μαζί με κατάλληλα χαρτοσημασμένο έγγραφο, αν υπάρχει, με το οποίο γίνεται ή αποδεικνύεται η επιβάρυνση ή η εκχώρηση αυτής ή η τροποποίηση ή η αλλαγή των στοιχείων της, στον έφορο εταιρειών για καταχώριση …(2) Το άρθρο αυτό τυγχάνει εφαρμογής πάνω στις πιο κάτω επιβαρύνσεις:(α) επιβάρυνση για το σκοπό εξασφάλισης οποιασδήποτε έκδοσης χρεωστικών ομολόγων(β) επιβάρυνση πάνω στο μη κληθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας(γ) επιβάρυνση πάνω στους χρεωστικούς λογαριασμούς της εταιρείας(δ) κυμαινόμενη επιβάρυνση πάνω στην επιχείρηση ή ιδιοκτησία της εταιρείας(ε) επιβάρυνση πάνω σε κλήσεις που έγιναν αλλά δεν καταβλήθηκαν(στ) επιβάρυνση πάνω σε πλοίο ή μερίδιο σε πλοίο(ζ) επιβάρυνση πάνω σε εμπορική εύνοια, πάνω σε προνόμιο ευρεσιτεχνίας ή άδεια για προνόμιο ευρεσιτεχνίας, πάνω σε εμπορικό σήμα ή πάνω σε δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ή άδειας πάνω σε δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας(η) επιβάρυνση πάνω σε οποιαδήποτε άλλη κινητή ιδιοκτησία, που συστάθηκε ή αποδείχτηκε από έγγραφο, όταν η εταιρεία διατηρεί κατοχή της ιδιοκτησίας αυτής (θ) επιβάρυνση πάνω σε ακίνητη ιδιοκτησία, που βρίσκεται οπουδήποτε, ή συμφέροντος πάνω σε αυτή»

Ο τρόπος με τον οποίο δύναται να εγγραφεί η επιβάρυνση στον Έφορο Εταιρειών είναι συμπληρώνοντας και υποβάλλοντας  το έντυπο ΗΕ24Ε (“Στοιχεία επιβάρυνσης η οποία συστάθηκε από εταιρεία εγγεγραµµένη στην Κυπριακή Δηµοκρατία“), μαζί με την συμφωνία (πιστό αντίγαφο) που δημιουργεί την επιβάρυνση είτε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος καταχώρησης εγγράφων (εάν η εταιρεία έχει κωδικούς πρόσβασης) ή μέσω του ταμείου. Στο έντυπο ΗΕ24Ε περιγράφεται η επιβάρυνση, η συμφωνία που την δημιουργεί, το ποσό που διασφαλίστηκε με την επιβάρυνση καθώς και τα στοιχεία των δικαιούχων της επιβάρυνσης. [3]

Σε περίπτωση που το έγγραφο που δημιουργεί την επιβάρυνση συντάχθηκε σε οποιαδήποτε γλώσσα, άλλη από την ελληνική ή την αγγλική, θα πρέπει να γίνει μετάφραση αυτού είτε με ένορκη δήλωση είτε από ορκωτό μεταφραστή.

Εάν η επιβάρυνση έγινε εντός της  Κυπριακή Δημοκρατίας (Κ.Δ) και αφορά περιουσία  στην Κ.Δ, τότε η ειδοποίηση ΗΕ24Ε και η συμφωνία που δημιουργεί την επιβάρυνση πρέπει να καταχωρούνται εντός 21 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της επιβάρυνσης (σύμφωνα με την συμφωνία που την δημιουργεί).

Σε περίπτωση που  η επιβάρυνση έγινε εκτός της ΚΔ, τότε η φόρμα ΗΕ24Ε και το πιστοποιημένο αντίγραφο της συμφωνίας που το δημιουργεί θα πρέπει να καταχωρηθεί εντος 42 ημερών απο την σύσταση της. [4]

Κατόπιν ολοκλήρωσης της εγγραφής της επιβάρυνσης, ο Έφορος Εταιρειών εκδίδει πιστοποιητικό εγγραφής της επιβάρυνσης.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.


[1] Σύμφωνα με το άρθρο 91.1 του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:

«Αποτελεί καθήκον εταιρείας να παραδίδει στον έφορο εταιρειών για εγγραφή τα στοιχεία κάθε επιβάρυνσης που έγινε από την εταιρεία και των εκδόσεων χρεωστικών ομολόγων σειράς που χρειάζεται εγγραφή με βάση το άρθρο 90, αλλά εγγραφή οποιασδήποτε τέτοιας επιβάρυνσης δύναται να πραγματοποιηθεί μετά από αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου που έχει συμφέρον σε αυτήν».

[2]

Σύμφωνα με τον Περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμο του 2010, άρθρο 2« κάλυμμα σημαίνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και συμβάσεων αντιστάθμισης κινδύνου, που εξασφαλίζουν, δυνάμει του Μέρους III, καλυμμένα αξιόγραφα, τηρουμένων, των διατάξεων του άρθρου 40»

[3]  Σύμφωνα με το Άρθρο 90(3)(α) του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113

 «Σε περίπτωση που επιβάρυνση, κάθε εκχώρηση αυτής και κάθε τροποποίηση ή αλλαγή των στοιχείων της, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), έγινε εκτός της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει ιδιοκτησία που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, η παράδοση στον έφορο αντιγράφου πιστοποιημένου κατά τον καθορισμένο τρόπο του εγγράφου με το οποίο έγινε ή αποδεικνύεται η επιβάρυνση, κάθε εκχώρηση αυτής, τροποποίηση ή αλλαγή των στοιχείων της, έχει για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου την ίδια συνέπεια όπως θα είχε η παράδοση του πρωτότυπου εγγράφου»

(η υπογράμμιση είναι δική μου)

[4] Σύμφωνα με το Άρθρο 90(3)(β) του Περι Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113

«Στην περίπτωση της παραγράφου (α), τα στοιχεία και το έγγραφο ή το πιστοποιημένο αντίγραφο αυτού, με το οποίο έγινε ή αποδεικνύεται η επιβάρυνση, κάθε εκχώρηση αυτής και κάθε τροποποίηση ή αλλαγή των στοιχείων της, πρέπει να παραδίνονται στον έφορο εντός σαράντα δύο (42) ημερών από την ημερομηνία σύστασης της επιβάρυνσης ή της διενέργειας της εκχώρησής της, της τροποποίησης ή της αλλαγής των στοιχείων της»

Ιδιωτική Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης με εγγύηση.

Η πιο συνηθισμένη μορφή εταιρείας στην Κύπρο είναι η ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές και αυτό διότι μια τέτοια εταιρεία έχει πολλά πλεονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας αύξησης κεφαλαίου μέσω της έκδοσης μετοχών καθώς και την δυνατότητα πληρωμής μερισμάτων από τα κέρδη της στους μετόχους της (dividends) ενώ υπόκειται σε λιγότερο έλεγχο και λιγότερο αυστηρούς κανονισμούς απο την δημόσια εταιρεία.

Πέραν απο αυτή την μορφή ιδιωτικής εταιρείας υπάρχουν επίσης οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση και μετοχικό κεφάλαιο καθώς και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης χωρίς μετοχικό κεφάλαιο και με εγγύηση.

Όλες οι πιο πάνω μορφές εταιρείας αποτελούν ανεξάρτητες νομικές οντότητες, οι οποίες απολαμβάνουν ξεχωριστής νομικής προσωπικότητας (separate legal personality) και είναι συνεπώς ανεξάρτητες απο τα μέλη τους, με αποτέλεσμα να φέρουν οι ίδιες την ευθύνη για τυχόν χρέη τους.

Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε αποκλειστικά στις ιδιωτικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση, χωρίς μετοχικό κεφάλαιο.

 Μια τέτοια εταιρεία με εγγύηση και χωρίς μετοχικό κεφάλαιο συστήνεται συνήθως για να λειτουργήσει ως μή κερδοσκοπικός οργανισμός για κοινωφελής και όχι για επιχειρηματικούς σκοπούς, εφόσον τα μέλη της λειτουργούν περισσότερο ως εγγυητές παρά ως μετόχοι. Tέτοιες εταιρείες αποτελούν συνήθως αθλητικούς συλλόγους, εργατικούς συνεταιρισμούς και άλλους κοινωφελής οργανισμούς.

Oι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση και χωρίς μετοχικό κεφάλαιο δέν εκδίδουν μετοχές και άρα δέν έχουν μετοχικό κεφάλαιο και μετόχους αλλά μόνο μέλη.

Ενώ η περιορισμένη ευθύνη των μετόχων σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές σημαίνει ότι σε περίπτωση που η εταιρεία θα τεθεί υπο εκκαθάριση, η ευθύνη των μελών/μετόχων  της προς αυτή  περιορίζεται στο ποσό, αν υπάρχει που δεν πληρώθηκε για τις μετοχές που κατέχουν, σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση και χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, η περιορισμένη ευθύνη των μελών αναφέρεται στην ευθύνη τους να συνεισφέρουν μέχρι ένα συγκεκριμένο ποσό, σε περίπτωση που η εταιρεία διαλυθεί.

Εταιρεία περιορισμένης εταιρείας με εγγύηση είναι σύμφωνα με τον Νόμο:

 “εταιρεία που η ευθύνη των μελών της περιορίζεται από το ιδρυτικό έγγραφο μέχρι του ποσού που τα μέλη ήθελαν αναλάβει αντίστοιχα να συνεισφέρουν στο ενεργητικό της εταιρείας σε περίπτωση διάλυσής της1  

Σημειώνεται ότι εφόσον οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση και χωρίς μετοχικό κεφάλαιο δέν λαμβάνουν κεφάλαιο μεσω της έκδοσης μετοχών, οι μόνοι τρόποι για την αύξηση του κεφαλαίου κίνησης τους είναι μέσω δωρεών, συνεισφορών, συνδρομών, φιλανθρωπικών εκδηλώσεων και δανεισμού.

Σύμφωνα με τον Νόμο, οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση θα πρέπει να έχουν  Ιδρυτικό και Καταστατικό Έγγραφο.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Νόμου:

«8. Σε περίπτωση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με μετοχές δύναται, και σε περίπτωση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση πρέπει, μαζί με το ιδρυτικό να εγγράφεται και καταστατικό που καθορίζει κανονισμούς για την εταιρεία υπογραμμένο από τα πρόσωπα που υπέγραψαν το ιδρυτικό έγγραφο».

Σύμφωνα με το άρθρο 13.β του Νόμου:

«Ο τύπος…(β) του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση και που δεν έχει μετοχικό κεφάλαιο… είναι σύμφωνα με τους τύπους που αναφέρονται στον Πίνακα Β, Γ και Δ του Πρώτου Παραρτήματος, αντίστοιχα, ή όσο το δυνατό πιο κοντά σε αυτούς, όπως οι περιστάσεις επιτρέπουν».

Το άρθρο 4.2 του Νόμου προνοεί τα εξής:

«(2) Το ιδρυτικό έγγραφο εταιρείας είτε περιορισμένης ευθύνης με μετοχές είτε με εγγύηση πρέπει να δηλώνει ότι η ευθύνη των μελών της είναι περιορισμένη».

Το άρθρο 4.3 του Νόμου προνοεί τα εξής:

«(3) Το ιδρυτικό έγγραφο εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση πρέπει επίσης να δηλώνει ότι κάθε μέλος αναλαμβάνει να συνεισφέρει στο ενεργητικό της εταιρείας σε περίπτωση εκκαθάρισης της ενώ αυτό είναι μέλος ή μέσα σε ένα χρόνο που έπαυσε να είναι μέλος, για την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων της εταιρείας που δημιουργήθηκαν πριν από του να παύσει να είναι μέλος, και για τα έξοδα, επιβαρύνσεις και δαπάνες της εκκαθάρισης και για το διακανονισμό των δικαιωμάτων μεταξύ των συνεισφορέων, τέτοιο ποσό όσο θα κριθεί αναγκαίο που δεν υπερβαίνει όμως ένα καθορισμένο ποσό».

Μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση θα πρέπει να αναφέρει στο καταστατικό της των αριθμό των μελών της ενώ επίσης  όταν αυξήσει τον αριθμό των μελών της πάνω από τον εγγεγραμμένο αριθμό, δίνει στον έφορο εταιρειών μέσα σε δεκαπέντε ημέρες μετά που αποφασίστηκε ή πραγματοποιήθηκε η αύξηση, ειδοποίηση για την αύξηση στον καθορισμένο τύπο, και ο έφορος εγγράφει την αύξηση.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Νόμου:

«9.-(1) Σε περίπτωση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση το καταστατικό πρέπει να αναφέρει τον αριθμό των μελών με τα οποία η εταιρεία πρόκειται να εγγραφεί. (2) Όταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση αυξήσει τον αριθμό των μελών της πάνω από τον εγγεγραμμένο αριθμό, δίνει στον έφορο εταιρειών μέσα σε δεκαπέντε ημέρες μετά που αποφασίστηκε ή πραγματοποιήθηκε η αύξηση, ειδοποίηση για την αύξηση στον καθορισμένο τύπο, και ο έφορος εγγράφει την αύξηση. Αν υπάρξει παράλειψη συμμόρφωσης με το εδάφιο αυτό, η εταιρεία και κάθε αξιωματούχος της που ευθύνεται για την παράλειψη υπόκειται στην καταβολή προστίμου παράλειψης.»

Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Νόμου:

«22.-(1) Σε περίπτωση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση που δεν έχει μετοχικό κεφάλαιο και γράφτηκε μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, οποιαδήποτε πρόνοια στο ιδρυτικό έγγραφο ή το καταστατικό ή σε οποιοδήποτε ψήφισμα της εταιρείας που επιδιώκει να δώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο δικαίωμα να μετέχει στα διανεμητέα κέρδη διαφορετικά παρά ως μέλος είναι άκυρη (2) Για το σκοπό των διατάξεων του Νόμου αυτού σε σχέση με το ιδρυτικό έγγραφο εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση και του άρθρου αυτού, κάθε πρόνοια του ιδρυτικού εγγράφου ή καταστατικού ή οποιοδήποτε ψήφισμα εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση που εγγράφηκε κατά ή μετά την ημερομηνία που προαναφέρθηκε, με σκοπό να διαχωρίσει την επιχείρηση της εταιρείας σε μετοχές ή συμφέροντα θα θεωρείται πρόνοια για μετοχικό κεφάλαιο, αναξάρτητα από το γεγονός ότι το ονομαστικό ποσό ή ο αριθμός των μετοχών ή συμφερόντων δεν καθορίζεται από αυτή».

Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγύηση δύναται με έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου να παραλείψει την λέξη «λίμιτεδ» απο το όνομα της, νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι προυποθέσεις που θέτει το άρθρο 20 του Νόμου.[1]

Διαδικασία Εγγραφής

Η διαδικασία  εγγραφής εταιρείας χωρίς μετοχικό κεφάλαιο και με εγγύηση δέν διαφέρει απο αυτήν εγγραφής εταιρείας με μετοχικό κεφάλαιο, υπο την έννοια ότι θα πρέπει να γίνει αίτηση έγκρισης του προτεινόμενου ονόματος στον καθορισμένο τύπο και αφού ληφθεί έγκριση και κωδικός ονόματος απο τον Έφορο Εταιρειών, στην συνέχεια να συμπληρωθεί απο Δικηγόρο  και να χαρτοσημανθεί (σύμφωνα με την κλίμακα του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου) η φόρμα ΗΕ1 (Θέσμια Δήλωση Συμμόρφωσης)  και να ετοιμαστεί το Ιδρυτικό και Καταστατικό (σε περίπτωση που θα ανοικτεί φάκελος μετάφρασης αυτό θα πρέπει να μεταφραστεί δεόντως) καθώς και να συμπληρωθούν οι φόρμες ΗΕ2 (κοινοποίηση διεύθυνσης εγγεγραμένου γραφείου- ηλεκτρονικά ή δια χειρός) και ΗΕ3 ( κοινοποίηση αξιωματουχων- ηλεκτρονικά ή δια χειρός) καθώς και η απαραίτητη συγκατάθεση όπου αυτό απαιτείται και η έγγραφη βεβαίωση μάρτυρα υπογραφών (για ηλεκτρονικές εγγραφές).

Όλα τα πιο πάνω έγγραφα θα πρέπει να καταχωρηθούν στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη ηλεκτρονικά ή δια χειρός.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.


[1] «20.-(1) Όταν αποδεικνύεται προς ικανοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου ότι οργανισμός που πρόκειται να συσταθεί ως μη κερδοσκοπική εταιρεία θα συσταθεί για την προαγωγή του εμπορίου, τέχνης, επιστήμης, θρησκείας, αγαθοεργίας ή οποιουδήποτε κοινοφελούς σκοπού και προτίθεται να διαθέτει τα πλεονάσματα του αν υπάρχουν ή άλλο εισόδημα για την προαγωγή των σκοπών του, και να απαγορεύει την πληρωμή μερίσματος στα μέλη του το Υπουργικό Συμβούλιο με άδεια δύναται να δίνει οδηγίες για την εγγραφή του οργανισμού ως εταιρείας περιορισμένης ευθύνης χωρίς την προσθήκη της λέξης “λίμιτεδ”, στο όνομα της και ο οργανισμός δύναται να εγγράφεται ανάλογα και με την εγγραφή απολαμβάνει όλα τα προνόμια και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις εταιρειών περιορισμένης ευθύνης: Νοείται ότι, αναφέρεται ρητά στο ιδρυτικό έγγραφο των εταιρειών ότι αυτές είναι μη κερδοσκοπικές. (2) Όταν αποδεικνύεται προς ικανοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου κατόπιν αίτησης της εταιρείας που γίνεται στον καθορισμένο τύπο στον οποίο επισυνάπτεται ειδικό ψήφισμα για παράλειψη της λέξης “λίμιτεδ” στο όνομα της εταιρείας ότι – (α) Oι σκοποί εταιρείας που έχει εγγραφεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου αυτού ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης περιορίζονται στους σκοπούς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και σε σκοπούς συναφείς ή που συμβάλλουν σε αυτούς∙ (β) σύμφωνα  με τα έγγραφα συστάσεως της εταιρείας οφείλει να διαθέτει τα πλεονάσματά της, αν υπάρχουν, ή άλλο εισόδημα, για την προαγωγή των σκοπών της και απαγορεύεται η πληρωμή μερίσματος στα μέλη της∙ και(γ) σύμφωνα με το ιδρυτικό έγγραφό της, σε περίπτωση διάλυσης τέτοιας εταιρείας τα τυχόν πλεονάσματα διανέμονται αποκλειστικά σε μη κερδοσκοπικούς κοινωφελείς οργανισμούς, με σκοπούς παρόμοιους ή/και ανάλογους με τους σκοπούς της υπό διάλυση εταιρείας,το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να δώσει άδεια στην εταιρεία όπως προβεί σε αλλαγή στο όνομά της που περιλαμβάνει ή που αποτελείται από την παράλειψη της λέξης “λίμιτεδ” και τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 19 εφαρμόζονται για την αλλαγή του ονόματος που γίνεται βάσει του εδαφίου αυτού όπως αυτά εφαρμόζονται στην αλλαγή του ονόματος βάσει του άρθρου εκείνου. (3) Άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου με βάση το άρθρο αυτό δύναται να παραχωρείται με τέτοιους όρους και τηρουμένων τέτοιων κανονισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε κρίνει σωστό και οι όροι και οι κανονισμοί αυτοί θα είναι δεσμευτικοί πάνω στον οργανισμό για τον οποίο παραχωρήθηκε η άδεια. Και, όταν η άδεια παραχωρείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) αν το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε διατάξει με τον τρόπο αυτό θα περιλαμβάνεται στο ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό ή σε ένα από αυτά τα έγγραφα. (4) Οργανισμός στον οποίο χορηγήθηκε άδεια σύμφωνα με το άρθρο αυτό εξαιρείται από τις διατάξεις του Νόμου αυτού αναφορικά με τη χρήση της λέξης “λίμιτεδ” σαν μέρος του ονόματος του, της δημοσίευσης του ονόματος του και της αποστολής καταλόγων των μελών στον έφορο εταιρειών.5) Άδεια που παραχωρήθηκε σύμφωνα με το άρθρο αυτό δύναται οποτεδήποτε να ανακληθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και με την ανάκληση ο έφορος καταχωρεί τη λέξη “λίμιτεδ” στο τέλος του ονόματος στο μητρώο του οργανισμού που παραχωρήθηκε η άδεια και ο οργανισμός παύει να απολαμβάνει τις εξαιρέσεις που του παραχωρήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο αυτό ανάλογα με την περίπτωση:Νοείται ότι πριν από την ανάκληση αυτή της άδειας, το Υπουργικό Συμβούλιο δίνει στον οργανισμό γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεση του και του δίνει την ευκαιρία να ακουστεί η ένσταση του για την ανάκληση.(6) Όταν οργανισμός αναφορικά με τον οποίο ισχύει η άδεια με βάση το άρθρο αυτό τροποποιεί τις διατάξεις του καταστατικού που αναφέρονται στους σκοπούς του, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, εκτός αν το θεωρήσει σκόπιμο να ανακαλέσει την άδεια, να τη μεταβάλει με την επιφύλαξη τέτοιων όρων και κανονισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε κρίνει σωστό αντίθετα ή επιπρόσθετα από πιθανούς όρους και κανονισμούς με την επιφύλαξη των οποίων βρισκόταν η άδεια προηγουμένως. (7) Όταν ανακαλείται η άδεια που χορηγήθηκε με βάση το άρθρο αυτό, σε οργανισμό που στο όνομα του περιλαμβάνονται οι λέξεις “Εμπορικό Επιμελητήριο” ο οργανισμός πρέπει μέσα σε έξι εβδομάδες από την ημερομηνία της ανάκλησης ή μέσα σε μεγαλύτερη περίοδο που το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε κρίνει σωστό να επιτρέψει, να αλλάξει το όνομα του με άλλο όνομα που δεν περιλαμβάνει τις λέξεις αυτές, και- (α) η ειδοποίηση που θα δοθεί στον οργανισμό σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (5) περιλαμβάνει δήλωση των προηγούμενων συνεπειών των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, και (β) τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 19 εφαρμόζονται για την αλλαγή του ονόματος με βάση το άρθρο αυτό όπως εφαρμόζονται για την αλλαγή του ονόματος με βάση το άρθρο εκείνο.Αν οργανισμός παραλείπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του εδαφίου αυτού θα υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν θα υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη».

Διαδικασία υιοθεσίας στην Κύπρο.

Δυστυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί συμπολίτες μας οι οποίοι δεν δύνανται ή/και δέν είναι σε θέση, παρά την θέλησή τους, να αποκτήσουν δικό τους παιδί.

Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν πολλά παιδιά που εγκαταλείφθηκαν ή τα οποία είναι ορφανά ή των οποίων οι γονείς δεν ήταν σε θέση να τα φροντίσουν για διάφορους λόγους.

Επίσης πολλές φορές σύζυγοι επιθυμούν να αναγνωρίσουν τα παιδιά των συζύγων τους ως δικά τους.

Λύση στα πιο πάνω προβλήματα έρχεται να δώσει η νομική διαδικασία της υιοθεσίας.

Το θέμα της υιοθεσίας στην Κύπρο ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του περί Υιοθεσίας Νόμου 9(I)/1995 ( ο «Νόμος»).

Α. Υποβολή ενδιαφέροντος στο Γραφείο Ευημερίας (σε περίπτωση υιοθεσίας ξένου παιδιού).

Για άτομα που επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα ξένο παιδί επειδή δέν είναι σε θέση για οποιοδήποτε λόγο να αποκτήσουν δικό τους παιδί, πρίν την νομική διαδικασία θα πρέπει να απευθυνθούν στο Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας, υποβάλλοντας γραπτή αίτηση ενδιαφέροντος. (βλέπετε Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας – Οικογένειας και Παιδιού (mlsi.gov.cy σε σχέση με τα συνοδευτικά έγγραφα).

Στην συνέχεια το Τμήμα θα προχωρήσει σε αξιολόγηση της καταλληλότητας τους για σκοπούς υιοθεσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Νόμου;

«Πρόσωπο ή πρόσωπα που προτίθενται να προχωρήσουν σε διαδικασία υιοθεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τα οποία δεν έχουν ακόμη εξεύρει το προς υιοθεσία πρόσωπο, έχουν το δικαίωμα κατόπιν αιτήσεως να αποτείνονται στο λειτουργό ευημερίας της περιοχής στην οποία διαμένουν, με την οποία να ζητούν την ετοιμασία εκθέσεως στην οποία να αναφέρεται κατά πόσο αυτοί είναι ή όχι πρόσωπα κατάλληλα για σκοπούς υιοθεσίας:Νοείται ότι ο λειτουργός ευημερίας οφείλει το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από τη λήψη της ειδοποίησης να επιδώσει στους αιτητές αντίγραφο αιτιολογημένης έκθεσης του σύμφωνα με τα πιο πάνω…» (η έμφαση είναι δική μου).

Σημειώνεται ότι η έκθεση καταλληλότητας ή ακαταλληλότητας που ετοιμάζεται από το Γραφείο Ευημερίας στα πλαίσια αίτησης για υιοθεσία παιδιού, μπορεί να αμφισβητηθεί μόνον ενώπιον του αρμόδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.

(βλέπετε Δώρου Νεόφυτος και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 839)

Ακολούθως, το Τμήμα θα προχωρήσει σε συνταίριασμα των εγκεκριμένων υποψήφιων, με παιδί διαθέσιμο για υιοθεσία  στη Κύπρο (διαδικασία συνταιριάσματος).

 Σε περίπτωση που δέν υπάρχει διαθέσιμο παιδί για το σκοπό αυτό στη Κύπρο, τότε ενεργοποιείται η διαδικασία της διακρατικής υιοθεσίας.

Β. Δικαστική Διαδικασία

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, η υιοθεσία συντελείται με την έκδοση διατάγματος απο το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης σε καθορισμένο τύπο (βλέπετε  τoν περί Υιοθεσία Διαδικαστικό Κανονισμό 707/1954, άρθρο 3 και Φόρμα 1).

Το Δικαστήριο κατα την εξέταση της αίτησης θα λάβει υπόψιν του, μεταξύ άλλων, κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια ή/και οι προυποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την υποβολή τέτοιας αίτησης καθώς και κατά πόσο η προτιθέμενη υιοθεσία ενέχει κινδύνους για τον υιοθετούμενο και εάν είναι προς το συμφέρον του.

Αίτηση για υιοθεσία δύναται να υποβληθεί απο δύο άτομα απο κοινού ή απο ένα άτομο.

Απο κοινού υιοθεσία.

Αίτηση απο κοινού υιοθεσίας δύναται να υποβληθεί απο:

Α. 2 συζύγους ή

Β. τον φυσικό πατέρα του παιδιού με τη σύζυγο του ή

Γ. την φυσική μητέρα με το σύζυγο της,

Σημειώνεται ότι δυστυχώς μέχρι σήμερα δέν έχει αναγνωριστεί απο τον κύπριο νομοθέτη το δικαίωμα σε πολιτικούς συμβίους που δέν έχουν τελέσει γάμο να προβούν σε απο κοινού υιοθεσία[1]

Υιοθεσία απο ένα πρόσωπο

Αίτηση υιοθεσίας μπορούν να υποβάλουν:

Α. Ο σύζυγος της μητέρας ή η σύζυγος του πατέρα του υιοθετουμένου,

Β. Πρόσωπο, το οποίο υπήρξε ανάδοχος γονέας για τουλάχιστον δυο (2) χρόνια προσώπου με νοητική αναπηρία, του οποίου η άσκηση της γονικής μέριμνας είχε ανατεθεί στο Διευθυντή μέχρι το δέκατο όγδοο (18ο)  έτος της ηλικίας του,

Γ. Ο/η σύζυγος φυσικού γονέα, ο/η οποίος/α έχει αποβιώσει ή έχει εγκαταλείψει τα ανήλικα τέκνα

Για να δύναται πρόσωπο/α να υποβάλει/ουν τέτοια αίτηση θα πρέπει να πληρούνται οι πιο κάτω προυποθέσεις:

  1. Ηλικία Αιτητή:

Ο αιτητής (σε περίπτωση που είναι ένα πρόσωπο) ή οι αιτητές να μήν είναι κάτω των 25 ετών και το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι λαμβανομένων υπόψην των ηλικιών τόσο του υιοθετούμενου όσο και του υιοθετούντος, η υιοθεσία δεν συνεπάγεται κινδύνους για τον υιοθετούμενο και είναι γενικώς προς το συμφέρον του υιοθετουμένου ή σε περίπτωση που ο αιτητής είναι συγγενής του υιοθετούμενου να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του.

2.Διαμονή Αιτητή:

Α. Κατα την υποβολή της αίτησης ο αιτητής (σε περίπτωση που είναι ένα πρόσωπο ή σε περίπτωση που είναι ζευγάρι, τουλάχιστον ένας εξ αυτών) θα πρέπει να είναι μόνιμος κάτοικος της  Κυπριακής Δημοκρατίας και ο υιοθετούμενος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υιοθεσίας να έχει τη διαμονή του στη Δημοκρατία, ή

 Β. Εάν δέν είναι κατα την υποβολή της αίτησης Κύπριος μονιμος κάτοικος, να είχε κατα τα δύο χρόνια αμέσως πρίν την υποβολή της αίτησης, τη διαμονή του στη Δημοκρατία  και ο υιοθετούμενος κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υιοθεσίας να έχει τη διαμονή του στη Δημοκρατία.

3. Συναίνεση προς υιοθεσία

Για την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας απαιτείται η συναίνεση των γονέων ή του κηδεμόνα του ανηλίκου (για να δοθεί συναίνεση της μητέρας το παιδί θα πρέπει να έχει συμπληρώσει 3 μήνες απο την γέννηση του).

Επίσης, σε περίπτωση που ο αιτητής είναι έγγαμος απαιτείται η συναίνεση  του/της συζύγου.  

Περαιτέρω, εάν το επιτρέπει η ηλικία του παιδιού ή/και η διανοητική του κατάσταση δυνατό να χρειάζεται και η δική του συγκατάθεση.

Σε κάποιες περιπτώσεις, πιθανόν να χρειάζεται η συγκατάθεση του  Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντί των πιο πάνω συγκαταθέσων  (όταν ο αιτητής υπήρξε για δυο τουλάχιστον χρόνια ανάδοχος γονέας παιδιού με νοητική αναπηρία, του οποίου η άσκηση της γονικής μέριμνας είχε ανατεθεί στο Διευθυντή μέχρι το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του).

Η συναίνεση προς υιοθεσία δίνεται κατά τον καθορισμένο τύπο ενώπιον Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου ή των προξενικών αρχών της Δημοκρατίας στην περίπτωση που αυτή δίνεται εκτός της Δημοκρατίας.΄(βλέπετε άρθρο 6 και φόρμα 2 του περί Υιοθεσίας Διαδικαστικού Κανονισμού 707/1954).

Η συναίνεση μπορεί να αποσυρθεί σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις.

Εύλογα όμως κάποιος μπορεί να διερωτηθεί γιατί να απαιτείται πάντα η συγκατάθεση των γονέων ή/και του υιοθετούμενου για να εκδοθεί διάταγμα υιοθεσίας;

Ο Κύπριος νομοθέτης έχει προνοήσει για τις περιπτώσεις όπου τέτοια συγκατάθεση δύναται να παραληφθεί, μετά απο αίτηση.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μετά απο αίτηση, το Δικαστήριο δύναται να μην απαιτήσει τη συναίνεση που προβλέπεται πιο πάνω, αν ικανοποιηθεί ότι συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

(α) O γονέας ή κηδεμόνας του ανηλίκου έχει εγκαταλείψει ή παραμελεί τον ανήλικο ή συστηματικά τον κακομεταχειρίζεται ή τον έχει κακοποιήσει σε σοβαρό βαθμό.

(β) O γονέας ή κηδεμόνας του ανηλίκου συστηματικά και χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να εκπληρώσει τα καθήκοντα του προς τον ανήλικο και ιδιαίτερα τη διατροφή και συντήρηση του.

(γ)Ο υιοθετούμενος δεν είναι σε θέση να δώσει τη συναίνεση του, λόγω της διανοητικής του καταστάσεως.

(δ) O ή η σύζυγος του αιτητή δεν είναι δυνατό να εξευρεθεί ή αδυνατεί να δώσει την απαιτούμενη συναίνεση ή παράλογα αρνείται τη συναίνεση αυτή ή οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση και δε διαμένουν μαζί και ο χωρισμός αυτός αναμένεται να είναι οριστικός.

(ε) Το πρόσωπο του οποίου η συναίνεση απαιτείται δεν είναι δυνατό να εξευρεθεί ή είναι ανίκανο να δώσει τη συναίνεση του ή παράλογα αρνείται να δώσει τη συναίνεση του.

Το άρθρο 5 του Νόμου αναφέρει τους παράγοντες που το Δικαστήριο θα λάβει υπόψιν του πρίν αποφασισει εάν θα εκδώσει διάταγμα υιοθεσίας.

«(1) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα υιοθεσίας, αφού ικανοποιηθεί ότι-(α) Η συναίνεση που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 4 έχει δοθεί με πλήρη επίγνωση της φύσεως των αποτελεσμάτων της υιοθεσίας·(β) η έκδοση του διατάγματος υιοθεσίας θα είναι προς το συμφέρον του υιοθετουμένου, λαμβανομένων υπόψη και των επιθυμιών του, αν το επιτρέπει η ηλικία και η πνευματική του ικανότητα·(γ) για τρεις τουλάχιστο συνεχείς μήνες πριν από την έκδοση του διατάγματος ο ανήλικος διέμενε και συνεχίζει να διαμένει με τον αιτητή ή έναν από αυτούς και τελεί υπό τη φροντίδα και επίβλεψη του (δ) ο αιτητής δεν έχει λάβει ούτε συμφώνησε να λάβει και κανένα άλλο πρόσωπο δεν έχει δώσει ή συμφώνησε να δώσει στον αιτητή οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή άλλη αμοιβή ως αντάλλαγμα για την υιοθεσία·(ε) η έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13(5), αναφέρει ότι ο επιμελητής του προς υιοθεσία προσώπου είναι πράγματι πρόσωπο κατάλληλο για σκοπούς υιοθεσίας.(2) Το Δικαστήριο, κατά την έκδοση του διατάγματος υιοθεσίας, μπορεί να θέσει οποιουσδήποτε όρους που υπό τις περιστάσεις κρίνει αναγκαίους και ειδικότερα μπορεί να αξιώσει από τον αιτητή να μεριμνήσει για την οικονομική κατοχύρωση του ανηλίκου με οποιοδήποτε τρόπο αυτό κρίνει ορθό και δίκαιο». (η έμφαση είναι δική μας).

Το άρθρο 7.1 του Νόμου προβλέπει ότι το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την υιοθεσια παιδιού και απο μόνο ένα πρόσωπο το οποίο δέν είναι έγγαμο

 «7.-(1) Διάταγμα υιοθεσίας μπορεί να εκδοθεί και έπειτα από αίτηση ενός μόνο προσώπου που δεν είναι έγγαμο, αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοi”

Το άρθρο 7.2 του Νόμου επιτρέπει την υιοθεσία προσώπου που έχει ήδη υιοθετηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις:

«Διάταγμα υιοθεσίας είναι δυνατό να εκδοθεί και αναφορικά με πρόσωπο που έχει ήδη υιοθετηθεί, εφόσον-(α) Πρόκειται για ανήλικο που έχει ήδη υιοθετηθεί από τον ή από τη σύζυγο του υιοθετούντος· (β)ο προηγούμενος υιοθετήσας έχει αποβιώσει· (γ) η πρώτη υιοθεσία έχει τερματιστεί.»

Σημειώνεται ότι με την έκδοση διατάγματος υιοθεσίας απο το Δικαστήριο όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των φυσικών γονιών προς το ανήλικο παιδί παύουν και περιέρχονται στους υιοθετούντες γονείς.

Επίσης, το υιοθετημένο τέκνο θα θεωρείται καθόλα νόμιμο και φυσικό τέκνο των υιοθετούντων και σε καμιά περίπτωση δεν θα θεωρείται τέκνο οποιουδήποτε άλλου προσώπου (άρθρο 22 του Νόμου).


[1] Σύμφωνα με το Άρθρο 4 του  περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμου του 2015 (184(I)/2015)

«Εκτός όπου προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, Πολιτική Συμβίωση που έχει συναφθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του περί Υιοθεσίας Νόμου, έχει, τηρουμένων των αναλογιών, τα αντίστοιχα αποτελέσματα και συνέπειες ως εάν να είχε τελεστεί γάμος δυνάμει των διατάξεων του περί Γάμου Νόμου και οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθεσία της Δημοκρατίας σε «σύζυγο» θα ερμηνεύεται ως αναφορά και σε σύμβιο» σε Πολιτική Συμβίωση.» (Από το Άρθρο 4 αυτό προκύπτει ότι οι πολιτικοί συμβίοι δεν θεωρούνται ότι έχουν τελέσει γάμο για τους σκοπούς του Περί Υιοθεσίας Νόμου και δεν θεωρούνται επομένως σύζυγοι αλλά μόνο συμβίοι).

Tα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.

Δέν εξάσκησα το δικαίωμα μου σε επικαιροποίηση των δεδομένων μου. Μπορώ να ισχυριστώ παράβαση της αρχής της ακρίβειας των δεδομένων;

Προσωπικά μας στοιχεία όπως το τηλέφωνο, η διεύθυνση και άλλα δύνανται να αλλάζουν στην πορεία της ζωής μας.  Πολλές φορές όμως ξεχνάμε να ενημερώσουμε όσους επεξεργάζονται τα προσωπικά μας δεδομένα για αυτές τις αλλαγές.

Με άλλα λόγια παρά το γεγονός ότι ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679  (ο «Κανονισμός») μας δίδει δικαίωμα να ζητήσουμε την επικαιροποίηση των στοιχείων μας (right to rectification- άρθρο 16 του Κανονισμού), μπορεί να μήν το ασκήσουμε, με αποτέλεσμα να μήν λαμβάνουμε ενημέρωση για θέματα που μας αφορούν.

Τι συμβαίνει εάν για παράδειγμα έχω κάνει μία  αίτηση για πρόσληψη σε κάποια κρατική υπηρεσία και μετά την πάροδο αρκετού χρόνου, ενώ εγώ είχα στο μεσοδιάστημα μετακομίσει, μου αποστέλνουν επιστολή στην παλιά μου διεύθυνση (που καταχώρησα στην αίτηση μου) ότι έχω λάβει την θέση και όταν ενημερώθηκα περι αυτού είναι ήδη αργά;

Μία απο τις έξι βασικές αρχές επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που καθιερώνει ο Κανονισμός είναι η αρχή της ακρίβειας (the accuracy principle- βλέπετε άρθρο 5 του Κανονισμού).

Το άρθρο 5 (δ) προνοεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να:

«είναι  ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας («ακρίβεια»)». (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Σύμφωνα με την πιο πάνω αρχή τα άτομα ή/και τα νομικά πρόσωπα (οργανισμοί, εταιρείες, κρατικές υπηρεσίες, ιδρύματα, σωματεία) που συλλέγουν και επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι αυτά είναι ακριβή και, ότι επικαιροποιούνται.

Θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας (βλέπετε υπόθεση  34/2019 της Ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων σε σχέση με το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον ΟΤΕ).

H συχνότητα με την οποία τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να επικαιροποιούνται εξαρτάται απο τον σκοπό της συλλογής και επεξεργασίας τους καθώς και το είδος των δεδομένων.

Γα παράδειγμα μία εταιρεία η οποία πωλεί περιοδικά και τα παραδίδει στα σπίτια των καταναλωτών/συνδρομητών της  κάθε μήνα, οφείλει να επικαιροποιεί τις αλλαγές στις διευθύνσεις των εγγεγραμμένων καταναλωτών της ώστε τα αγαθά να παραδίδονται στις σωστές διευθύνσεις.

Απο την άλλη, εταιρείες οι οποίες πουλούν διαδικτυακά αγαθά, πιθανόν να μήν χρειάζεται να προβαίνουν σε επικαιροποίηση της διευθυνσης για άτομα που κάνουν μόνο μια φορά παραγγελία (one off order)

Επίσης, δέν χρειάζεται τέτοια επικαιροποίηση σε περίπτωση που αυτό θα καταστρατηγούσε τον σκοπό της επεξεργασίας.  (π.χ όπου τα δεδομένα τυγχάνουν επεξεργασίας μόνο για στατιστικούς, ιστορικούς ή λόγους έρευνας).

Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι εύλογα σε κάποιες περιπτώσεις ο οργανισμός/πρόσωπο θα ανέμενε απο το υποκείμενο δεδομένων να τον ενημερώσει για την αλλαγή στα προσωπικά του δεδομένα.

Σημειώνεται όμως ότι ο νόμος δίδει δικαίωμα στο υποκείμενο να ζητήσει επικαιροποίηση και δέν τον υποχρεώνει να το πράξει.

Συνεπώς όταν είναι λογικό ο ίδιος ο επεξεργαστής να ζητά επικαιροποίηση των στοιχείων των υποκείμενων δεδομένων, θα πρέπει να το πράττει, ειδικότερα εάν υπάρχει κίνδυνος αποκάλυψης των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου σε τρίτους και δή ευαίσθητων δεδομένων.

Υπο αυτό το πρίσμα, όταν μία επιστολή περιέχει προσωπικά δεδομένα, θεωρούμε ότι θα πρέπει να έχει προηγουμένως ζητηθεί επικαιροποίηση/ανανέωση των στοιχείων απο το υποκείμενο, ειδικά εάν έχει περάσει εύλογος χρόνος απο την συλλογή των στοιχείων (ήτοι στην προκειμένη της διεύθυνσης) και δεδομένου ότι υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφθούν τα δεδομένα αυτά σε τρίτο πρόσωπο (π.χ τον νέο ιδιοκτήτη του διαμερίσματος).

Είναι όμως πάντα συμβουλεύσιμο εάν μπορούμε να προβούμε στην άσκηση του δικαιώματος μας για διόρθωση των στοιχείων μας, επικοινωνώντας με τον οργανισμό/εταιρεία/φυσικό πρόσωπο, να το πράξουμε για να αποφύγουμε τέτοιες καταστάσεις (ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ασκήσουμε αυτό το δικαίωμα αναγράφεται στο privacy policy του νομικού προσώπου).

Φυσικά, η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται σύμφωνα με τα δικά της μοναδικά γεγονότα.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.

Δάνεια απο ιδιωτική εταιρεία στους διοικητικούς της συμβούλους.

Παρά το γεγονός ότι το άρθρο 182 του Περι Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 (ο “Νόμος“) το οποίο απαγορεύει σε εταιρείες να παραχωρούν δάνεια στους διοικητικούς τους συμβούλους τους, δέν εφαρμόζεται σε ιδιωτικές εταιρείες (182.1.α), αυτό δέν σημαίνει ότι οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να παρέχουν τέτοια δάνεια χωρίς περιορισμούς και προϋποθέσεις.

Ο γενικός κανόνας είναι ότι εταιρεία δέν μπορεί να παραχωρήσει δάνειο σε διευθυντή εκτός εάν αυτο έχει εγκριθεί απο τους μετόχους με σύνηθες ψήφισμα (σημειώνεται όμως ότι παντα θα πρέπει να εξετάζονται οι πρόνοιες του Καταστατικού της εταιρείας).

Σύμφωνα με τις αρχές του κοινοδίκαιου (το οποίο και αποτελεί μέρος του Κυπριακού δικαίου σύμφωνα με τον Περι Δικαστηρίων Νόμο, άρθρο 29.1.γ), οι  Διευθυντές/Διοικητικοί σύμβουλοι μίας εταιρείας έχουν καθήκοντα εμπιστευτικότητας (fiduciary duties) και καλής πίστης προς την εταιρεία και ενεργούν ως εμπιστευματοδόχοι (trustees) προς όφελος της εταιρείας και των μετόχων της.

Σημειώνεται ότι η καλή πίστη δέν φτάνει απλά να υπάρχει αλλα πρέπει και να φαίνεται, ετσι που ο διοικητικός σύμβουλος δέν επιτρέπεται να θέτει τον εαυτό του σε θέση όπου η κρίση του δύναται να επηρεαστεί απο αλλότρια κίνητρα ή/και συμφέροντα.

Με άλλα λόγια, οι διευθυντές δέν θα πρέπει να βάζουν τους εαυτούς τους σε κάποια θέση όπου τα προσωπικά τους συμφέροντα να συγκρούονται με αυτά της εταιρείας χωρίς την σύμφωνη γνώμη της εταιρείας.

Σημειώνεται ότι σύμβουλος ο οποίος έχει προσωπικό ενδιαφέρον σε συναλλαγή ή συμφωνία που γίνεται με την εταιρεία πρέπει να αποκαλύψει το ενδιαφέρον του, αλλιώς η συγκεκριμένη συναλλαγή μπορεί να είναι ακυρώσιμη από την εταιρεία.(άρθρο 191).

Συνεπώς, ένας διευθυντής ενεργώντας μόνος του δεν δύναται να ενεργήσει ταυτόχρονα εκ μέρους της εταιρείας (wearing the directors hat) δανειστή και ως δανειολήπτης, υπογράφοντας  σύμβαση δανείου, χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερώσει τους άλλους διευθυντές (άρθρο 191), οι οποίοι και θα πρέπει να θέσουν το θέμα στους μετόχους για έγκριση σε γενική συνέλευση.

Περαιτέρω, τέτοιο δάνειο δεν πρέπει να λειτουργεί εις βάρος των συμφερόντων της εταιρείας. (π.χ επειδή περιέχει μή συμφέρουσες πρόνοιες για την εταιρεία).

Στην απόφαση Bishopsgate Investment Management Ltd, [1] το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Διευθυντής παραβίασε τα καθήκοντα του,   

 “If a director chooses to participate in the management of the company and exercises powers on its behalf , he owes a duty to act bona fide in the interests of the company. He must exercise a power solely for the purpose for which it was conferred. To exercise a power for another purpose is a breach of his fiduciary duty”.

Πέραν των πιο πάνω, σχετικά είναι και τα άρθρα 189 και 190 του Νόμου

«189.-(1) Οι λογαριασμοί που τίθενται ενώπιον κάθε εταιρείας σε γενική συνέλευση σύμφωνα με το Νόμο αυτό, πρέπει, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, περιλαμβάνουν λεπτομέρειες που δείχνουν- (α) Το ποσό οποιωνδήποτε δανείων που παραχωρήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους της εταιρείας σε- (i) οποιοδήποτε αξιωματούχο της εταιρείας· ή (ii) οποιοδήποτε πρόσωπο που, μετά τη σύναψη του δανείου, έγινε αξιωματούχος της εταιρείας κατά τη διάρκεια του έτους εκείνου, από την εταιρεία ή θυγατρική της ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με εγγύηση από ή με βάση ασφάλεια που παραχωρείται από την εταιρεία, ή θυγατρική της (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε τέτοιων δανείων που αποπληρώθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους εκείνου)· και  (β) το ποσό οποιωνδήποτε δανείων που παραχωρήθηκαν με τον τρόπο που προαναφέρθηκε σε οποιοδήποτε τέτοιο αξιωματούχο ή πρόσωπο όπως προαναφέρθηκε σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από το οικονομικό έτος της εταιρείας και το οποίο εκκρεμεί κατά τη λήξη του. (2) Το εδάφιο (1) δεν απαιτεί στους λογαριασμούς να περιληφθούν λεπτομέρειες- (α) δανείου που παραχωρήθηκε από την εταιρεία ή από θυγατρική της, κατά τη συνηθισμένη πορεία των εργασιών της, όταν η συνηθισμένη πορεία των εργασιών της εταιρείας, ή της θυγατρικής, ανάλογα με την περίπτωση, περιλαμβάνει το δανεισμό χρημάτων· ή β) δανείου που παρασχέθηκε από την εταιρεία ή θυγατρική της σε εργοδοτούμενο της εταιρείας ή της θυγατρικής, ανάλογα με την περίπτωση, αν το δάνειο δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες και οι σύμβουλοι της εταιρείας ή θυγατρικής, ανάλογα με την περίπτωση, πιστοποιούν ότι αυτό παραχωρήθηκε σύμφωνα με πρακτική υιοθετημένη ή που πρόκειται να υιοθετηθεί από την εταιρεία ή θυγατρική σχετικά με δάνεια σε εργοδοτουμένους της, και σε καθεμιά περίπτωση, που δεν είναι δάνειο που παραχωρήθηκε από την εταιρεία με βάση εγγύηση από ή με ασφάλεια από θυγατρική της ή δάνειο που παραχωρήθηκε από θυγατρική της εταιρείας με βάση την εγγύηση από ή με ασφάλεια που παραχωρήθηκε από την εταιρεία ή από οποιαδήποτε άλλη θυγατρική της. (3) Αν σε περίπτωση οποιωνδήποτε τέτοιων λογαριασμών όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρξει συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού, είναι καθήκον των ελεγκτών της εταιρείας που εξέτασαν τους λογαριασμούς, να περιλάβουν στην έκθεση τους στον ισολογισμό της εταιρείας, στην έκταση που δύνανται να το κάνουν με τον τρόπο αυτό, δήλωση που να περιέχει τις απαιτούμενες λεπτομέρειες. (4) Αναφορές στο άρθρο αυτό σε θυγατρική λογίζονται ότι αναφέρονται σε θυγατρική στο τέλος του οικονομικού έτους, είτε αυτή ήταν θυγατρική κατά την ημερομηνία του δανείου είτε όχι».

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.

Πάντοτε πρέπει να εξετάζονται οι πρόνοιες του καταστατικού της εταιρείας.


[1] [1994] 1 All E.R 261