Forced Heirship rules-Κύπρος

  1. Δικαιοδοσία κυπριακού δικαστηρίου.

Σε περίπτωση που άτομο το οποίο απεβίωσε είχε ώς την τελευταία του μόνιμη κατοικία/μόνιμο τόπο διαμονής (domicile) την Κυπριακή Δημοκρατία (ανεξάρτητα του κράτους όπου απεβίωσε), εφαρμόζεται  η κυπριακή νομοθεσία αναφορικά με το θέμα της διανομής της περιουσίας του.  Ταυτόχρονα, σε σχέση με απόβιώσαντες οι οποίοι δέν είχαν ως τελευταία μόνιμη χώρα διαμονής τους την Κύπρο αλλά οι οποίοι είχαν κατα την ημέρα του θανάτου τους ακίνητη ιδιοκτησία εντός του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το θέμα της κληρονομικής διαδοχής της ακίνητης αυτης ιδιοκτησίας διέπεται από τον Κυπριακό Νόμο. [1]

Στις πιο πάνω περιπτώσεις δικαιοδοσία έχει το Δικαστήριο της Επαρχίας όπου βρίσκεται η μόνιμη κατοικία του απόβιώσαντα/της απόβιωσάσης ή όπου βρίσκεται η ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα/της αποβιωσάσης. 

Σε περίπτωση που ο απόβιώσας ή η απόβιώσασα δέν διέθεσε την περιουσία του/της μέ διαθήκη (died intestate), η περιουσία που άφησε δύναται να διανεμηθεί μέσω της διαδικασίας διαχείρισης (administration of estate) στα συγγενικά του/της πρόσωπα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου περί Διαχείρισης Κληρονομιών Απόθανόντων (ΚΕΦ.189) και του Διαδικαστικού Κανονισμού που εκδίδεται δυνάμει του Νόμου αυτού (Ο περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Απόβιωσάντων Διαδικαστικός Κανονισμός, 1/1955) και τον νόμο περί Διαθηκών και Διαδοχής Κεφ. 195.

Περαιτέρω, σε περίπτωση που ο απόβιώσας/η απόβιώσασα άφησε διαθήκη, τότε το μέρος της περιουσίας που δέν δύναται/δέν επιτρέπεται να διανεμηθεί μέσω διαθήκης (ήτοι η νόμιμη μοίρα ή αλλιώς το μή διαθέσιμο μέρος της περιουσίας, που θα πρέπει να διανεμηθεί στους στενούς συγγενείς σύμφωνα με τους κανόνες of forced heirship[2])  ή/και το μέρος της περιουσίας που δέν διατέθηκε μέσω διαθήκης (το αδιάθετο μέρος),  δύναται να διανεμηθεί μέσω της διαδικασίας διαχείρισης στους στενούς συγγενείς  (βλέπετε περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμο (Κεφ. 195). [3]

Το μέρος της Κληρονομιάς που δύναται να διατεθεί με διαθήκη.

  1. Υπολογισμός διαθέσιμου και μή διαθέσιμου μέρους

Το διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς (δηλαδή αυτο που δύναται/επιτρέπεται να διανεμηθεί με διαθήκη)  καθορίζεται από τον νόμο ως ακολούθως. Κατα γενικό κανόνα ο απόβιώσας/η απόβιωσάσα δέν δύναται να διαθέσει μεγαλύτερο μέρος από αυτό:

«41.-(1) Εκτός όπως πρovoείται στo άρθρo 42, όταv πρόσωπo απoβιώσει αφήvovτας- (α) σύζυγo και τέκvo ή σύζυγo και κατιόvτα τέκvoυ ή όχι σύζυγo αλλά τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς δεv θα υπερβαίvει τo έvα τέταρτo της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς (β) σύζυγo ή πατέρα ή μητέρα, αλλά όχι τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς δεv θα υπερβαίvει τo ήμισυ της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς (γ) oύτε σύζυγo, oύτε τέκvo oύτε κατιόvτα τέκvoυ, oύτε πατέρα oύτε μητέρα, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς είvαι τo σύvoλo της κληρovoμιάς. (2) Όταv πρόσωπo, τo oπoίo έχει διαθέσει με διαθήκη μέρoς της κληρovoμιάς τoυ τo oπoίo είvαι μεγαλύτερo από τo διαθέσιμo μέρoς της, η διάθεση αυτή μειώvεται και περικόπτεται αvάλoγα, ώστε vα περιoριστεί στo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς: Νoείται ότι καμιά τέτoια μείωση και περικoπή δεv γίvεται, όταv κάπoιo πρόσωπo απoβιώσει αφήvovτας σύζυγo, αλλά oύτε τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, oύτε πατέρα oύτε μητέρα και τo μέρoς της περιoυσίας τoυ πoυ διατέθηκε με διαθήκη είvαι μεγαλύτερo από τη διαθέσιμη μoίρα, τo oπoίo δυvατό vα αvέρχεται μέχρι τo σύvoλo της vόμιμης μoίρας, κληρoδoτήθηκε στov επιζώvτα σύζυγo». (η υπογράμμιση είναι για τους σκοπούς του παραδείγματος πιο κάτω).

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, εάν η διαθήκη παραβλέπει το δικαίωμα συγγενή στο μή διαθέσιμο μέρος/νόμιμη μοίρα, τότε το μερίδιο προς διάθεση θα μειωθεί ανάλογα έτσι ώστε να μην περιορίζεται η νόμιμη μοίρα.

  1. Καθορισμός μεριδίου που δικαιούται έκαστο στενό συγγενικό πρόσωπο στο μή διαθέσιμο μέρος (νόμιμη μοίρα).

Το άρθρο 44  του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου (ΚΕΦ.195) διέπει το μερίδιο του/της συζύγου του απόβιώσαντα/της απόβιωσάσης στο μή διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς και στο αδιάθετο μέρος της κληρονομιάς. Σύμφωνα με το άρθρο 44 όταν το πρόσωπο το οποίο απεβίωσε άφησε σύζυγο (είτε εν ζωή είτε εκπροσωπούμενο από κατιόντες- δικά του τέκνα)  και τέκνα, τότε τα τέκνα και ο σύζυγος θα έχουν δικαίωμα σε ίση μερίδα στο μή διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς (δηλαδή την νόμιμη μοίρα) και στο τυχόν αδιάθετο μέρος αυτής  αφού απόπληρωθούν όλα τα χρέη και οι υποχρέωσεις του απόβιώσαντα.

Εάν ο απόβιώσαντας/η απόβιωσασα δέν άφησε τέκνα, ούτε εγγόνια, αλλά άφησε σύζυγο και  γονέα ή κατιόντα μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγένειας τότε ο σύζυγος δικαιούται το ήμισυ του μη διαθέσιμoυ μέρoυς της κληρovoμιάς και τoυ αδιάθετoυ μέρoυς της κληρovoμιάς.

Σε περίπτωση που πέρα από σύζυγο, ο απόβιώσας/η απόβιωσάση δέν άφησε τέκvo oύτε κατιόvτα τoυ, oύτε oπoιoδήπoτε αvιόvτα ή κατιόvτα τoυ μέχρι και τoυ τρίτoυ βαθμoύ, αλλά άφησε oπoιoδήπoτε αvιόvτα ή κατιόvτα αυτoύ, τoυ τέταρτoυ βαθμoύ συγγέvειας, η μερίδα του/της συζυγου είναι  τα τρία τέταρτα βάσει τoυ vόμoυ τoυ μη διαθέσιμoυ μέρoυς της κληρovoμιάς και τoυ αδιάθετoυ μέρoυς της κληρovoμιάς.

Περεταίρω, σε περίπτωση που πέραν από σύζυγο,  δεv άφησε τέκvo oύτε κατιόvτα τoυ oύτε oπoιoδήπoτε αvιόvτα ή κατιόvτα τoυ μέχρι και τoυ τέταρτoυ βαθμoύ συγγέvειας, η μερίδα του/της συζύγου είvαι oλόκληρo βάσει τoυ vόμoυ τoυ μη διαθέσιμoυ μέρoυς της κληρovoμιάς και oλόκληρo τo αδιάθετo μέρoς της κληρovoμιάς.

Με την επιφύλαξη του μεριδίου που δικαιούται ο/η σύζυγος (βλέπετε άρθρο 44), η διανομή περιουσίας θα γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 46 και το Παράρτημα Ι του νόμου αυτού. Το άρθρο 46 προνοεί τα εξής:

«Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ως πρoς τηv αvαξιότητα πρoσώπωv για διαδoχή σε κληρovoμιά και με τηv επιφύλαξη της μερίδας επιζώvτoς συζύγoυ τoυ απoβιώσαvτoς, η τάξη πρoσώπoυ ή πρoσώπωv τα oπoία με τo θάvατo τoυ απoβιώσαvτoς καθίσταvται δικαιoύχα βάσει τoυ vόμoυ στo μη διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς και στo τυχόv αδιάθετo μέρoς της κληρovoμιάς και oι μερίδες στις oπoίες αυτoί δικαιoύvται, αv είvαι περισσότερoι από έvας, είvαι όπως καθoρίζovται στις διάφoρες στήλες τoυ Πρώτoυ Παραρτήματoς. Νoείται ότι πρόσωπα μιας τάξης απoκλείoυv πρόσωπα απώτερης».[4]

Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, ο Νόμος δίδει προτεραιότητα στον/στην σύζυγο και στα τέκνα του αποβιώσαντα/της αποβιωσάσης. 

Παράδειγμα

Εάν απόβιώσαντας ο οποίος άφησε σύζυγο και δύο τέκνα (με βάση τα πιο πάνω το διαθέσιμο μέρος δέν πρέπει να υπερβαίνει το ¼ και επομένως το μή διαθέσιμο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ¾), έχει αφήσει διαθήκη μέσω της οποίας διαθέτει όλη την περιουσία του στη σύζυγο και σε ένα εκ των τέκνων του, αποκλείοντας το άλλο, τότε δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, παρά το γεγονός ότι βάσει της διαθήκης μητέρα και ένα παιδί θα ελάμβαναν ολόκληρη την περιουσία, τα ¾ της περιουσίας του απόβιώσαντα τα οποία απότελούν την νόμιμη μοίρα/μή διαθέσιμο μέρος, θα διανεμηθούν ως εξής.

Από το μερίδιο της περιουσίας που απότελεί τα ¾ αυτής ( μή διαθέσιμο), επειδή έχουμε 2 τέκνα και μια σύζυγο (που λαμβάνουν ίσο μερίδιο βάσει του άρθρου 44), το 1/3 (ίσο μερίδιο) των ¾ (μή διαθέσιμο μέρος) θα διατεθεί στον καθένα εξ αυτών, δηλαδή στην παρούσα από το σύνολο της περιουσίας (τα 4/4) το ¼. (1/4 στην σύζυγο και ¼ σε κάθε τέκνο και θα περισσέψει ¼ το οποίο μπορεί να διατεθεί όπως ο απόβιώσας επιθυμούσε- είναι διαθέσιμο).

Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το ένα τέκνο του απόβιώσαντα απόκλείεται από τη διαθήκη, θα λάβει μέρος στην περιουσία του απόβιώσαντα ως νόμιμος κληρονόμος.

Υπολογισμός μή διαθέσιμου και διαθέσιμου μέρους

Διαθέσιμο= ¼

Μή διαθέσιμο= ¾

Υπολογισμός μεριδίου που δικαιούνται στο μή διαθέσιμο οι στενοί συγγενείς

Σύμφωνα με το άρθρο 44 όταν το πρόσωπο το οποίο απεβίωσε άφησε σύζυγο (είτε εν ζωή είτε εκπροσωπούμενο από κατιόντες-δλδ δικά του τέκνα)  και τέκνα, τότε τα τέκνα και ο σύζυγος θα έχουν δικαίωμα σε ίση μερίδα στο μή διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς.

Άρα από τα ¾, ¼ στον καθένα.

Το πιο πάνω άρθρο δέν απότελεί νομική συμβουλή αλλά έχει καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα.

Τονίζουμε ότι κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.

[1] Το άρθρο 5 του Νόμου περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος (ΚΕΦ.195) προνοεί τα εξής:

«Ο Νόμoς αυτός ρυθμίζει (α) τη διαδoχή στηv κληρovoμιά κάθε πρoσώπoυ πoυ έχει τηv κατoικία (domicile) τoυ στη Δημoκρατία, (β) τη διαδoχή σε ακίvητη ιδιoκτησία κάθε πρoσώπoυ πoυ δεv έχει τηv κατoικία (domicile) τoυ στη Δημoκρατία».

[2] Κανείς δέν μπορεί (εάν εφαρμόζεται η κυπριακή νομοθεσία) με τον θάνατο του να διανέμει μέσω διαθήκης την περιουσία του αγνοώντας τις πρόνοιες του Νόμου περι Διαθηκών και Διαδοχής. Ο νόμος προστατέυει και διαφυλάττει το συμφέρον των στενών συγγενών στην περιουσία του απόβιώσαντα.  Εάν η διαθήκη παραβλέπει το συμφέρον αυτών, τότε στο μέτρο που το πράττει είναι άκυρη. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου (ΚΕΦ.195):

«δυvάμει τoυ vόμoυ μη διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς σημαίvει τo μέρoς εκείvo της κιvητής ιδιoκτησίας και ακίvητης ιδιoκτησίας πρoσώπoυ τo oπoίo αυτό δεv δύvαται vα διαθέσει με διαθήκη».

[3]  Σύζυγοι, τέκνα, κατιόντα τέκνου-εγγόνια, γονέα

[4] ΔIΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΕΝΩΝ

Τάξη Δικαιoύχα Πρόσωπα Μερίδα
1. Πρώτη Τάξη 1.-(α) Γvήσια τέκvα τoυ απoβιώσαvτoς πoυ ζoυv κατά τo θάvατo τoυ και

(β) κατιόvτες, πoυ ζoυv κατά τo θάvατo τoυ απoβιώσαvτoς, oπoιoυδήπoτε από τα γvήσια τέκvα τoυ απoβιώσαvτoς τo oπoίo απεβίωσε κατά τη διάρκεια της ζωής τoυ απoβιώσαvτα.

1.-(α) Σε ίσες μερίδες

(β) σε ίσες μερίδες κατά ρίζες (per stirpes).

2. Δεύτερη Τάξη 2.-(α) Πατέρας, μητέρα τoυ απoβιώσαvτoς πoυ ζoυv κατά τo θάvατo τoυ (ή αv δεv ζoυv κατά τo θάvατo τoυ, o πλησιέστερoς αvιώv πoυ ζει κατά τo θάvατo τoυ) και αμφιθαλείς και ετερoθαλείς αδελφoί και αδελφές τoυ απoβιώσαvτoς πoυ ζoυv κατά τo θάvατo τoυ.

(β) κατιόvτες, πoυ ζoυv κατά τo θάvατo τoυ απoβιώσαvτoς oπoιoυδήπoτε ή oπoιασδήπoτε από τα αδέλφια τoυ απoθαvόvτoς o oπoίoς ή η oπoία απέθαvε κατά τη διάρκεια της ζωής τoυ.

2.-(α) Όλoι σε ίσες μερίδες, εκτός από τoυς ετερoθαλείς αδελφoύς oι oπoίoι ή oι oπoίες λαμβάvoυv τo ήμισυ της μερίδας αμφιθαλoύς αδελφoύ ή αδελφής.

(β) σε ίσες μερίδες κατά ρίζες (per stirpes).

3. Tρίτη Τάξη 3. Οι πλησιέστερoι σε βαθμό συγγέvειας αvιόvτες τoυ απoβιώσαvτoς πoυ ζoυv κατά τo θάvατo τoυ. 3. Αv υπάρχoυv αvιόvτες τoυ ίδιoυ βαθμoύ συγγέvειας και από τις δύo γραμμές, και από τηv πατρική και από αυτή τη μητρική, oι αvιόvτες κάθε γραμμής λαμβάvoυv τo ήμισυ τoυ βάσει τoυ vόμoυ μη διαθέσιμoυ μέρoυς της κληρovoμιάς και τoυ τυχόv αδιάθετoυ μέρoυς της κληρovoμιάς και αv υπάρχoυv περισσότερoι τoυ εvός από αυτoύς από εκάστη γραμμή σε ίσες μερίδες.
4. Τέταρτη Τάξη 4. Οι πλησιέστερoι συγγεvείς τoυ απoβιώσαvτoς πoυ ζoυv κατά τo θάvατo τoυ μέχρι και τoυ έκτoυ βαθμoύ συγγέvειας, τoυ πλησιέστερoυ βαθμoύ πoυ απoκλείει τov απώτερo. 4. Σε ίσες μερίδες.

 

 

 

Αυξήσεις Ενοικίων στην Κύπρο.

Όπως είναι γνωστό, είθισται στα ενοικιαστήρια έγγραφα/στις συμβάσεις ενοικίασης να υπάρχει ρήτρα η οποία προνοεί για σταδιακή αύξηση του ενοικίου.

Σε σχέση με ορισμένα κτίρια (όπως επεξηγείται πιο κάτω) το θέμα της αύξησης ενοικίων διέπεται απο ειδική νομοθεσία, ήτοι τον Νόμο Περί Ενοικιοστασίου του 1983 (23/1983), ώς έχει τροποποιηθεί (στο εφεξής ο «Νόμος»).

Επομένως, το πρώτο θέμα που πρέπει να τύχει εξέτασης είναι κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος, όπου και ο Ενοικιαστής θα τυγχάνει της προστασίας του.
Για να τυγχάνει εφαρμογής ο πιο πάνω Νόμος, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις :

Α. Θα πρέπει η σύμβαση ενοικίασης/το ενοικιαστήριο έγγραφο να αφορά ακίνητο, όπως αυτό ερμηνεύεται στο Άρθρο 2 του Νόμου :

«ακίνητο σημαίνει κτίριο υπό ή προς ενοικίαση για κατοικία ή κατάστημα που βρίσκεται μέσα στα όρια ελεγχόμενης περιοχής και συμπληρώθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999» .

Όπως προκύπτει απο το πιο πάνω άρθρο θα πρέπει να εχουμε ενοικίαση κτιρίου είτε ως κατοικία είτε ως κατάστημα. Επίσης, η κατασκευή του κτιρίου αυτού θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πρίν το έτος 2000 και θα πρέπει να βρίσκεται εντός ελεγχόμενης περιοχής.

Σύμφωνα με το Αρθρο 2 του Νόμου:

«ελεγχόμενη περιοχή σημαίνει οποιαδήποτε περιοχή της Κύπρου ήθελε κηρυχθεί ως τέτοια με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου».

Το Άρθρο 3(1) προνοεί ότι:
«το Υπουργικών Συμβούλιον δύναται διά διατάγματος δημοσιευομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας να κηρύξη οιανδήποτε περιοχήν εν Κύπρω ως ελεγχομένην περιοχήν, τούτου δε γενομένου θα ισχύουν αι διατάξεις του παρόντος Νόμου διά το σύνολον των καταστημάτων και κατοικιών ή μόνον διά το σύνολον των καταστημάτων ή διά το σύνολον των κατοικιών, ως ήθελεν ορισθή υπό του Υπουργικού Συμβουλίου».

Ο σχετικός Κανονισμός που έχει εκδοθεί δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, είναι ο Κανονισμός ΚΔΠ 519/2007, ο οποίος προβλέπει στην Παράγραφο 3 του Πίνακα ότι αποτελούν ελεγχόμενες περιοχές, οι περιοχές οι όποιες βρίσκονται εντος των Δημοτικών Ορίων των Δήμων Λευκωσίας, Λεμεσού, Αμμοχώστου, Λάρνακας, Λεμεσού, Πάφου και Κερύνειας και επίσης περιλαμβάνει σε σχέση με την Λευκωσία, τις περιοχές που βρίσκονται εντός των δημοτικών ορίων των Δήμων Αγλαντζιάς, Έγκωμης, Αγίου Δομετίου, Στροβόλου, Λακατάμειας και Λατσιών και οι περιοχές που βρίσκονται εντός των ορίων των Κοινοτικών Συμβουλίων Κακοπετριάς, Γαλάτας και Ευρύχου.

Β. Η σύμβαση θα πρέπει να αποτελεί σύμβαση ενοικίασης, όπως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο:
«ενοικίασις σημαίνει ενοικίασιν, είτε έγγραφον ή άλλως, ή κατοχήν ακινήτου, δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέσις ιδιοκτήτου και ενοικιαστού αλλά δεν περιλαμβάνει ενοικίασιν γης χρησιμοποιουμένην διά γεωργικούς σκοπούς ή ενοικίασιν σταθμών διά την πώλησιν πετρελαιοειδών ή ενοικίασιν χώρου σταθμεύσεως μηχανοκινήτων οχημάτων, ή ενοικίασιν επιπλωμένων κατοικιών ή διαμερισμάτων βραχυτέραν των εξ μηνών ή ενοικίασιν ξενοδοχείων, ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων».

Όπως προκύπτει απο το πιο πάνω, η ενοικίαση δέν θα πρέπει να είναι για γεωργικούς σκοπούς ή χρήσης του ακινήτου για σκοπούς πώλησης πετεραιοληδών ή ως χώρου στάθμευσης ή ενοικίαση επιπλωμένης κατοικίας ή διαμερίσματος η οποία είναι βραχύτερη των 6 μηνών ή ενοικίαση ξενοδοχείων ή ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων.

Παραδείγματα
1. Διαμέρισμα σε κτίριο προσφέρεται προς ενοικίαση ως οικία. Η ενοικίαση είναι για περίοδο ενός έτους και το κτίριο έχει συμπληρωθεί το 2002.
Παρά το γεγονός ότι η ενοικίαση είναι για περίοδο ενός έτους (άνω των 6 μηνών) και η χρήση ή/και ο σκοπός της ενοικίασης δέν εμπίπτει στις εξαιρέσεις (γεωργικοί σκοποί κτλ), επειδή το κτίριο συμπληρώθηκε μετα την 31η Δεκεμβρίου 1999, ο Νόμος Περι Ενοικοστασίου δέν εφαρμόζεται και ο Ενοικιαστής δέν τυγχάνει της προστασίας του.
2. Εάν έχουμε ενοικίαση ενός έτους σε διαμέρισμα που χρησιμοποιείται ώς γραφείο σε κτίριο που συμπληρώθηκε το 1993 και βρίσκεται εντός του Στροβόλου, τότε εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου και ο Ενοικαστής τυγχάνει της προστασίας του.

Εφόσον κριθεί ότι ο πιο πάνω νόμος τυγχάνει εφαρμογής, τότε προτού συμφωνηθεί οποιαδήποτε αύξηση ενοικίου, θα πρέπει να τύχουν εξέτασης οι πρόνοιες του Άρθρου 8 του Νόμου, το οποίο προστατεύει τους θέσμιους ενοικιαστές σε σχέση με την αύξηση ενοικίου.

Σύμφωνα με το Άρθρο 2:
«θέσμιος ενοικιαστής σημαίνει ενοικιαστήν ακινήτου ο οποίος κατά την λήξιν ή τον τερματισμόν της πρώτης ενοικιάσεως, εξακολουθεί να κατέχη το ακίνητον και περιλαμβάνει πάντα θέσμιον ενοικιαστήν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου».

Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου:
“πρώτη ενοικίαση σημαίνει την πρώτη ενοικίαση του ακινήτου από τον εκάστοτε ενοικιαστή και η διάρκεια της καθορίζεται από το ενοικιαστήριο έγγραφο ή την προφορική συμφωνία ή ελλείψει αυτών από τον τρόπο πληρωμής”.

Παράδειγμα
Εάν για παράδειγμα η περίοδος της ενοικίασης σύμφωνα με την πρώτη σύμβαση μεταξύ του Ενοικιαστή και του Ιδιοκτήτη είναι δύο έτη, τότε με το πέρας των δύο ετών (πρώτη ενοικίαση), εάν ο Ενοικιαστής εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο, αποτελεί θέσμιο ενοικιαστή.

Εφόσον διαπιστωθεί ότι όλα τα πιο πάνω στοιχεία ικανοποιούνται (ακίνητο, σύμβαση ενοικίασης, θέσμιος ενοικιαστής), τότε το θέμα αύξησης ενοικίων διέπεται απο το άρθρο 8 του Νόμου.

Το Άρθρο 8 προνοεί μεταξύ άλλων ότι:
«είναι νόμιμον διά τον ιδιοκτήτην και τον ενοικιαστήν να έλθουν εις διαπραγματεύσεις και διά γραπτής συμφωνίας να συμφωνήσουν ετέραν αύξησιν του ενοικίου νοουμένου ότι η τελευταία αύτη αύξησις δεν θα υπερβαίνη το εκάστοτε καθοριζόμενον ανώτατον ποσοστόν αυξήσεως του ενοικίου συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και ότι ουδεμία τοιαύτη αύξησις θα λαμβάνη χώραν προ της παρελεύσεως δύο ετών από της ημερομηνίας καθ’ ην ο ενοικιαστής έλαβε κατοχήν του ακινήτου ή από της ημερομηνίας της τελευταίας αυξήσεως ενοικίου.»

Σε σχέση με το ανώτατον ποσοστόν αυξήσεως του ενοικίου, το Άρθρο 8.4(α) προνοεί ότι:
«Το ανώτατον όριον του υπό του Δικαστηρίου καθοριζομένου δικαίου ενοικίου δεν θα υπερβαίνη ποσοστόν 14 τοις εκατόν διά τα πρώτα δύο έτη από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου, μετά το πέρας της οποίας περιόδου το ποσοστόν θα καθορίζεται ανά διετίαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου τη συστάσει του Υπουργού διά διατάγματος δημοσιευομένου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας.»

Ο κανονισμός που έχει εκδοθεί δυνάμει του Άρθρου 8.4.α για την διετία 22/4/19 μέχρι 21/4/2021 (ΚΔΠ 120/2019) προνοεί ότι το ανώτατο όριο αύξησης ενοικίου είναι 0%, επομένως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα αύξησης ενοικίου θέσμιου ενοικιαστή για την περίοδο αυτή.

Σημειώνεται ότι εάν τα πιο πάνω (ακίνητο, σύμβαση ενοικίασης, θέσμιος ενοικιαστής) τυγχάνουν εφαρμογής, θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται το σχετικό διάταγμα που θα εφαρμόζεται για την σχετική διετία.

Σε περίπτωση που η ενοικίαση δέν εμπίπτει στις πρόνοιες του Νόμου, τότε το θέμα της αύξησης του ενοικίου διέπεται απο τις πρόνοιες του ενοικιαστηρίου εγγράφου.

Σε σχέση με την περίοδο που διανύουμε, σημειώνουμε ότι για σκοπούς στήριξης των επιχειρήσεων που τελούν υπο πλήρη αναστολή εργασιών για τον μήνα Ιανουάριο 2021, δυνάμει του διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου ΚΔΠ 11/2021 (το οποίο εφαρμόζεται καθολικά σε όλα τα κτίρια είτε εμπίπτουν εντός των προνοιών του Νόμου είτε όχι), έχει αποφασισθεί όπως εφαρμοστεί δίμηνη αναστολή (για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο ή Φεβρουάριο και Μάρτιο για τις περιπτώσεις που έχει καταβληθεί ήδη το ενοίκιο Ιανουαρίου) της υποχρέωσης καταβολής του 70% του ενοικίου για επαγγελματικές μισθώσεις επιχειρήσεων ή/και αυτοτελώς εργαζομένων, οι οποίοι τελούν υπό πλήρη αναστολή εργασιών με βάση το Διάταγμα του Υπουργού Υγείας Κ.Δ.Π. 6/2021 και η διευθέτηση των οφειλών θα γίνει μέχρι το Φεβρουάριο του 2022.

Το παρών άρθρο είναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα και δέν αποτελεί νομική συμβουλή σε καμία περίπτωση.

Το δικαίωμα καταναλωτή σε υπαναχώρηση.

Καταναλωτές οι οποίοι αγοράζουν εξ αποστάσεως (μέσω διαδικτύου, τηλεφώνου, ταχυδρομείου κτλ) ένα προϊόν ή/και μία υπηρεσία έχουν δικαίωμα σύμφωνα με την Ευρωπαική Οδηγία  97/7/ΕΚ (στο εφεξής η «Οδηγία») η οποία διέπει τις εξ αποστάσεως συμβάσεις[1] να ακυρώσουν αυτή την αγορά  ή/και να υπαναχωρήσουν απο την σύμβαση εντός 14 ημερών, χωρίς καμία αιτιολογία.

Η έναρξη της προθεσμίας των 14 μερών διαφέρει ανάλογα με το είδος  της σύμβασης (εάν πρόκειται για αγαθά ή υπηρεσίες). Κατα γενικό κανόνα, στην περίπτωση που η εξ αποστάσεως σύμβαση αφορά αγορά αγαθών, τότε η προθεσμία των 14 ημερών ξεκινά να τρέχει απο την ημερομηνία παράδοσης των αγαθών στον καταναλωτή.  Σε περίπτωση που η σύμβαση αφορά την παροχή υπηρεσιών, τότε η προθεσμία ξεκινά απο την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 14.2 της Οδηγίας προνοεί τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προθεσμία υπαναχώρησης λήγει 14 ημέρες: α) από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης, για τις συμβάσεις υπηρεσιών· β) για τις συμβάσεις πώλησης, από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή των αγαθών ή: i) από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή του τελευταίου αγαθού, σε περίπτωση πολλών αγαθών παραγγελθέντων από τον καταναλωτή με μια παραγγελία και παραδιδόμενων χωριστά, ii) από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή της τελευταίας παρτίδας ή του τελευταίου τεμαχίου, σε περίπτωση παράδοσης αγαθού αποτελούμενου από πολλές παρτίδες ή πολλά τεμάχια, iii) από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής ή ένα τρίτο μέρος το οποίο υποδεικνύεται από αυτόν, διαφορετικό από τον μεταφορέα, αποκτά τη φυσική κατοχή του πρώτου αγαθού, σε περίπτωση σύμβασης τακτικής παράδοσης αγαθών σε καθορισμένη χρονική περίοδο· γ) από την ημέρα σύναψης της σύμβασης, σε περίπτωση συμβάσεων παροχής νερού, φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας, εάν δεν διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα, παροχής τηλεθέρμανσης ή παροχής ψηφιακού περιεχομένου που δεν παρέχεται πάνω σε σταθερό μέσο…»

Το δικαίωμα υπαναχώρησης θεωρείται ότι ασκήθηκε απο τον καταναλωτή την ημέρα αποστολής της δήλωσης υπαναχώρησης στον πωλητή/προμηθευτή ή άλλης σαφής δήλωσης με την οποία δηλώνει την απόφαση του να υπαναχωρήσει απο την σύμβαση ή με άλλο υπόδειγμα δήλωσης που παρέχει η επιχείρηση του πωλητή για τον σκοπό αυτό και είναι αδιάφορη  η ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης απο τον πωλητή.

Σημειώνεται ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν εφαρμόζεται σε σχέση με όλα τα αγαθά ή/και υπηρεσίες που παραγγέλλονται εξ αποστάσεως αλλά για ορισμένα αγαθά ή/και υπηρεσίες η Οδηγία δεν δίδει τέτοιο δικαίωμα (π.χ εξατομικευμένα προιόντα τα οποία κατασκευάζονται σύμφωνα με προδιαγραφές του καταναλωτή, προιόντα που δύνανται να αλλοιωθούν ή να λήξουν σύντομα όπως λουλούδια, σφραγισμένα αγαθά τα οποία για λόγους υγείας δέν είναι κατάλληλα προς επιστροφή και τα οποία έχουν αποσφραγίσει κ.α)

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 16 της Οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη δεν παρέχουν το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 15 για τις εξ αποστάσεως και εκτός εμπορικού καταστήματος συναπτόμενες συμβάσεις, όσον αφορά τα ακόλουθα: α) συμβάσεις υπηρεσιών μετά την πλήρη παροχή της υπηρεσίας, εάν η εκτέλεση άρχισε με την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση του καταναλωτή, και με την εκ μέρους του αναγνώριση ότι θα απωλέσει το δικαίωμά του υπαναχώρησης μόλις η σύμβαση εκτελεσθεί πλήρως από τον έμπορο· β) την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών η τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις της χρηματαγοράς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να ελέγξει ο έμπορος και οι οποίες ενδέχεται να συμβούν εντός της προθεσμίας υπαναχώρησης· γ) την προμήθεια αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων· δ) την προμήθεια αγαθών τα οποία μπορούν να αλλοιωθούν ή λήγουν σύντομα· ε) την προμήθεια σφραγισμένων αγαθών τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση· στ) την προμήθεια αγαθών τα οποία, μετά την παράδοση, λόγω της φύσης τους, είναι αναπόσπαστα αναμεμειγμένα με άλλα στοιχεία· ζ) την προμήθεια οινοπνευματωδών ποτών, η τιμή των οποίων έχει συμφωνηθεί κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πώλησης, η παράδοση των οποίων μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί μόνο μετά από 30 ημέρες και η πραγματική τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις στην αγορά, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να ελέγξει ο έμπορος· η) συμβάσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής έχει ζητήσει ειδικά επίσκεψη από τον έμπορο με σκοπό να πραγματοποιήσει επείγουσες επιδιορθώσεις ή την εκτέλεση εργασιών συντήρησης. Εάν, στην περίπτωση τέτοιας επίσκεψης, ο έμπορος παράσχει υπηρεσίες επιπλέον εκείνων που ζητήθηκαν συγκεκριμένα από τον καταναλωτή ή αγαθά πέρα από τα ανταλλακτικά που χρησιμοποιήθηκαν υποχρεωτικά κατά την εκτέλεση εργασιών συντήρησης ή κατά τις επιδιορθώσεις, το δικαίωμα υπαναχώρησης εφαρμόζεται στις εν λόγω πρόσθετες υπηρεσίες ή αγαθά· θ) την προμήθεια σφραγισμένων ηχητικών εγγραφών ή σφραγισμένων εγγραφών βίντεο ή σφραγισμένου λογισμικού για υπολογιστές, που αποσφραγίστηκαν μετά την παράδοση· ι) την προμήθεια εφημερίδων και παντός είδους περιοδικών, εξαιρουμένων των συνδρομητικών συμβάσεων για την προμήθεια αυτών των εντύπων· ια) συμβάσεις συναφθείσες σε δημόσιο πλειστηριασμό· ιβ) την παροχή στέγασης πλην για σκοπούς κατοικίας, μεταφοράς αγαθών, υπηρεσιών ενοικίασης αυτοκινήτων, εστίασης ή υπηρεσιών σχετιζόμενων με δραστηριότητες αναψυχής εάν η σύμβαση προβλέπει συγκεκριμένη ημερομηνία ή προθεσμία εκτέλεσης· ιγ) την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου μη παρεχόμενου πάνω σε υλικό μέσο, εάν η εκτέλεση ξεκίνησε με την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση του καταναλωτή και την επιβεβαίωση εκ μέρους του ότι χάνει έτσι το δικαίωμά του υπαναχώρησης».

Σύμφωνα με την Οδηγία, ο πωλητής θα πρέπει να πληροφορήσει τον καταναλωτή πρίν απο την σύναψη της σύμβασης για τις προυποθέσεις, την προθεσμία και τις διαδικασίες άσκησης του πιο πάνω δικαιώματος καθώς και να του παρέχει το υπόδειγμα έντυπου υπαναχώρησης (άρθρο 6 της Οδηγίας).

Σημειώνεται ότι κατά περίπτωση ο καταναλωτής θα επιβαρύνεται με την δαπάνη αναφορικά με την επιστροφή του προιόντος πίσω στον πωλητή.

Σημειώνεται επίσης ότι σε περίπτωση που  ο προμηθευτής/πωλητής δέν έχει τηρήσει το καθήκον πληροφόρησης όσον αφορά το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή (άρθρο 6 της Σύμβασης), τότε η προθεσμία υπαναχώρησης επεκτείνεται 12 μήνες απο την λήξη της αρχικής περιόδου υπαναχώρησης των 14 ημερών. Το άρθρο 10 της Οδηγίας, προνοεί τα εξής:

«1. Εάν ο έμπορος δεν έχει παράσχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης όπως απαιτείται από το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο η), η προθεσμία υπαναχώρησης λήγει 12 μήνες μετά το τέλος της αρχικής προθεσμίας υπαναχώρησης, όπως αυτή προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2. 2. Εάν ο έμπορος έχει παράσχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εντός 12 μηνών από την ημέρα που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2, η περίοδος υπαναχώρησης λήγει 14 ημέρες από την ημέρα που ο καταναλωτής λαμβάνει τις εν λόγω πληροφορίες».

‘Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το δικαίωμα υπαναχώρησης από την εξ αποστάσεως σύμβαση ασκείται με την συμπλήρωση και αποστολή του έντυπου υπαναχώρησης/άλλης σαφής δήλωσης/υπόδειγμα δήλωσης  υπαναχώρησης που παρέχεται απο τον πωλητή στον πωλητή.


Εντός 14 ημερών από την ημέρα που ο πωλητής πληροφορήθηκε για την υπαναχώρηση του καταναλωτή οφείλει να του επιστρέψει το τίμημα της πώλησης ή/και σύμβασης.

Σε περίπτωση που κατά την διάρκεια των 14 ημερών ο καταναλωτής έχει χρησιμοποιήσει το αγαθό, οφείλει να αποζημιώσει τον πωλητή/προμηθευτή για τυχόν μείωση της αξίας των αγαθών από την χρήση (πέραν από εκείνη η οποία είναι αναγκαία για να διαπιστώσει τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες του).

 
Τονίζεται όμως ότι η υποχρέωση αποζημίωσης  δεν βαρύνει τον καταναλωτή εάν ο προμηθευτής παρέλειψε να συμμορφωθεί με την προσυμβατική του υποχρέωση πληροφόρησης του δικαιώματος υπαναχώρησής πριν την σύναψη της σύμβασης.

Σημειώνεται ότι το πιο πάνω άρθρο είναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα και δέν αποτελεί νομική συμβουλή.


[1] Σύμφωνα με το άρθρο 2.7 της οδηγίας εξ αποστάσεως νοούνται οι συμβάσεις εκείνες που συνάπτονται αποκλειστικά με την χρήση μέσων εξαποστάσεως επικοινωνίας, δηλαδή χωρίς την ταυτόχρονη παρουσίατου προμηθευτή και τουκαταναλωτή

Το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης.

Σε κάθε δημοκρατική κοινωνία οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση της γνώμης τους καθώς και στην ελεύθερη μετάδοση ιδεών και πληροφοριών γραπτώς ή/και προφορικά. Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης προστατεύεται τόσο απο το κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 10 της  Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα) όσο και απο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρο 19 του Συντάγματος). [1]


Σημειώνεται όμως ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και οιασδήποτε άλλης μορφής έκφρασης δέν είναι απόλυτο αλλά δύναται να υπόκειται σε όρους, περιορισμούς και κυρώσεις σε περιπτώσεις όπου αυτό είναι απαραίτητο για σκοπούς προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας, της δημόσιας ασφάλειας, της τάξης, της πρόληψης του εγκλήματος, της υγείας, της ηθικής, της υπόληψης  ή των δικαιωμάτων τρίτων, καθώς και της παρεμπόδησης κοινολόγησης  εμπιστευτικών πληροφοριών και της διασφάλησης του κύρους και της  αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

Όπως προκύπτει απο το άρθρο 10 της Ευρωπαικής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και το άρθρο 19 του Συντάγματος, η εξάσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης θα πρέπει να είναι τέτοια που να μήν επηρεάζει δυσμενώς την υπόληψη άλλου προσώπου. Για τον λόγο αυτό τα  Δικαστήρια προσπαθούν να εξισορροπήσουν το δικαίωμα ενός προσώπου στην ελευθερία λόγου και έκφρασης (Άρθρο 19 του Συντάγματος) με το δικαίωμα στην προστασία της τιμής και της υπόληψης άλλων προσώπων.

Σύμφωνα με το άρθρο 17.1 του Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148) ως έχει τροποποιηθεί  (στο εφεξής ο «Νόμος») η δυσφήμηση αποτελεί την δημοσίευση από οποιοδήποτε πρόσωπο (με έντυπο, γραπτό, ζωγραφιά, ομοίωμα, χειρονομίες, λόγια ή άλλους ήχους, ή με κάθε άλλο μέσο) οποιασδήποτε φύσης δημοσιεύματος, το οποίο:

(α) αποδίδει σε άλλο πρόσωπο έγκλημα, ή

(β) αποδίδει σε άλλο πρόσωπο ανάρμοστη συμπεριφορά σε δημόσια θέση, ή

(γ) εκ φύσεως τείνει στο να βλάψει ή να επηρεάσει με δυσμένεια την υπόληψη άλλου προσώπου (στο επάγγελμα, επιτήδευμα, εργασία, απασχόληση ή τη θέση του), ή

(δ) ενδέχεται να εκθέσει άλλο πρόσωπο σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλεύη, ή

(ε) ενδέχεται να προκαλέσει την αποστροφή ή αποφυγή οποιουδήποτε προσώπου από άλλους.

Η δυσφήμηση δύναται να λάβει δύο μορφές:

Α. Την μορφή του λιβέλλου που αποτελεί μόνιμη ή/και οριστική μορφή δυσφήμησης και γίνεται  με γραπτό κυρίως λόγο,

Β. Την μορφή της συκοφαντίας, που αποτελεί παροδική μορφη δυσφήμησης και γίνεται με λόγια ή/και χειρονομίες.

Το αδίκημα του λιβέλλου, το οποίο είναι πιο μόνιμης φύσης απο αυτό της συκοφαντίας  είναι αγώγιμο απο μόνο του (actionable per se), δηλαδή δέν απαιτείται η απόδειξη ύπαρξης ζημιάς στον Ενάγοντα συνεπεία της δυσφήμησης.

Αντιθέτως, το αδίκημα της συκοφαντίας δέν είναι αγώγιμο απο μόνο του (δηλαδή απαιτείται η απόδειξη ύπαρξης ζημιάς) εκτός στις 4 πιο κάτω περιπτώσεις, ήτοι όταν:

(α) αποδίδει στον ενάγοντα έγκλημα για το οποίο μπορεί να επιβληθεί σωματική ποινή ή φυλάκιση,

(β) σκοπεύει να βλάψει την υπόληψη του ενάγοντα στο επάγγελμα, εργασία κτλ,

(γ) αποδίδει στον ενάγοντα μεταδοτική ή μολυσματική νόσο,

(δ) αποδίδει σε γυναίκα μοιχεία ή ασέλγεια.

‘Οπως προκύπτει απο τον ορισμό του αδικήματος, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δυσφήμησης (είτε αυτό είναι λίβελλος είτε συκοφαντία) είναι τα ακόλουθα 3:

  1. Δημοσίευση (δημοσίευση δύναται να γίνει τόσο γραπτώς όσο και προφορικά και σημαίνει την πράξη του να καταστήσει κάποιος την δυσφημιστική δήλωση γνωστή σε οποιοδήποτε πρόσωπο/α άλλα από τον ίδιο τον ενάγοντα).
  2. Αναφορά στον ενάγοντα (Η δημοσίευση πρέπει να αναφέρεται  είτε ρητά στον ενάγοντα είτε έμμεσα εάν με την έμμεση αναφορά ο Ενάγοντας ταυτίζεται εύλογα με την περιγραφή, π.χ αν το όνομα δεν αναφέρεται ρητά αλλά κάποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι δημοσίευμα αναφέρεται στον Eνάγοντα).
  3. Δυσφημιστικό περιεχόμενο (Το δημοσίευμα θα πρέπει να θεωρείται δυσφημιστικό απο τον μέσο λογικό άνθρωπο, ασχέτως με την πρόθεση του Εναγόμενου και σε ποιον αναφερόταν.  Lewis & another v. Daily Telegraph Ltd (1964) A.C. 234)

Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που ο Ενάγοντας είναι νομικό πρόσωπο (εταιρείες, οργανισμοί, σωματεία και ιδρύματα) τότε το αδίκημα της δυσφήμησης δέν ειναι αγωγιμο απο μόνο του αλλά το νομικό πρόσωπο θα πρέπει να αποδείξει ότι ως αποτέλεσμα της δυσφήμησης έχει υποστεί ειδική ζημιά ή ότι έχει πληγεί η αξιοπιστία και η υπόληψή του σε σχέση με τη διεξαγωγή των εμπορικών ή άλλων δραστηριοτήτων του (I.C.P. (Cyprus) Ltd. v. Times).

Αποτελεί υπεράσπιση σε κατηγορία δυσφήμησης εάν το δημοσίευμα είναι αληθές (ο βασικός ισχυρισμός να είναι αληθές παρόλο που ίσως κάποιοι παρεμφερείς ισχυρισμοί να μήν είναι). Σε τέτοια περίπτωση ο Εναγόμενος φέρει το βάρος απόδειξης της αλήθειας του ισχυρισμού (δέν αρκεί η πίστη στην αλήθεια αυτού ούτε η απλή ύπαρξη φημών που δικαιολογούν πίστη στην αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης).

Επίσης αποτελεί υπεράσπιση σε κατηγορία δυσφήμησης εάν το σχόλιο είναι έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου συμφέροντος  (FAIR COMMENT for a matter concerning public policy).  Ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει πραγματική βάση (δίκαιο/έντιμο) για το σχόλιο και ότι αφορά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Η υπεράσπιση αποτυγχάνει αν ο ενάγων αποδείξει ότι η δημοσίευση δεν έγινε με καλή πίστη εντός της έννοιας του Άρθρου 21(2) (π.χ. το δημοσίευμα ήταν αναληθές και αυτός που το έκανε δεν πίστευε ότι ήταν αληθές ή δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση της αλήθειας αυτού). Νoείται ότι όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, η υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημηστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται.

Άλλη υπεράσπιση στην κατηγορία διάπραξης δυσφήμησης αποτελεί η προνομιούχα δημοσίευση. Δημοσίευση δύναται να είναι απόλυτα προνομιούχα (δημοσίευση από Πρόεδρο, Υπουργικό Συμβούλιο, Βουλή, δημοσίευση σε δικαστική διαδικασία, δημοσίευση σε στρατιωτική, ναυτική ή αστυνομική αναφορά) όπου και  αδιάφορο εάν το δημοσίευμα είναι αληθές ή όχι ή αν έγινε καλή τη πίστη ή όχι.

Περεταίρω, αποτελεί υπεράσπιση εάν η δημοσίευση είναι υπο επιφύλαξη προνομιούχα (Qualified Privilege) και έγινε καλόπιστα.

Σύμφωνα με το άρθρο 21.1 του Νόμου:

«Η δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή- (α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov: Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ’ έκταση είτε κατ’ oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις. (β) αv τo δημoσίευμα είvαι μoμφή η oπoία πρoσάπτεται από κάπoιo κατά της συμπεριφoράς άλλoυ, ως πρoς oπoιoδήπoτε θέμα σε σχέση με τo oπoίo o πρώτoς έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ, ή ως πρoς τo χαρακτήρα τoυ άλλoυ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή͘ (γ) αv τo δημoσίευμα είvαι καταγγελία ή κατηγoρία από πρόσωπo εvαvτίov άλλoυ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτoύ σε oπoιoδήπoτε θέμα, ή σε σχέση με τo χαρακτήρα αυτoύ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή, η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα, ή η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει με vόμo εξoυσία vα διερευvά τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα ή vα δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα͘ (δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση͘ (ε) αv τo δημoσίευμα είvαι ακριβoδίκαιη και ακριβής αvαφoρά αυτώv πoυ έχoυv λεχθεί, πραχθεί ή δημoσιευτεί σε oπoιoδήπoτε voμoθετικό σώμα τo oπoίo δυvατό vα ιδρυθεί στo μέλλov».

Η δημοσίευση τεκμαίρεται ότι δεν είναι καλόπιστη όταν καταδειχθεί ότι:

  1. Το δημοσίευμα είναι αναληθές και ο εναγόμενος δεν πίστευε ότι είναι αληθές.
  2. Το δημοσίευμα είναι αναληθές και ο εναγόμενος δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα για εξακρίβωση του.
  3. Ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφημείται σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συμφέρον.

Το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγοντας για να αποδείξει ότι η δημοσίευση έγινε κακόπιστα.

Αποτελεί επίσης υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμηση εάν η δυσφήμηση έγινε χωρίς πρόθεση, ο εναγόμενος προβαίνει σε προσφορά για επανόρθωση άμεσα/το ταχύτερο δυνατό και ο Ενάγοντας την αποδέχεται όπου τα δικαστικά μέτρα τερματίζονται.

Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Νόμου

«22.-(1) Πρόσωπo πoυ δημoσίευσε δημoσίευμα πoυ φέρεται ως δυσφημηστικό άλλoυ, δύvαται, αv ισχυριστεί ότι τo δημoσίευμα δημoσιεύτηκε από αυτό αvυπαίτια καθόσov αφoρά τo πρόσωπo πoυ δυσφημείται, vα πρoβεί σε πρoσφoρά για επαvόρθωση βάσει τoυ άρθρoυ αυτoύ͘  σε κάθε όμως τέτoια περίπτωση- (α) αv η πρoσφoρά γίvει δεκτή από τo μέρoς πoυ θίγηκε και εκτελεστεί δεόvτως, δεv είvαι δυvατή η λήψη ή η συvέχιση δικαστικώv μέτρωv για δυσφήμηση από αυτόv πoυ θίγηκε κατά τoυ πρoσώπoυ πoυ πρoσφέρθηκε σε επαvόρθωση σε σχέση με τηv εv λόγω δημoσίευση (αλλά άvευ επηρεασμoύ oπoιασδήπoτε βάσης αγωγής κατά oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ συvυπεύθυvoυ για τη δημoσίευση αυτή)͘ (β) αv η πρoσφoρά δεv γίvει δεκτή από τo μέρoς πoυ θίγηκε, τότε, εκτός αv άλλως πρovoείται από τo άρθρo αυτό, συvιστά υπεράσπιση, σε δικαστικό μέτρo για δυσφήμηση πoυ λήφθηκε από αυτό κατά τoυ πρoσώπoυ πoυ εvεργεί τηv πρoσφoρά σε σχέση με τηv εv λόγω δημoσίευση, αv απoδειχθεί ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή δημoσιεύτηκε από τov εvαγόμεvo αvυπαίτια καθόσov αφoρά τov εvάγovτα και ότι η πρoσφoρά έγιvε τo ταχύτερo δυvατό μετά πoυ o εvαγόμεvoς έλαβε γvώση τoυ γεγovότoς ότι τo δημoσίευμα ήταv ή θα μπoρoύσε vα είvαι δυσφημηστικό για τov εvάγovτα, και η πρoσφoρά δεv απoσύρθηκε ακόμα. (2) Η πρoσφoρά για επαvόρθωση βάσει τoυ άρθρoυ αυτoύ πρέπει vα δηλώvει ρητά ότι εvεργείται για τoυς σκoπoύς τoυ άρθρoυ αυτoύ, και πρέπει vα συvoδεύεται από έvoρκη δήλωση πoυ oρίζει τo γεγovός στo oπoίo στηρίχθηκε τo πρόσωπo πoυ εvέργησε τηv πρoσφoρά για vα καταδείξει ότι τo εv λόγω δημoσίευμα δημoσίευτηκε από αυτό αvυπαίτια καθόσov αφoρά τo μέρoς πoυ θίγηκε͘  για τoυς σκoπoύς όμως υπεράσπισης βάσει της παραγράφoυ (β) τoυ εδαφίoυ (1), καvέvα απoδεικτικό στoιχείo, άλλo από τo απoδεικτικό στoιχείo για γεγovότα πoυ oρίζovται στηv έvoρκη δήλωση, δεv θα γίvει δεκτό εκ μέρoυς τoυ για απόδειξη τoυ ότι τo δημoσίευμα δημoσιεύτηκε με τov τρόπo αυτό. (3) Πρoσφoρά για επαvόρθωση βάσει τoυ άρθρoυ αυτoύ πρέπει vα voηθεί ότι σημαίvει- (α) σε κάθε περίπτωση, πρoσφoρά για δημoσίευση ή συμμετoχή στη δημoσίευση αρμόζoυσας αvασκευής τoυ δημoσιεύματoς για τo oπoίo έγιvε αγωγή καθώς και επαρκoύς απoλoγίας πρoς εκείvo πoυ θίγηκε σε σχέση με τo εv λόγω δημoσίευμα͘ (β) αv διαvεμήθηκαv αvτίγραφα εγγράφoυ ή γραπτoύ στoιχείoυ πoυ περιέχει τo αvαφερόμεvo δημoσίευμα από τo πρόσωπo πoυ εvεργεί τηv πρoσφoρά ή σε γvώση αυτoύ, πρoσφoρά για λήψη τέτoιωv μέτρωv ως ήθελαv είvαι εύλoγα πρακτικά εκ μέρoυς αυτoύ για vα φέρει σε γvώση τωv πρoσώπωv πρoς τα oπoία διαvεμήθηκαv τα αvτίγραφα αυτά με τov τρόπo αυτό, ότι τo δημoσίευμα φέρεται ως δυσφημηστικό για τo μέρoς πoυ θίγηκε (4) Αv τo πρόσωπo πoυ θίγηκε απoδεχτεί πρoσφoρά για επαvόρθωση βάσει τoυ άρθρoυ αυτoύ- (α) oπoιoδήπoτε ζήτημα σε σχέση με τα μέτρα πoυ πρέπει vα ληφθoύv για εκπλήρωση της πρoσφoράς, όπως αυτή έγιvε απoδεκτή, ελλείψει συμφωvίας μεταξύ τωv μερώv, θα παραπεμφθεί για επίλυση στo Δικαστήριo, τoυ oπoίoυ η απόφαση για αυτό είvαι τελεσίδικη͘ (β) η εξoυσία τoυ Δικαστηρίoυ για έκδoση διαταγμάτωv ως πρoς τα έξoδα σε σχέση με δικαστικά μέτρα πoυ λήφθηκαv από τo μέρoς πoυ θίγηκε κατά τoυ πρoσώπoυ πoυ εvέργησε τηv πρoσφoρά σε σχέση με τηv εv λόγω δημoσίευση ή δικαστικά μέτρα σε σχέση με τηv πρoσφoρά βάσει της παραγράφoυ (α), τoυ εδαφίoυ αυτoύ, περιλαμβάvει και εξoυσία vα διατάσσει τηv πληρωμή εξόδωv από τo πρόσωπo πoυ εvέργησε τηv πρoσφoρά πρoς τo μέρoς πoυ θίγηκε με βάση κάλυψης καθώς και  oπoιεσδήπoτε δαπάvες τις oπoίες τo μέρoς πoυ θίγηκε εύλoγα υπέστη ή θα υπoστεί συvεπεία της εv λόγω δημoσίευσης, αv όμως ήθελov ληφθεί δικαστικά μέτρα όπως πρoαvαφέρθηκε, τo Δικαστήριo δύvαται, με αίτηση τoυ μέρoυς πoυ θίγηκε, vα εκδώσει oπoιoδήπoτε τέτoιo διάταγμα για τηv πληρωμή τέτoιωv εξόδωv και δαπαvώv όπως πιo πάvω ως θα ηδύvατo vα εκδώσει και αφoύ ληφθoύv τέτoια δικαστικά μέτρα. (5) Για τoυς σκoπoύς τoυ άρθρoυ αυτoύ, τo δημoσίευμα θεωρείται ότι δημoσιεύτηκε από έvα πρόσωπo (στo εδάφιo αυτό αvαφέρεται ως “o δημoσιεύσας”) αvυπαίτια σε σχέση πρoς άλλo αv συvτρέχoυv και μόvo εφόσov συvτρέχoυv oι πιo κάτω πρoϋπoθέσεις, δηλάδη- (α) ότι o δημoσιεύσας δεv σκόπευε vα δημoσιεύσει αυτό για τov άλλo και ότι αφoρoύσε αυτό, και αγvooύσε περιστατικά από τα oπoία τo δημoσίευμα θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί ότι αvαφέρεται σε αυτόv͘  ή (β) ότι τo δημoσίευμα δεv ήταv δυσφημηστικό από μόvo τoυ, και o δημoσιεύσας αγvooύσε περιστατικά από τα oπoία αυτό θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί δυσφημηστικό τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ, σε κάθε άλλη όμως περίπτωση ότι o δημoσιεύσας κατέβαλε εύλoγη επιμέλεια σε σχέση με τη δημoσίευση͘ κάθε αvαφoρά πoυ γίvεται στo εδάφιo αυτό στo δημoσιεύσαvτα ερμηvεύεται ότι περιλαμβάvει και αvαφoρά σε oπoιoδήπoτε υπηρέτη ή αvτιπρόσωπo τoυ δημoσιεύσαvτoς o oπoίoς εvέχεται στo περιεχόμεvo της δημoσίευσης (6) Η παράγραφoς (β) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ αυτoύ δεv τυγχάvει εφαρμoγής καθόσov αφoρά τη δημoσίευση από oπoιoδήπoτε πρόσωπo πoυ δημoσίευσε δημoσίευμα πoυ δεv γράφτηκε από τov ίδιo εκτός αv απoδείξει ότι τo δημoσίευμα γράφτηκε από τo συγγραφέα χωρίς κακόβoυλη πρόθεση».

Περεταίρω, αποτελεί υπεράσπιση εάν ο εναγόμενος είναι απλώς ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας στην οποία περιέχεται το δημοσίευμα, δέν  είχε κακόβουλη πρόθεση ούτε επέδειξε βαριά παράλειψη για καταβολή εύλογης επιμέλειας και προέβη σε απολογία στον Ενάγοντα.

Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Νόμου:

«Σε αγωγή πoυ εγείρεται κατά ιδιoκτήτη εφημερίδας, για τηv oπoία εκδόθηκε σε αυτόv άδεια έκδoσης πoυ βρίσκεται ακόμα σε ισχύ βάσει τωv διατάξεωv τoυ περί Τύπoυ Νόμoυ, σε σχέση με δυσφημηστικό δημoσίευμα πoυ περιέχεται στηv εφημερίδα αυτή, εφόσov o ιδιoκτήτης της εφημερίδας καταθέσει στo Δικαστήριo έvα χρηματικό πoσό τo oπoίo κατά τη γvώμη τoυ Δικαστηρίoυ απoτελεί επαρκή επαvόρθωση και δεv πρoβάλει υπέρ τoυ άλλη υπεράσπιση, αυτός δύvαται vα απoδείξει για υπεράσπιση τoυ- (α) ότι τo δυσφημηστικό δημoσίευμα καταχωρίθηκε στηv εφημερίδα χωρίς πράγματι κακόβoυλη πρόθεση͘  και (β) ότι δεv υπήρξε βαρειά παράλειψη για τηv καταβoλή εύλoγης επιμέλειας για τηv oπoία ευθύvεται συvαφώς για τηv καταχώριση στηv εφημερίδα τoυ δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς͘  και (γ) ότι πριv από τηv έvαρξη της αγωγής ή τo ταχύτερo αμέσως μετά πoυ παρασχέθηκε σε αυτό ευχέρεια, αv η αγωγή άρχισε πρoτoύ vα παρασχεθεί σε αυτόv η ευχέρεια vα πράξει με τov τρόπo αυτό, αvάθεσε στηv εφημερίδα αυτή πλήρη απoλoγία, ή αv η εφημερίδα εκδίδεται αvά διαστήματα πoυ υπερβαίvoυv τη βδoμάδα, ότι πρoσφέρθηκε vα δημoσιεύσει τηv απoλoγία σε oπoιαδήπoτε εφημερίδα της εκλoγής τoυ εvάγovτα». Τέλος, σύμφωνα με το κοινοδίκαιο αποτελεί υπεράσπιση η αθώα διαμονή απο πρακτορεία τύπου που απλώς διέμεναν το δημοσίευμα και δέν έλαβαν μέρος στην έκδοση του (π.χ εκδότης ή δημοριογράφος) νοουμένου ότι αποδείξουν ότι το διένειμαν χωρίς να ξέρουν ότι περιείχε δυσφημιστικό περιεχόμενο και δεν υπήρχε κάτι που εκ πρώτης όψεως θα τους οδηγούσε να αντιληφθούν ότι το δημοσίευμα είχε λίβελο και ότι δέν οφείλεται σε δική τους αμέλεια το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκαν ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό.


Το παρών άρθρο είναι καθαρά πληροφοριακό και δέν αποτελεί νομική συμβουλή


[1] « 1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως.2. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών άνευ επεμβάσεως οιασδήποτε δημοσίας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων.3. Η ενάσκησις των δικαιωμάτων, περί ων η πρώτη και δευτέρα παράγραφος του παρόντος άρθρου, δύναται να υποβληθή εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ή προς παρεμπόδισιν της αποκαλύψεως πληροφοριών ληφθεισών εμπιστευτικώς ή προς διατήρησιν του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.4. Η κατάσχεσις εφημερίδων ή άλλων εντύπων δεν επιτρέπεται άνευ εγγράφου αδείας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ήτις δέον να επικυρωθή δι’ αποφάσεως αρμοδίου δικαστηρίου εντός εβδομήκοντα δύο ωρών το βραδύτερον, εν περιπτώσει δε μη επικυρώσεως αίρεται η κατάσχεσις».

5. Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εις το παρόν άρθρον εμποδίζει την Δημοκρατίαν ν’ απαιτή την έκδοσιν αδείας ή λειτουργίας επιχειρήσεων ραδιοφωνικών ή κινηματογραφικών ή τηλεοράσεως.

Η Διοικητική Προσφυγή.

Όταν ένα διοικητικό όργανο (π.χ ένας Δήμος, η Πολεοδομία, κάποιο Υπουργείο, η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας κτλ)[1] λαμβάνει μία απόφαση  η οποία με επηρεάζει, είναι σημαντικό να γνωρίζω ότι υπάρχει η πιθανότητα να δικαιούμαι να καταχωρήσω προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας εάν επιθυμώ να αμφισβητήσω την απόφαση αυτή.

Τα Άρθρα146.2 και 146.3 του Συντάγματος, προνούν ως ακολούθως:

«2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος. 3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης».

Οι προυποθέσεις για την άσκηση προσφυγής είναι οι ακόλουθες:

  1. Η απόφαση της οποίας την νομιμότητα ή/και ορθότητα ο διοικούμενος επιθυμεί να αμφισβητήσει θα πρέπει να προέρχεται απο διοικητικό όργανο (βλέπετε υποσημείωση  1) και να αποτελεί διοικητική πράξη εν τη έννοια του Περι των Αρχών του Διοικητικού δικαίου Νόμου (158(I)/1999), ώς έχει τροποποιηθεί (στο εφεξής ο «Νόμος»). Σύμφωνα με τον Νόμο :

«διοικητική πράξη σημαίνει ατομική διοικητική πράξη με την οποία ένα διοικητικό όργανο καθορίζει μονομερώς τι πρέπει να ισχύσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση»

2. Η διοικητική αυτή πράξη θα πρέπει να παράγει για τον διοικούμενο/αιτητή  άμεσα έννομα αποτελέσματα, να είναι δηλαδή εκτελεστή διοικητική πράξη. Μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις είναι αυτές χωρίς άμεση επιρροή  στη νομική κατάσταση του ιδιώτη όπως ανακοινώσεις, προειδοποιήσεις, επιβεβαιωτικές πράξεις, προπαρασκευαστικές πράξεις  κλπ. Στο Σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου – “Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας”, Τρίτη Έκδοση, σελ. 120-123 -αναφέρεται το εξής:-

Εκτελεστή, δε, είναι η πράξις της ενεργού διοικήσεως, η παράγουσα, αυτή καθ’ εαυτήν, έννομον αποτέλεσμα θετικόν ή αρνητικόν, ως και πάσα διοικητική πράξις εμπεριέχουσα επιταγήν, της οποίας η εκτέλεσις είναι πλέον υποχρεωτική – αδιάφορον εάν έχη ή δεν έχη πράγματι εκτελεσθή – … και αποτέλεσμα της οποίας είναι η δημιουργία, τροποποίησις ή κατάργησις … δικαιώματος ή εννόμου προσδοκίας, εάν πρόκειται ατομική πράξις.”

Παραδείγματα αποφάσεων διοικητικών οργάνων που συχνά αποτελούν θέμα προσφυγής  είναι αποφάσεις διορισμού ή προαγωγής σε δημόσιες θέσεις ή σε Αρχές Τοπικής αυτοδιοίκησης, αποφάσεις της Πολεοδομίας και των Δήμων, αποφάσεις Υπουργείων, αποκοπές μισθών στο δημόσιο κ.α

3. Μια διοικητική πράξη μπορεί να αμφισβητηθεί εάν κατα την διαδικασία λήψης της το διοικητικό όργανο δέν συμμορφώθηκε με τις βασικές αρχές που προνοούνται στον Περι των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (π.χ το διοικητικό όργανο δέν έδρασε αμερόληπτα κατα την λήψη της απφασης ή/και επέλεξε την επαχθέστερη για τον διοικούμενο λύση, ή/και δέν είχε νομιμη σύνθεση κατα την λήψη της επίδικης απόφασης ή/και λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την απόφαση κ.α).

Τα διοικητικά όργανα οφείλουν κατά την λήψη αποφάσεων οι οποίες αποτελούν διοικητικές πράξεις,  να συμμορφώνονται με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, σύμφωνα με τον Νόμο.

Κάποιες απο τις βασικές αυτές αρχές είναι οι πιο κάτω.

  1. Για να είναι έγκυρη η απόφαση του συλλογικού οργάνου πρέπει να εκδίδεται με νόμιμη σύνθεση του οργάνου (ποια είναι η νομιμη σύνθεση καθορίζεται απο τον Νόμο που εφαρμόζεται σε έκαστο όργανο). Για να υπάρχει νόμιμη σύνθεση, θα πρέπει να μην είναι παρόντα κατα την λήψη της απόφασης  πρόσωπα που δεν θα έπρεπε να είναι παρών (πχ άτομα που έχουν συμφέρον ή συγγένεια με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή να  είναι παρών κατά την λήψη της απόφασης πρόσωπα που δεν έχουν προσκληθεί) σύμφωνα με τον νόμο  που διέπει το όργανο και θα πρέπει να υπάρχει η απαρτία που απαιτεί ο νόμος για κάθε όργανο. Στην απόφαση Κ.Γ. Αγαθαγγέλου κ.α -ν- Αρχή  Λιμένων Κύπρου πρσφ. αρ.748/98, αποφ. ημ. 5.11.99    το   Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο το Διοικητικό Συμβούλιο της αρχής ήταν με νόμιμη σύνθεση κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων και   κατά την λήψη της επίδικης απόφασης, ενόψει της συνεχούς   παρουσίας δύο μη μελών του. Στην απόφαση σημειώνονται τα εξής:

«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, η  παρουσία υπηρεσιακών παραγόντων στις συνεδρίες  διοικητικών οργάνων, είναι επιτρεπτή μόνο προς το σκοπό παροχής πληροφοριών και επεξηγήσεων σε θέματα για τα  οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις. Οι παράγοντες αυτοί οφείλουν να αποχωρούν από τη   συνεδρία, προτού αρχίσει η διαλογική συζήτηση μεταξύ των   μελών και η ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης πάνω στο εξεταζόμενο θέμα. Αν δεν το πράξουν επηρεάζεται η νόμιμη συγκρότηση του  οργάνου, θεωρείται ότι υπάρχει κακή σύνθεση με αποτέλεσμα  το τρωτό της απόφασης»

2. Οι διοικητικές αποφάσεις θα πρέπει να αιτιολογούνται εκτός εάν εμπίπτουν στην πιο κάτω εξαίρεση του άρθρου 27 του Νόμου, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

«27. Δε χρειάζονται αιτιολογία- (α) Πράξεις που δεν εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας· (β) πράξεις που δέχονται πλήρως το αίτημα του διοικουμένου ή που γενικά είναι ευεργετικές για ένα διοικούμενο, χωρίς να θίγουν έννομα συμφέροντα τρίτων· (γ) πράξεις που εκδίδονται ομοιόμορφα σε μεγάλο αριθμό ή με μηχανικά ή με ηλεκτρονικά μέσα· (δ) διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου· και (ε) πράξεις για τις οποίες ορίζει ρητά ο νόμος ότι δε χρειάζονται αιτιολογία.»

Όπως διαφαίνεται απο το πιο πάνω άρθρο πράξεις που δέν είναι αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας δέν χρήζουν αιτιολογίας. Σημειώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια είναι το αντίθετο της δέσμιας αρμοδιότητας (όταν δηλαδή ο νόμος επιβάλλει στο διοικητικό όργανο να κάνει κάτι, πχ να επιβάλει κάποιο πρόστιμο στον διοικούμενο).

Με άλλα λόγια, όταν ο νόμος επιβάλλει σε κάποιο όργανο να επιβάλει κάποιο τέλος στον πολίτη (π.χ τέλος σκυβάλων), τότε ο διοικούμενος δέν μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο προσβάλλοντας την επιβολή του προστίμου επειδή δέν του δόθηκε επαρκής αιτιολογία. Εάν όμως είναι το αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας (π.χ διορισμός συγκεκριμένου υποψηφίου) τότε δύναται να ασκηθεί προσφυγή εάν η απόφαση δέν αιτιολογήθηκε επαρκώς.

Οι πράξεις που είναι αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας χρειάζονται αιτιολογία και σε σχέση με αυτές ισχύουν οι αρχές της  χρηστής διοίκησης της καλής πίστης (βλέπετε άρθρα 50 και 51 του Νόμου)

Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου (πιο πάνω) (παρ. 342):

“…… Διακριτική ευχέρεια είναι, πρώτα απ’ όλα, η ν ο μ ι κ ή      δ υ ν α τ ό τ η τ α  τ η ς  δ ι ο ι κ ή σ ε ω ς           ν α  ε π ι λ έ γ ε ι  α ν ά μ ε σ α  σ ε  δ ι ά φ ο ρ ε ς  ε ξ ί σ ο υ  ν ό μ ι μ ε ς λ ύ σ ε ι ς (απόφαση για το αν, πότε και πώς). Είναι όμως επίσης και η νομική δυνατότητα της διοικήσεως ν α  ε ξ ε ι δ ι κ ε ύ ε ι  α ό ρ ι σ τ ε ς            α ξ ι ο λ ο γ ι κ έ ς  έ ν ν ο ι ε ς.”

Αιτιολογία δέν χρειάζεται να δίδεται  ούτε για πράξεις που εκδίδονται ομοιόμορφα σε μεγάλο αριθμό ή με μηχανικά ή με  ηλεκτρονικά μέσα (πχ επιβολή φορολογίας).

4. Πέραν των πιο πάνω, σημειώνεται επίσης ότι τις ενέργειες και αποφάσεις κάθε διοικητικού οργάνου θα πρέπει να διέπει η αρχή της αμεροληψίας. Αμεροληψία σημαίνει την ανεξαρτησία από ξένες προς το δημόσιο συμφέρον επιρροές, ήτοι την απροκατάληπτη κρίση της διοίκησης. Η έλλειψη αμεροληψίας αποδεικνύεται από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς φακέλους (π.χ τα πρακτικά που αφορόυν την λήψη της απόφασης).

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Νόμου:

(1) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης (2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της (3) Η κατά το εδάφιο (2) πιο πάνω, συμμετοχή σε διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο, κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δε θα υπάρχει απαρτία».

Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία, πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί, για μια περίπτωση όπου υπάρχει ειδικός δεσμός ή συγγένεια που αφορά τα πρόσωπα που είναι αναμεμειγμένα σ’ αυτή τη διαδικασία ή στο αποτέλεσμά της. (Βλ. Christou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Yiannoulla Louca and Another v. The Republic and Others (1989) 3 Α.Α.Δ. 672).

Η αρχή αυτή διατυπώθηκε από τη Συμβούλιο της Επικράτειας της Ελλάδας στην υπόθεση 1187/ 1950 (Τόμος 1950(α) σελ. 991)Το Συμβούλιο της Επικράτειας διατύπωσε την αρχή αυτή ως ακολούθως:

“Τα όργανα, των οποίων απαιτείται κατά νόμον η σύμπραξις δια την παραγωγήν διοικητικής τινος πράξεως, δέον όπως παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως. Ο κανών ούτος δεν αποτελεί το περιεχόμενον ηθικού μόνον αιτήματος της Πολιτείας δικαίου, αλλά συνιστά και νομικήν επιταγήν, ής η παράβασις επάγει ακυρότητα, όταν δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέσις προς τα πρόσωπα, εις ά αφορά η κρινομένη υπόθεσις, ή συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργούσι τεκμήρια επηρεασμού του οργάνου, κλονίζοντα την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως αυτού.”

Όπως διαφαίνεται, δεν εξετάζεται αν η πράξη είναι πράγματι μεροληπτική, αλλά αν υφίστανται συγκεκριμένα περιστατικά που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του δεσμού ή της σχέσης ή του συμφέροντος με το πρόσωπο που αφορά.

Αν για παράδειγμα ένας Δημοτικός Σύμβουλος ενός Δήμου είναι πατέρας μίας από τους υποψηφίους για θέση Λειτουργού στον Δήμο, παρόλο που μπορεί όντος η συγκεκριμένη υποψήφια να υπερέχει από τους άλλους, το γεγονός ότι συγγενικό της πρόσωπο έλαβε μέρος στην λήψη της απόφασης ταυτόχρονα την καθιστά μη αμερόληπτη.

Το άρθρο 42 (2) εξειδικεύει τις περιπτώσεις που επηρεάζονται τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης στα εξής:

(α)  Πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ’ αίματος ή  εξ ‘αγχιστείας μέχρι και του 4ου βαθμού με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο,

(β) Που βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξέταση,

(γ) που έχει συμφέρον για την  έκβαση της

Στην υπόθεση Δημοκρατία-ν- Σολωμού (1998)3 ΑΑΔ 769 έγινε δεκτό από το δικαστήριο ότι ιδιάζουσα σχέση είναι η σχέση που διαφέρει ή διακρίνεται από  άλλη. Ο δεσμός που προϋποθέτει η συνεπάγεται ηθικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο.Η υπόθεση αυτή αφορούσε την προαγωγή του συζύγου της ιδιαιτέρας του Γενικού Διεθυντή που συμμετείχε σε διαδικασία προαγωγής. Κρίθηκε ότι η ιδιαιτέρα του Γενικού  Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγός της και ο Γενικός Διευθυντής είχε υπό τις περιστάσεις καθήκον να ενημερώσει την ΕΔΥ και να αποφύγει να πάρει μέρος στη διαδικασία του, ως εκ τούτου, έγινε δεκτό το τεκμήριο της μεροληπτικής ενέργειας του Γενικού Διευθυντή.

Στην συγκεκριμένη απόφαση αν και η επαγγελματική σχέση Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν κρίθηκε ως δεσμός εντούτοις κρίθηκε ότι λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέως έναντι του προϊστάμενου της μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιδιάζουσα σχέση.

Στην υπόθεση Π. Ηλία κ.α -ν- Αρχής Λιμένων Κύπρου  έγινε δεκτό ότι η σχέση μεταξύ ανάδοχου και πατέρα του παιδιού είναι σχέση που μπορεί να θεωρηθεί ιδιάζουσα επειδή στην κοινωνία μας η πνευματική αυτή σχέση είναι πολύ ισχυρή.

Σύμφωνα με την σχετική νομολογία επί του θέματος, για την έννοια της οξείας έχθρας δεν αρκεί η ύπαρξη αντίθετων γνώμων και ιδεών ή συνθήκες υπηρεασιακών προστριβών, αλλά απαιτούνται έκδηλα εχθρικές σχέσεις.

5. Επίσης, σημειώνεται ότι το διοικητικό όργανο που λαμβάνει μια απόφαση πρέπει να είναι αρμόδιο. Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Νόμου:

«17.-(1) Το διοικητικό όργανο που εκδίδει μια πράξη πρέπει να είναι αρμόδιο καθ’ ύλην κατά τόπο και κατά χρόνο. (2) Η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση νόμου. (3) Η παρανομία μιας πράξης που έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο δε θεραπεύεται, έστω και αν την πράξη αυτή εγκρίνει μεταγενέστερα το αρμόδιο όργανο. (4) Όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.(5) Αν μια αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδιο διοικητικό όργανο, το αναρμόδιο όργανο οφείλει να τη διαβιβάσει στο αρμόδιο, πληροφορώντας περί τούτου τον ενδιαφερόμενο. (6) Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το νόμο.(7) Η απλή έγκριση των συστάσεων υφιστάμενου οργάνου, χωρίς το αρμόδιο όργανο να αντιμετωπίσει την επίλυση του θέματος, συνιστά αποχή από άσκηση της αρμοδιότητας του αρμόδιου οργάνου. (8) Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα»

Σημειώνεται ότι η προθεσμία για άσκηση προσφυγής είναι 75 ημέρες απο την  έκδοση/δημοσίευση/κοινοποίηση  της απόφασης της διοίκησης.

Με την έκδοση της μία διοικητική πράξη δεν αποκτά ισχύ αλλά αποκτά ισχύ μόνο με την κοινοποίηση της στον διοικούμενο που αφορά (ο τρόπος κοινοποίησης εξαρτάται από τον νόμο, πχ με δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα).

Για να αποκτήσει η πράξη τη δύναμη παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων πρέπει απαραιτήτως να δηλωθεί ώστε να παύσει να αποτελεί internum.  Μια απόφαση της διοίκησης μέχρι την εξωτερίκευσή της παραμένει internum και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.   Όπου ο νόμος δεν απαιτεί δημοσίευση η διοικητική πράξη για να επιφέρει τις έννομες της συνέπειες οφείλει να κοινοποιηθεί προς το πρόσωπο το οποίο αφορά.

Το πιο πάνω άρθρο  ειναι καθαρά πληροφοριακό και σκοπό έχει να εξηγήσει εν συντομία στον πολίτη τί είναι η διοικητική προσφυγή.

Σημειώνεται ότι στο πιο πάνω άρθρο δέν έχει αναληθεί εξαντλητικά όλη η σχετική Νομοθεσία και ότι κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζετε με βάση τα δικά της μοναδικά γεγονότα.

Το παρών άρθρο δέν αποτελεί σε καμία περίπτωση νομική συμβουλή.


[1]  Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου περι των αρχών του διοικητικού δικαίου

“διοικητικό όργανο σημαίνει το μονομελές ή συλλογικό διοικητικό όργανο της κεντρικής διοίκησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου που είναι διοικητική αρχή”.

Το αδίκημα της βίας στην οικογένεια.

Η βία στην οικογένεια αποτελεί ένα άκρως σοβαρό αδίκημα το οποίο είναι καταδικαστέο σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, διότι κάθε πολίτης έχει θεμελιωμένο συνταγματικό και ανθρώπινο δικαίωμα στην σωματική ακεραιότητα (άρθρο 7 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας), στην ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 11 του Συντάγματος), στην ελεύθερη έκφραση  (άρθρο 18 και 19 του Συντάγματος) καθώς και στην ίση μεταχείριση και στον σεβασμό (άρθρο 8 του Συντάγματος).


Στην Κύπρο, το θέμα της βίας στην οικογένεια διέπεται απο ειδική νομοθεσία, ήτοι  τον  περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο του 2000 (119(I)/2000), ώς έχει τροποποιηθεί (στο εφεξής ο «Νόμος») και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ή/και χρηματική ποινή.


Σύμφωνα με το άρθρο 3.1 του Νόμου, ενδοοικογενειακή βία περιλαμβάνει οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη (βλέπετε για παράδειγμα Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. ΠΑΝΑΓΗ, Αρ. Υπόθεσης:13360/20, 2/2/2021 ) σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του θύματος.

Ο όρος μέλος της οικογένειας είναι ευρύς και περιλαμβάνει τα ακόλουθα, σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου:

(α) άντρα και γυναίκα που— (i) έχουν συνάψει νόμιμο γάμο ανεξάρτητα αν ο γάμος υφίσταται ή όχι, ή (ii) συζούν ή συζούσαν ως αντρόγυνο· (β) γονείς των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)· (γ) τέκνα των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ανεξάρτητα αν αυτά είναι φυσικά ή υιοθετημένα τέκνα του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων καθώς και τα εγγόνια των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α)· (δ) κάθε πρόσωπο το οποίο διαμένει με οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα”.

Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, μέλος της οικογένειας περιλαμβάνει τόσο παντρεμένα όσο και διαζευγμένα και ανύπαντρα ζευγάρια (βλέπετε Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. ΠΑΝΑΓΗ, Αρ. Υπόθεσης:13360/20, 2/2/2021 ) που συζούν ή που συζούσαν πρίν το αδίκημα ως αντρόγυνο, καθώς και φυσικά αλλά και υιοθετημένα παιδιά του ενός ή και των δύο εν λόγω προσώπων και οποιονδήποτε διαμένει με κάποιο απο τα πρόσωπα (π.χ γονείς, παππούδες, γιαγίαδες κ.α).

Για παράδειγμα, στην υπόθεση Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. ΠΑΝΑΓΗ, Αρ. Υπόθεσης:13360/20, 2/2/2021 η κατηγορία αφορούσε την άσκηση βίας με αποτέλεσμα την άσκηση ψυχολογικής βλάβης στην πρώην συμβία του Κατηγορούμενου.


Όπως διαφαίνεται απο τις πρόνοιες του άρθρου 3.1 του Νόμου ο ορισμός της βίας στην οικογένεια δέν περιορίζεται μόνο στην σωματική και σεξουαλική βία αλλά και στην άσκηση ψυχικής βλάβης σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας απο άλλο μέλος αυτής καθώς και τον περιορισμό της ελευθερίας του.  Επίσης η ενδοοικογενιακή βία δέν περιορίζεται μόνο σε πράξεις αλλά δύναται να περιλαμβάνει και παραλείψεις (π.χ σοβαρά παραμελημένα παιδιά-neglected children).

Στην υπόθεση Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. ΠΑΝΑΓΗ, Αρ. Υπόθεσης:13360/20, 2/2/2021 η ιβία που ασκήθηκε απο τον Κατηγορούμενο σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή ήταν με την μορφή επανηλειμμένης παρακολούθησης και ενόχλησης στην πρώην συμβία του (π.χ τηλεφωνήματα απο άγνωστους αριθμούς, παρακολούθηση με το αυτοκίνητο).


Σύμφωνα με το άρθρο 3.2 του Νόμου, ο όρος βία  στην οικογένεια περιλαμβάνει επιπρόσθετα των πιο πάνω και τα κατώθι αδικήματα τα οποία περιλαμβάνονται στο άρθρο 4.2 του Νόμου και θεωρούνται ώς άκρως σοβαρές μορφές βίας:
Α. Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας
Β. Άσεμνη επίθεση εναντίον άντρα
Γ. Διαφθορά νεαρής κάτω των 13 ετών και απόπειρα τέτοιας διαφθοράς
Δ. Διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας δεκατριών χρόνων μέχρι δεκαέξι
Ε. Διαφθορά γυναίκας με νοητική ή/και
ψυχική αναπηρία.
Στ. Συνουσία μεταξύ αρρένων
Ζ. Συνουσία δια βίας
Η. Απόπειρες
Θ. Βαριά σωματική βλάβη
Ι. Τραυματισμός και ανάλογες πράξεις.


Περαιτέρω, η βία στη οικογένεια περιλαμβάνει το αδίκημα του βιασμου καθώς και της απόπειρας βιασμού σύμφωνα με τα άρθρα 4.2 και 5 του Νόμου καθώς και τα άρθρα 144 (βιασμός) και 146 (απόπειρα βιασμού) του Ποινικού Κώδικα, απο σύζυγο εναντίον συζύγου (ακόμη και εάν ο δράστης και το θύμα δεν ήταν συζευγμένοι, π.χ ανύπαντρο ζευγάρι).


Σημειώνεται ότι οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφορά συνιστά βία στην οικογένεια σύμφωνα με τα πιο πάνω (ήτοι τα άρθρα 3.1 και 3.2 του Νόμου) ή αδίκημα, με βάση τα άρθρα 174 (Συνουσία με νεαρό άντρα ηλικίας κάτω των δεκατριών χρόνων), 175 (Κτηνοβασία) και 177 (Ανήθικες προβολές) του Ποινικού Κώδικα όταν διαπράττεται στην παρουσία ανήλικου μέλους της οικογένειας, θεωρείται βία η οποία ασκείται εναντίον του εν λόγω ανηλίκου εφόσον δύναται να προκαλέσει σ’ αυτό ψυχική βλάβη (βλέπετε Walsh v. Walsh, 221 F.3d 204, 219-20 (1st Cir. 2000), Baran v. Beaty, 526 F.3d 1340, 1345-46 (11th Cir.2008), Sabogal v. Velarde, 106 F. Supp. 3d 689, 704 (D. Md. 2015))

Aν για παράδειγμα σύζυγος κτυπήσει την σύζυγο του μπροστά στο ανήλικο παιδί τους, τότε πέραν της βίας προς την μητέρα, ο σύζυγος ασκεί βία και στο παιδί διότι το θέαμα αυτό δύναται να του προκαλέσει ψυχική βλάβη.


Σύμφωνα με το άρθρο 3. 4 του Νόμου πρόσωπο που ασκεί βία στην οικογένεια θα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι και πέντε έτη ή με χρηματική ποινή ή/και τα δύο. Σημειώνεται όμως, ότι σε περίπτωση που η βία που ασκήθηκε είναι με μορφή κοινής επίθεσης (δηλαδή πρόκληση φόβου στο θύμα για επικείμενη άμεση άσκηση βίας εναντίον του με λόγια ή με πράξεις που γίνεται εκ προθέσεως ή απερίσκεπτα-recklessly, βλέπετε άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα και Ireland Burstow (1997) 4 ALL ER 225 ) η μέγιστη ποινή φυλάκισης είναι δύο έτη. Επίσης σημειώνεται ότι για τα αδικήματα που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4.2 του Νόμου (βλέπετε πιο πάνω), το Δικαστηριο δύναται να επιβάλει αυστηρότερες ποινές.


Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε ότι το άρθρο 35 Α του Νόμου προνοεί ότι άτομα τα οποία γνωρίζουν για την διάπραξη βίας σε βάρος ανήλικου προσώπου η ατόμου με σοβαρές διανοητικές η ψυχικές ανεπάρκειες οφείλουν να προβούν σε καταγγελία.

Συγκεκριμένα το άρθρο 35 Α του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:
«Οποιοσδήποτε παραλείπει να καταγγείλει περίπτωση βίας σε βάρος ανήλικου προσώπου ή προσώπου με σοβαρές διανοητικές ή ψυχικές ανεπάρκειες, που περιέρχεται σε γνώση του, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ήκαι στις δύο αυτές ποινές» ( η έμφαση είναι δική μου).


Στην υπόθεση Ιωάννης Μιχελάκης ν. Ραμόνα Μιχελάκη, Αρ.Υπόθ. 8480/16, 14/9/2016, λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
«ο πραγματικός σκοπός του αρ.35Α είναι να καταγγέλλονται τα σχετικά περιστατικά ούτως ώστε να μπορούν να διερευνηθούν από τις αρμόδιες αρχές».


Άτομο το οποίο έχει υποστεί βία στην οικογένεια σύμφωνα με τα πιο πάνω θα πρέπει να προβεί εντός εύλογου χρόνου σε καταγγελία στον πλησιέστερο σε αυτόν αστυνομικό σταθμό της Κύπρου, ουτως ώστε η αστυνομία να δύναται να δράσει άμεσα και να είναι ευκολότερη η διερεύνηση του αδικήματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση της αστυνομίας, να εκδώσει διάταγμα για τη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου το οποίο καταγγέλλεται για οποιαδήποτε πράξη βίας με βάση το Νόμο αυτό.

Πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται προσάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψή του, για να κατηγορηθεί για το αδίκημα βίας ή για να εκδοθεί διάταγμα προσωποκράτησής του δυνάμει του άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

Οι ανακρίσεις διεξάγονται και η υπόθεση εκδικάζεται χωρίς καθυστέρηση.

Μέχρις ότου εκδικαστεί η υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται είτε να διατάξει την κράτηση του κατηγορούμενου είτε να επιτρέψει την απόλυσή του, αφού αυτός δώσει ικανοποιητική εγγύηση ότι θα εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία της ακρόασης της υπόθεσης και ότι θα τηρήσει τους όρους που το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να επιβάλει για την προστασία των μελών της οικογένειας, περιλαμβανομένου και του όρου να μην επισκέπτεται ή να μην παρενοχλεί με οποιοδήποτε τρόπο μέλος της οικογένειάς του.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Νόμου, το Δικαστήριο δύναται να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο με μόνη την κατάθεση του θύματος εφόσον δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία.

Επειδή κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, οι Αστυνομικοί προτού αναλάβουν δράση οφειλουν να συζητήσουν το θέμα μαζί με τον παραπονούμενο/η και στην συνέχεια να προβούν σε σχετική έρευνα.

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση (που συνοδεύεται απο ένορκη δήλωση του θύματος ή εάν αυτό είναι ανήλικο, άλλο πρόσωπο που έχει άμεση ή έμμεση γνώση των γεγονότων) μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του κατηγόρου ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του Οικογενειακού Συμβούλου ή άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ’ αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομάκρυνσης ανήλικου θύματος, μέχρις ότου καταχωρισθεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα βίας (αυτό μπορεί να γίνει δηλαδή ακόμη και πρίν την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης απο την Κατηγορούσα Αρχή).

Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο μέχρι οκτώ ημερών από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο Δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει ο Πρωτοκολλητής.

 Κατά την ορισμένη από τον Πρωτοκολλητή ημέρα και ώρα το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει μέχρι οκτώ επιπρόσθετες ημέρες.

Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ διατάγματος μέχρι και οκτώ ημέρες σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου.

Το Δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομάκρυνσης ανηλίκου θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Νόμου:

“23.—(1) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος βίας, με βάση τον παρόντα Νόμο, διάταγμα, το οποίο θα ισχύει για την περίοδο και με τους όρους που δυνατό να θέσει και με το οποίο να απαγορεύει σε αυτό να εισέρχεται ή να παραμένει στην οικογενειακή κατοικία. Το διάταγμα αυτό καλείται “διάταγμα αποκλεισμού”. (2) Για την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού απαιτείται— (α) Να αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα- ή (β) η βία που ασκήθηκε να έχει προκαλέσει τέτοια πραγματική σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη, που να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή τη σεξουαλική ή ψυχική υγεία των θυμάτων ή (γ) να αρνείται ο κατηγορούμενος να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου που επιβάλλεται ως όρος για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 33 του Ποινικού Κώδικα ή άλλως πως. (3) Το Δικαστήριο στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού. Κατά την πιο πάνω εξέταση, το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορούμενου του παραπονούμενου ή της παραπονούμενης και οποιουδήποτε άλλου προσώπου επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου αυτοί είναι ανήλικοι και δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των αρμόδιων υπηρεσιών. (4) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.(5) Διατάγματα αποκλεισμού επιβάλλονται και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου. (6) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού στις περιπτώσεις όπου επιβάλλει ταυτόχρονα και ποινή φυλάκισης για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών. Στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών, διάταγμα αποκλεισμού δύναται να εκδοθεί ταυτόχρονα με την ποινή της φυλάκισης αλλά η ισχύς θα αρχίζει μετά την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου. (7) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ παραβαίνει οποιοδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σ’ αυτό διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο έτη. Οι διατάξεις του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου για ταχεία εκδίκαση υποθέσεων βίας εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις διάπραξης αδικημάτων κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου αυτού”.

Τα πιο πάνω είναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα και δέν αποτελούν σε καμία περίπτωση νομική συμβουλή.

Σε περίπτωση που εσείς ή κάποιος γνωστός σας αντιμετωπίζει βία στην οικογένεια παροτρύνεστε όπως άμεσα απευθυνθείτε στις αρμόδιες αρχες.

Το αδίκημα της οχληρίας.

Το Αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας

Ένα αστικό αδίκημα που μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές και που είναι συχνά διαπραττόμενο την σημερινή εποχή είναι το αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας (Private Nuisance).


Σύμφωνα με το άρθρο 46 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ως έχει τροποποιηθεί:

« Iδιωτική oχληρία συvίσταται στo ότι πρόσωπo επιδεικvύει συμπεριφoρά ή διεξάγει τις εργασίες τoυ ή χρησιμoπoιεί ακίvητη ιδιoκτησία πoυ αvήκει σε αυτό κατά κυριότητα ή κατέχεται από αυτό, με τρόπo ώστε κατά συvήθεια vα παρεμβαίvει στηv εύλoγη χρήση και απόλαυση, αφoύ ληφθoύv υπόψη η θέση και η φύση αυτής, της ακίvητης ιδιoκτησίας oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ: Νoείται ότι o εvάγovτας δεv τυγχάvει απoζημίωσης σε σχέση με ιδιωτική oχληρία εκτός αv εξαιτίας αυτής υπέστη ζημιά: Νoείται περαιτέρω ότι oι διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ δεv εφαρμόζovται καθόσov αφoρά παρέμβαση στo φως»

Όπως προκύπτει από τον ορισμό του αδικήματος, άτομο διαπράττει ιδιωτική οχληρία όταν χρησιμοποιεί την δική του γή νόμιμα μέν αλλά με τέτοιο τρόπο που κατά συνήθειά (δηλαδή συστηματικά και όχι μέσω μίας μεμονωμένης πράξης) επηρεάζει την εύλογη χρήση και απόλαυση της γής  γείτονα προκαλώντας του κάποια μορφή ζημιάς (όχι απαραίτητα φυσικής ζημιάς)

Παρέμβαση στην γή του γείτονα δύναται να λάβει χώρα με διάφορους τρόπους, όπως με  εισχώρηση στην γή του γείτονα (π.χ εισχώρηση κλαδιών ή εξάπλωση ριζών δέντρου στο γειτονικό ακίνητο), με την πρόκληση φυσικής ζημιάς στην γή, στα κτίρια ή στην βλάστηση του γείτονα (π.χ καυσαέρια, τοξικά υγρά, πλημμύρες κτλ ), ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο ο οποίος επηρεάζει δυσμενώς την άνετη και εύλογη προσωπική απόλαυση (Substantial interference with the enjoyment of land) της γης του γείτονα (πχ. συχνή πολύ δυνατή μουσική αργά το βραδυ, έντονη δυσοσμία, άλλοι θόρυβοι, σκόνη, σύννεφα καπνών, δηλητηριώδη αέρια κ.α).

Δέν αποτελεί ιδιωτική οχληρία κάθε παρέμβαση στην χρήση και απόλαυση της γής του γείτονα, αλλά η παρέμβαση θα πρέπει πέρα απο συνεχής και ουσιαστική να ενοχλεί και να επηρεάζει δυσμενώς την ήσυχη και άνετη προσωπική απόλαυση της γής του γείτονα και η ενόχληση αυτή θα πρέπει να είναι εύλογη. Με άλλα λόγια, πρέπει να αποδεικνύεται πραγματική επέμβαση στην ησυχία και άνεση του ενάγοντα με τα μέτρα του κοινού ανθρώπου και όχι ενός υπερευαίσθητου ανθρώπου. 

Αν λόγου χάρη απολαμβάνω να παίζω βιολί καθημερινά στο σπίτι μου και το κάνω ταυτόχρονα και για σκοπούς εξάσκησης και βελτίωσης σε λογικές ώρες της ημέρας, δύσκολα μπορεί ο γείτονας μου επειδή απλώς δέν αντέχει την κακή μουσική μου να με κατηγορήσει για το αστικό αδίκημα της  οχληρίας στο δικαστήριο.  Κατι τέτοιο θα με περιόριζε με τέτοιο τρόπο ωστε να μήν μπορώ να παίζω βιολί καθόλου. Εάν όμως παίζω βιολί καθημερινά απο τις 2π.μ μέχρι τις 5 π.μ, ώστε οι γείτονες μου να μήν μπορούν να κοιμηθούν, τότε θα είχαν εύλογους λόγους να κινηθούν εναντίον μου.

Σύμφωνα με το σύγγραμα Tort: Textbook Series, 7th Ed, Κεφάλαιο 10, παράγραφος 10-003

«Mere personal discomfort will be treated with latitude unless the interference is such that it is “materially interfering with the ordinary comfort physically of human existence, not merely according to elegant or dainty modes and habits of living. On this basis, loss of a view from one’s property is a loss of “elegant” living and not such as to interfere with the ordinary comfort of human existence»

Στην Γιάννης Σαββιτζίκκης Καρπασίτης κ.α ν. Γεώργιου Α. Σιόκκουρου, αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:

«Όσον αφορά την υγεία και την άνεση ή ζημιά που πρέπει να αποδεικνύεται δεν είναι αναγκαίο να ισοδυναμεί με άμεση βλάβη αλλά είναι αρκετό αν κάποιος εμποδίζεται σε υπολογίσιμη έκταση από την απόλαυση των συνηθισμένων ανέσεων της ζωής. Το επίπεδο δε αυτό των ανέσεων είναι ανάλογο με τη φύση και την θέση της περιουσίας. Έτσι κατοικία που βρίσκεται σε οικιστική περιοχή διαφέρει από άλλη που βρίσκεται σε εμπορική και, επομένως, θορυβώδη περιοχή».

Όπως προκύπτει απο τα πιο πάνω, λαμβάνεται υπόψην η φύση και η θέση της γής και θα πρέπει πάντοτε να υπάρχει ένα ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων ενος προσώπου να αξιοποιεί και να χρησιμοποιεί την γή του αλλά και των δικαιωμάτων του γείτονα σε εύλογη απόλαυση της γής του.

Ειναι πολύ πιο δύσκολο να ισχυριστώ την διάπραξη ιδιωτικής οχληρίας αν επειδή απο ένα εργοστάσιο που γειτνιάζει με την οικία μου που εκπέμπει καυσαέρια καταστρέφονται τα φυτά μου, εάν  η οικία μου βρίσκεται  σε μία βιομηχανική περιοχή με πολλά τέτοια εργοστάσια. Παρομοίως, εάν η οικία μου βρίσκεται σε βιομηχανική περιοχή οπου συχνά κυκλοφορούν και σταθμεύουν φορτηγά, είναι πολύ πιο δύσκολο να ισχυρισθώ ότι ο θόρυβος που προκαλούν τα φορτηγά αποτελεί οχληρία.

Σε αντίθεση με το αδίκημα της παράνομης επέμβασης, το αδίκημα της οχληρίας δέν είναι αγωγιμο απο μόνο του αλλά απαιτείται η ύπαρξη ζημιάς. Ο Ενάγοντας θα πρέπει να έχει υποστεί κάποιου  είδους ζημιά ώς αποτέλεσμα αυτής.

Σημειώνεται  όμως ότι ο  όρος ζημιά δεν σημαίνει αποκλειστικά φυσική ζημιά ή άμεση βλάβη. Η προϋπόθεση φυσικής ζημιάς ή/και άμεσης βλάβης περιορίζεται στο είδος της ιδιωτικής οχληρίας που συνιστά την πρόκληση φυσικής ζημιάς σε περιουσία. Στο είδος της οχληρίας  όμως που αφορά παρέμβαση στην απόλαυση περιουσίας του ενάγοντα η ζημιά δεν είναι αναγκαίο να ισοδυναμεί με άμεση βλάβη. Είναι αρκετό για στοιχειοθέτηση ζημιάς να εμποδίζεται κάποιος σε σημαντικό βαθμό στην απόλαυση των συνηθισμένων ανέσεων της ζωής.

Σε σχέση με το θέμα των υπερασπίσεων, σημειώνεται ότι σε αγωγή για διάπραξη ιδιωτικής οχληρίας, αποτελεί υπεράσπιση σύμφωνα με το άρθρο 47 του Νόμου, το γεγονός ότι ο εναγόμενος ενήργησε σύμφωνα με τους όρους συμφωνίας μεταξύ του και του Ενάγοντα η οποία δεσμέυει τον Ενάγοντα και λειτουργεί προς όφελος του Εναγόμενου.

Σε σχέση με το θέμα των αξιώσεων, σημειώνεται ότι σε σε αγωγές για ιδιωτική  οχληρία, ο Ενάγοντας δύναται να αξιώσει ειδικές αποζημιώσεις  σε σχέση με την μείωση της αγοραίας ή/και ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου   συνεπεία της οχληρίας ή σε περίπτωση που η οχληρία προκάλεσε φυσική ζημιά στο ακίνητο, το κόστος αποκατάστασης αυτής. Είναι επίσης δυνατή η επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων. Επιπλέον, εκτός των αποζημιώσεων, ο ενάγοντας μπορεί να ζητήσει απο το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού διάταγματος άρσης της οχληρίας.

Οχληρία σύμφωνα με τον Περι Δήμων Νόμο

Πέραν της ιδιωτικής οχληρίας που αποτελεί αδίκημα σύμφωνα με τον Περι Αστικών Αδικημάτων Νόμο που αναφέρεται πιο πάνω, υπάρχει και το αδίκημα της οχληρίας σύμφωνα με το άρθρο 91 του Περι Δήμων Νόμου. Σε περίπτωση που διαπράττεται οχληρία σύμφωνα με τις προνοιες του Περι Δήμων Νόμου, ο Δήμος δύναται να ειδοποιήσει το άτομο που διαπράττει την οχληρία (σε περίπτωση που αυτό είναι άλλο απο τον κάτοχο ή τον ιδιοκτήτη) ή/και τους κατόχους ή/και ιδιοκτήτες  ώστε να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για άρση της οχληρίας ή/και να προβεί ο ίδιος σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες χρεώνοντας τους ιδιοκτήτες ή/και δημιουργώντας χρηματική επιβάρυνση (άρθρο 93 του Πέρι Δήμων Νόμου) στο ακίνητο ή ακόμη και να κινηθεί δικαστικώς.

Σύμφωνα με το άρθρο 91 του Περι Δήμων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί, τα ακόλουθα θεωρούνται ώς οχληρία:

«(α) Οιαδήπoτε υπoστατικά  εις τoιαύτηv κατάστασιv ώστε vα συvιστoύv oχληρίαv ή vα είvαι επιβλαβή εις τηv υγείαv. (β) oιαδήπoτε μικρά λίμvη, χαvδάκιov, ρείθρov, ρoή ύδατoς, απoχωρητήριov, oυρητήριov, απoρρoφητικός λάκκoς, oχετός ή τεφρoδόχη, τόσov ρυπαρά ή εις τoιαύτηv κατάστασιv, ώστε vα συvιστoύv oχληρία ή vα είvαι επιβλαβή εις τηv υγείαv (γ)  oιovδήπoτε ζώov ή πτηvόv κατά τoιoύτov τρόπov διατηρoύμεvov ώστε vα συvιστά oχληρίαv ή vα είvαι επιβλαβές εις τηv υγείαv ή επιζήμιov διά τας αvέσεις της περιoχής ή vα δημιoυργή ακαλαισθησίαv. (δ) oιovδήπoτε φυτόv, είτε αυτoφυές είτε μη, oιαδήπoτε συσσώρευσις, εvαπόθεσις, τoπoθέτησις, διατήρησις ή εvαπoθήκευσις oιoυδήπoτε αvτικειμέvoυ ή  πράγματoς εις oιovδήπoτε δημόσιov ή ιδιωτικόv χώρov τα oπoία απoτελoύv oχληρίαv ή είvαι επιβλαβή εις τηv υγείαv ή δημιoυργoύv ακαλαισθησίαv ή είvαι επιζήμια διά τας αvέσεις της περιoχής ή είvαι εvδεχόμεvov vα επηρεάσoυv τηv ασφάλειαv oιoυδήπoτε πρoσώπoυ. (ε) oιαδήπoτε κατoικία ή μέρoς κατoικίας, τoσoύτov υπερπλήρης ώστε vα είvαι επικίvδυvoς ή επιβλαβής εις τηv υγείαv τωv εvoίκωv ή τωv κατoίκωv της περιoχής, ή επιζημία διά τας αvέσεις της περιoχής. (στ) oιovδήπoτε εργoστάσιov, εργαστήριov, τόπoς εργασίας, υπoστατικόv εργασίας, αλώvιov ή κάμιvoς ή oιoσδήπoτε χώρoς όπoυ διατηρoύvται ζώα- (i) τoιαύτης φύσεως ή κατά τoιoύτov τρόπov κείμεvα, κατεσκευασμέvα, λειτoυργoύvτα ή διατηρoύμεvα ώστε vα είvαι επιβλαβή εις τηv υγείαv ή επιζήμια διά τας αvέσεις της περιoχής. Ή (ii) τα oπoία δεv διατηρoύvται εις καθαράv κατάστασιv. Ή (iii) τα oπoία δεv εξαερίζovται ώστε vα καθιστoύv αβλαβή, όσov τoύτo είvαι πρακτικώς δυvατόv, oιαδήπoτε αέρια, ατμoύς, σκόvηv ή άλλας ακαθαρσίας αι oπoίαι παράγovται κατά τηv διάρκειαv της διεξαγωγής της εργασίας εvτός αυτώv, τα oπoία συvιστoύv oχληρίαv ή είvαι επιβλαβή εις τηv υγείαv ή επιζήμια διά τας αvέσεις της περιoχής. (iv) τoσoύτov υπερπλήρη ώστε vα είvαι επικίvδυvα ή επιβλαβή εις τηv υγείαv τωv εργαζoμέvωv εvτός αυτώv ή τωv κατoίκωv της περιoχής ή επιζήμια διά τας αvέσεις της  περιoχής. (ζ) oιαδήπoτε καπvoδόχoς (μη oύσα καπvoδόχoς ιδιωτικής κατoικίας) εκπέμπoυσα καπvόv εις τoιαύτηv πoσότητα ώστε vα συvιστά oχληρίαv ή vα είvαι επιζημία εις τηv υγείαv ή τας αvέσεις της περιoχής.(η) oιovδήπoτε πoρvείov ή oίκoς αvoχής τα oπoία, ή λόγω της θέσεως τωv ή συvεπεία τoυ τρόπoυ κατά τov oπoίov λειτoυργoύv, ή δι’ oιovδήπoτε άλλov λόγov, είvαι επιθυμητόv, πρoς τo δημόσιov συμφέρov vα κλείσoυv ή απoμακρυvθoύv(θ) oιαδήπoτε στέγη, σκιάδα, υδρoρoή, σωλήv, αγωγός, υπερχείλισις ή άλλη εκρoή ύδατoς η oπoία εκχύvει ύδωρ εvτός ή επί ή πλησίov oιασδήπoτε oδoύ εvτός τωv δημoτικώv oρίωv κατά τρόπov o oπoίoς απoτελεί αιτίαv ζημίας εις αυτήv ή απoτελεί oχληρίαv διά τoυς διερχoμέvoυς.(ι) oιαδήπoτε μη επιστρωμέvη πρόσoψις, μovoπάτι ή τόπoς πρoσηρτημέvoς εις oιαvδήπoτε oικoδoμήv και o oπoίoς συvιστά μέρoς ή είvαι όμoρoς πρoς oιαvδήπoτε oδόv εvτός τωv δημoτικώv oρίωv (ια) oιovδήπoτε πεζoδρόμιov, σκιάδα, ή παρoμoία κατασκευή η oπoία δεv είvαι σύμφωvoς πρoς τας διατάξεις oιωvδήπoτε δημoτικώv καvovισμώv εκδιδoμέvωv δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ, αφoρώvτωv εις τηv κατασκευή ή συvτήρησιv πεζoδρoμίωv ή πεζoδρόμωv, σκιάδωv ή παρoμoίωv κατασκευώv (ιβ) oιovδήπoτε έτερov πράγμα, αvτικείμεvov, υπoστατικόv, πράξις ή παράλειψις τo oπoίov ή η oπoία δυvάμει τoυ παρόvτoς Νόμoυ ή oιoυδήπoτε Δημoτικoύ καvovισμoύ εκδιδoμέvoυ δυvάμει αυτoύ συvιστά oχληρίαv: Νoείται ότι oυδεμία πoιvή επιβάλλεται εις oιovδήπoτε πρόσωπov εv σχέσει πρoς oιαvδήπoτε συσσώρευσιv ή εvαπόθεσιv αvαγκαίαv διά τηv απoτελεσματικήv διεξαγωγήv oιασδήπoτε εργασίας ή κατασκευής, εάv απoδειχθή πρoς ικαvoπoίησιv τoυ δικαστηρίoυ ότι η τoιαύτη συσσώρευσις ή εvαπόθεσις παρέμειvε μόvov διά τov αvαγκαίov πρoς διεξαγωγήv της εργασίας ή κατασκευής χρόvov, και ότι ελήφθησαv όλα τα διαθέσιμα μέσα διά τηv παρεμπόδισιv της πρoκλήσεως βλάβης εις τηv δημoσίαv υγείαv ή διά τηv ασφάλειαv ή τας αvέσεις τωv κατoίκωv της περιoχής, ή διά τηv καλαισθησίαv της περιoχής».

Κοινή ή/και δημόσια οχληρία σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα.

Η οχληρία δύναται σε περιπτώσεις όπου ενοχλεί το κοινό, να αποτελέσει και ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 186 του Ποινικού Κώδικα

«Όποιος διενεργεί πράξη που δεν είναι εξουσιοδοτημένη από το νόμο ή παραλείπει να εκτελέσει καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο και συνέπεια αυτού προκαλεί οποιαδήποτε κοινή βλάβη ή κίνδυνο ή ενόχληση ή παρεμποδίζει ή προκαλεί ενόχληση στο κοινό κατά την άσκηση κοινών δικαιωμάτων, διενεργεί πλημμέλημα, το οποίο καλείται κοινή οχληρία και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου. Είναι αδιάφορο ότι η πράξη ή παράλειψη για την οποία πρόκειται, διευκολύνει μεγαλύτερο μέρος του κοινού παρά το ενοχλημένο από αυτή, το γεγονός όμως ότι διευκολύνει τη νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων μέρους του κοινού είναι δυνατόν να φανερώνει ότι τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν είναι οχληρία για οποιοδήποτε μέρος του κοινού».

Η διάκριση  της ποινικής κοιινής οχληρίας απο την ιδιωτική οχληρία καταγράφεται ως πιο κάτω στον Russell on Crime”, 12η έκδοση, Τόμος 2, σελ. 1387:

“Η οχληρία ή η ενόχληση σημαίνει οτιδήποτε το οποίο προκαλεί βλάβη, στενοχωρία ή ζημιά. Οι οχληρίες είναι δύο ειδών:  δημόσια ή κοινή οχληρία η οποία επηρεάζει ουσιωδώς το κοινό, και αποτελεί ουσιώδη ενόχληση για όλους τους υπηκόους …. και ιδιωτική οχληρία η οποία μπορεί να προσδιοριστεί σαν οτιδήποτε το οποίο προκαλεί ουσιαστική ανησυχία και ενόχληση, σε οποιοδήποτε άτομο κατά την χρήση για συνηθισμένους σκοπούς της κατοικίας του ή της περιουσίας του.”

Σύμφωνα με το σύγγραμμα  “Russell on Crime”, 12η έκδοση, Τόμος 2, σελ. 1405-1406,

“δημόσια οχληρία μπορεί να προκληθεί από καπνό, δυσοσμία, ή κακοσμία, αν από μόνες τους ή σε συνδυασμό δημιουργούν αισθητή δημόσια ενόχληση ή βλάβη στην υγεία.  Αν υπάρχουν οσμές ενοχλητικές για τις αισθήσεις αυτό είναι αρκετό γιατί οι περίοικοι έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν τον καθαρό αέρα”.

Στην υπόθεση Kωνσταντίνου Σάββας ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 216, η εκκένωση απο βυτιοφόρο βοθρολυμάτων σε συγκεκριμένο χώρο με αποτέλεσμα την πρόκληση έντονης δυσοσμίας η οποία ήταν επιβλαβής για την υγεία και η οποία αφαιρούσε με αισθητό τρόπο από την απόλαυση της ζωής και περιουσίας στην περιοχή θεωρήθηκε ότι αποτελούσε κοινή οχληρία σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα.

Το πιο πάνω άρθρο ειναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα και δέν αποτελεί νομική συμβουλή.

Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία

Ένα αρκετά συχνά διαπραττόμενο αστικό αδίκημα αποτελεί η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ακούσει για πρόσωπα που σφετερίζονται ακατοίκητα υποστατικά (π.χ squatters) τα οποία όμως έχουν νόμιμους (εγγεγραμμένους) ιδιοκτήτες ή για πρόσωπα τα οποία εισβάλλουν σε οικίες χωρίς άδεια και χωρίς νόμιμο δικαίωμα με σκοπό την διάπραξη κλοπής ή άλλης παράνομης πράξης.

Το αδίκημα αυτό μπορεί να διαπραχθεί με ποικίλους τρόπους. Σύμφωνα με το άρθρο 43.1 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148), ως έχει τροποποιηθεί (στο εφεξής ο «Νόμος»), το αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία συνίσταται στην παράνομη επέμβαση σε ακίνητο, είτε με παράνομη είσοδο (trespass), είτε με παράνομη πρόκληση ζημιάς (με ή χωρίς παράνομη είσοδο-π.χ μολυσμένα νερά εισέρχονται στον κήπο γειτονικής οικίας προκαλώντας ζημιά σε φυτά ή πρόκληση ζημιάς σε  ακίνητο απο διαπλάτυνση δημόσιου μονοπατιού, βλέπετε Παπαχριστοφόρου ν. Καπνίση κ.α. (2005) 1 (Α) ΑΑΔ 245, 252).

Απαραίτητη προυπόθεση για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος είναι η απόδειξη ενός ή/και περισσοτέρων απο τα πιο κάτω στοιχεία:

Α. Παράνομη είσοδος (ήτοι είσοδος χωρίς έγκριση του ιδιοκτήτη ή χωρίς νόμιμο δικαίωμα ή έθιμο ή άδεια εισόδου), ή/και

Β. παράνομη πρόκληση ζημιάς στο ακίνητο (συμπεριλαμβάνεται το τεμάχιο του οικοπέδου, κτίριο, τα φυτά, οι τοίχοι και οιεσδήποτε άλλες οικοδομές εντός της γής), ή/και

Γ. Παράνομη παρέμβαση.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την αγγλική υπόθεση του κοινοδικαίου Kelsen v. Imperial Tobacco [1957] 2 W.L.R. 1007, η παράνομη επέμβαση δεν περιορίζεται μόνο πάνω στο έδαφος του ακινήτου, αλλά μπορεί να διαπραχθεί και στον εναέριο χώρο πάνω από το ακίνητο καθώς και στο υπέδαφος. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω υπόθεση το Αγγλικό Δικαστήριο έκρινε ότι πινακίδα η οποία εισερχόταν 8 ίντζες στην ακίνητη ιδιοκτησία  του Ενάγοντα θεωρήθηκε αποτελούσε παράνομη επέμβαση.

Τονίζεται ότι σε σχέση με τον εναέριο χώρο, παράνομη παρέμβαση δύναται να διαπραχθεί μόνο στον εναέριο χώρο ο οποίος θεωρείται απαραίτητος ή/και αναγκαίος για τον σκοπό εύλογης απόλαυσης και χρήσης της ακίνητης ιδιοκτησίας απο τους νόμιμους κατόχους  της και ότι όταν κάτι βρίσκεται σε ασφαλές ύψος πάνω από ακίνητη ιδιοκτησία (π.χ. αεροπλάνο), δεν αποτελεί παράνομη επέμβαση.

Σε σχέση με την παράνομη είσοδο, σημειώνεται ότι άτομο το οποίο είχε άδεια εισόδου όταν εισήλθε στο ακίνητο αλλά του οποίου η άδεια ανακλήθηκε με εύλογη προειδοποίηση καθίσταται παράνομος επεμβασίας στο ακίνητο. Με άλλα λόγια, από την στιγμή που η άδεια χρήσης ανακλήθηκε και ο πρώην αδειούχος αρνείται να εγκαταλείψει το ακίνητο μετά απο εύλογο χρόνο, τότε θεωρείται ως επεμβασίας. (βλ.Robson v. Hallett [1967] 3 W.L.R. 28).

Τονίζεται ότι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης προστατεύει τον κάτοχο και όχι τον ιδιοκτήτη ακίνητης ιδιοκτησίας.  Κατά γενικό κανόνα όμως η ιδιοκτησία ακινήτου τεκμαίρει κατοχή. Εάν ο ιδιοκτήτης δεν είναι και κάτοχος και ο κάτοχος είναι άλλος (π.χ ο νόμιμος ενοικιαστής), τότε ο ιδιοκτήτης δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα αλλά μόνο ο κάτοχος/ενοικιαστής, εκτός εάν έχει προκληθεί μόνιμη φυσική ζημιά στο ακίνητο απο την παράνομη επέμβαση, όπου αποκτά και ο ιδιοκτήτης αγώγιμο δικαίωμα.

Σύμφωνα με το σύγγραμα Clerk and Lindsell on Torts, 20η έκδοση, σελίδα 1234, στην παράγραφος 19-24,:

« Although, in general, the only person who can sue for a trespass is the person who was in actual or constructive possession at the time of the trespass committed, an exception exists where the trespass has caused a permanent injury to the land affecting the reversionary interest. The reversioner may sue at once without waiting until his future estate falls into possession. He may sue for cutting down timber trees, destroying a building, cutting and carrying away turf, or any similar act involving a partial destruction of the freehold. But for an ordinary continuing trespass, even though committed under a claim of a right of way, the reversioner cannot sue. He cannot sue for the erection of a temporary structure on his land, such as a hoarding erected to obstruct a window, on his property for a year. He can, however, sue for acts of trespass which, if acquiesced in, would result in the loss or gain of an easement.».

Σε σχέση με ακατοίκητες οικοδομές, η κατοχή κλειδιού αποτελεί ένδειξη ελέγχου ακίνητης ιδιοκτησίας και άρα τεκμαίρει κατοχή αυτού.

Ως γενικός κανόνας, το αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι αγώγιμο απο μόνο του, δηλαδή δέν απαιτείται η απόδειξη ζημίας. (βλέπετε όμως πιο πάνω).

Σε αγωγή στο Δικαστήριο για παράνομη επέμβαση δύναται να ζητηθούν 2 ειδών θεραπείες από τον ενάγοντα:

1.Άρση της παράνομης επέμβαση

2. Αποζημιώσεις (εάν δεν υπάρχει ζημιά το Δικαστήριο θα αποδώσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις).

Σε περίπτωση που υποπέσει στην αντίληψη σας ότι το εν λόγω αδίκημα έχει διαπραχθεί τότε παρακαλούμε όπως συμβουλευτείτε έναν δικηγόρο προκειμένου να διεκδικήσετε τα νόμιμα δικαιώματα σας.

Τα πιο πάνω δέν αποτελούν νομική συμβουλή.

Το ανθρώπινο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη είναι ενα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο και προυπόθεση κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Το δικαίωμα αυτο προστατεύεται τόσο απο το άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και απο το κοινοτικό δίκαιο (βλέπετε άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων).


Περιληπτικά, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει τα πιο κάτω:


Δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη:

‘Όλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.


Δικαίωμα σε δημόσια ακροαματική διαδικασία ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου Δικαστηρίου:

 Κατα την διάγνωση των αστικών τους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε ποινικής κατηγορίας εναντίον τους όλοι έχουν δικαίωμα σε δημόσια ακροαματική διαδικασία εντός ευλόγου χρόνου ενώπιον ανεξαρτήτου και  αμερόληπτου Δικαστηρίου.


Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου πρέπει να αιτιολογούνται και να απαγγέλλονται δημόσια:

Οι αποφάσεις κάθε Δικαστηρίου θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένες και να απαγγέλλονται δημόσια (εξαιρουμένων ορισμένων περιπτώσεων όπου το απαιτεί το συμφέρον και η ασφάλεια της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή την προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή σε ειδικές περιπτώσεις, όπου κατά την κρίση του δικαστηρίου η δημοσιότητα δυνατόν να επηρεάσει δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης, π.χ σε περιπτώσεις που αφορούν ποινικά αδικήματα εναντίον παιδιών συνηθίζεται η δίκη να γίνεται κεκλεισμένων των θυρών).

Δικαίωμα πληροφόρησης και παροχής επαρκούς χρόνου για ετοιμασία υπεράσπισης:

 Έκαστος έχει δικαίωμα να γνωρίζει για τους λόγους για τους οποίους καλείται να παρουσιασθεί ενώπιον δικαστηρίου, να προβάλει τους δικούς του ισχυρισμούς και να έχει επαρκή χρόνο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του.


Δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας και εκπροσώπησης απο Δικηγόρο:

‘Έκαστος έχει το δικαίωμα προσαγωγής των μέσων αποδείξεως της υπόθεσης του, να εξετάζει μάρτυρες καθώς και να έχει συνήγορο δικής του εκλογής (δικαίωμα εκπροσώπησης απο δικηγόρο) αλλά και να έχει δωρεάν νομική αρωγή, εάν το συμφέρον της δικαιοσύνης το απαιτεί.


Δικαίωμα σε διερμηνέα:

Σε περίπτωση που το πρόσωπο δέν ομιλεί την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο Δικαστήριο, έχει δικαίωμα σε δωρεάν παρουσία διερμηνέα.

Ισότητα των Όπλων
Μία αρχή συνυφασμένη με το πιο πάνω δικαίωμα η οποία αποτελεί εγγενές στοιχείο αυτού είναι η αρχή της ισότητας των όπλων, σύμφωνα με την οποία κάθε διάδικος θα πρέπει να έχει ίση ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του στο Δικαστήριο και να ακουσθεί και για αυτό τον σκοπό θα πρέπει να παρέχονται όλες οι απαραίτητες διευκολύνσεις στα μέρη.

Στην υπόθεση Κaufman v. Belgium (Appplication N. 10938/84, 50 DR 98)  η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι:

everyone who is a party to …… proceedings should have a reasonable opportunity of presenting his case to the court under conditions which do not place him at a substantial disadvantage vis-a-vis his opponent ….”

Σύμφωνα με τον Ο J.E.S. Fawcett στο βιβλίο του “The application of the European Convention on Human Rights”:

Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί έκφραση του κανόνα audi alteram partem και εξυπακούει ότι στο κάθε μέρος πρέπει να δίδεται ίση ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του, τόσο πάνω στα γεγονότα, όσο και πάνω στο Νόμο, και να σχολιάσει την υπόθεση που παρουσίασε ο αντίδικος του.  Η ευκαιρία πρέπει να είναι ίση ανάμεσα στους διαδίκους και να περιορίζεται μόνο από το καθήκον του δικαστηρίου να αποτρέψει υπερβολική παράταση ή καθυστέρηση της διαδικασίας.”

Στην υπόθεση Jespers v. Belgique Appl. No. 8404/78 η Επιτροπή ασχολήθηκε μεταξύ άλλων με την παροχή “διευκολύνσεων” που προνονούνται στο άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης και  ανάφερε τα ακόλουθα στις σελ. 87 και 88 της απόφασής της:

36) In particular, the Commission takes the view that the “facilities” which everyone charged with a criminal offence should enjoy include the opportunity to acquaint himself, for the purposes of preparing his defence, with the results of investigations carried out throughout the proceedings.…It matters little, moreover, by whom and when the investigations are ordered or under whose authority they are carried out. In view of the diversity of legal systems existing in the states parties to the convention the Commission cannot restrict the scope of the term “facilities” to acts carried out during certain specified phases of the proceedings, e.g. the preliminary investigation. Close scrutiny of the position of the Public Prosecutor’s Department and of any obligations of impartiality imposed on it by national law would therefore be superfluous in the instant case.  Any investigations it causes to be carried out in connection with criminal proceedings and the findings thereof consequently form part of the “facilities” within the meaning of Article 6, paragraph 3(b) of the Convention». (η υπογράμμιση είναι δική μου).

Σε περίπτωση που διάδικος εύλογα πιστεύει ότι το Δικαστήριο έχει παραβιάσει το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, δύναται να καταχωριθεί αίτηση για προνομιακό ένταλμα Certiorari, το οποίο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας και όχι στην ορθότητα της δικαστικής απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.

Κατα πόσον μια δίκη ήταν δίκαη η όχι είναι κάτι που εξετάζετε συνολικά, στα πλαίσια του συνόλου της δίκης και όχι μιας αίτησης που έγινε στα πλαίσια της όλης διαδικασίας (π.χ ενδιάμεση αίτηση).

Στη Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 A.A.Δ. 1338, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έπραξε να εξετάσει και να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στα πλαίσια αίτησης για απόρριψη της αγωγής λόγω καθυστέρησης προώθησης της.  Το Εφετείο  κατέληξε:

“Ενόψει της νομολογίας που παραθέσαμε, γίνεται φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει το θέμα της κατ’ ισχυρισμό παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη.  Τα δικαιώματα κατοχυρώνονται για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι για την παρεμπόδιση της. Επομένως ούτε και εμείς θα το εξετάσουμε.  Κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στο θέμα αυτό είναι άκυρη και θα πρέπει να παραμεριστεί, για να γίνει κατορθωτή η εξέταση του, αν εγερθεί εκ νέου, μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας.”

Στην  Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 456/2012 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι η αρχή για δίκαιη δίκη εφαρμόζεται, ανάλογα, και σε σχέση με διαιτητική διαδικασία, καθώς, επίσης, σε σχέση με την απόφαση που εκδίδεται ως αποτέλεσμα αυτής. 

Το πιο πάνω άρθρο  δέν αποτελεί νομική συμβουλή.

Τερματισμός Απασχόλησης εγκύου

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο νόμος διαφοροποιεί την κατάσταση μιας εργοδοτούμενης η οποία εγκυμονεί από άλλες εργοδοτούμενες, παρέχοντας της ειδική προστασία.

Σύμφωνα με το Άρθρο 4(1) (α) του Νόμου Περί Προστασίας της Μητρότητας ως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 20(Ι)/2018 (στο εφεξής ο «Νόμος»):

«4.-(1)(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4Β, μισθωτή, η οποία ενημερώνει γραπτώς τον εργοδότη της ότι βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης, προστατεύεται από απόλυση για περίοδο εκτεινόμενη από την αρχή της εγκυμοσύνης της μέχρι και πέντε μήνες μετά το πέρας της άδειας μητρότητας[1] (β) Κατά την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) περίοδο, απαγορεύεται σε εργοδότη: (i) να δίδει προειδοποίηση τερματισμού απασχόλησης ή προειδοποίηση τερματισμού απασχόλησης η οποία εκπνέει κατά την υπό αναφορά περίοδο,(ii) να τερματίζει απασχόληση, ή (iii) να προβαίνει σε ενέργειες με στόχο την οριστική αντικατάσταση της μισθωτής (2) Ο εργοδότης δύναται να ζητήσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την παρουσίαση πιστοποιητικού εγγεγραμμένου ιατρού κατάλληλης ειδικότητας, στο οποίο να αναγράφεται η ημερομηνία αναμενόμενου τοκετού της μισθωτής».

Σύμφωνα με το Άρθρο 4(3) του Νόμου:

   «Τερματισμός απασχόλησης ή προειδοποίηση για τερματισμό απασχόλησης μισθωτής ανακαλείται, ανεξάρτητα από το αν ο εργοδότης γνώριζε ότι η μισθωτή βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, εφόσον η μισθωτή γνωστοποιήσει σε αυτόν την εγκυμοσύνη της με πιστοποιητικό εγγεγραμμένου ιατρού εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημέρα που λαμβάνει γνώση για την απόλυση ή την πρόθεση απόλυσης.»

Η προαναφερόμενη προστασία δεν εφαρμόζεται περίπτωση που η μισθωτή είναι ένοχη σοβαρού παραπτώματος ή συμπεριφοράς, η οποία δικαιολογεί τη ρήξη της σχέσης εργοδότησης ή σε περίπτωση που η σχετική επιχείρηση έπαυσε να λειτουργεί ή εάν η περίοδος διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει λήξει (εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες η μη ανανέωση της σύμβασης εργασίας συνδέεται με την κατάσταση εγκυμοσύνης, τον τοκετό, τη γαλουχία ή με την άδεια μητρότητας της μισθωτής).

Σύμφωνα με το Άρθρο 4Β (2) του Νόμου Περί Προστασίας της Μητρότητας, σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (1) του Νόμου (δηλαδή διάπραξη σοβαρού παραπτώματος), ο εργοδότης, οφείλει να γνωστοποιεί γραπτώς στη μισθωτή τους λόγους του τερματισμού της απασχόλησης ή της προειδοποίησης για τερματισμό της απασχόλησης και να τους αιτιολογεί δεόντως.

Σύμφωνα με την υπόθεση ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΒΒΙΑΑΚΗ ν. KATERINA TRAVEL & TOURS LTD, Ap. Αίτησης: 710/12, 6/7/2017, εργοδότης που επιθυμεί να επικαλεστεί την εξαίρεση του σοβαρού παραπτώματος ή συμπεριφοράς του μισθωτού, θα πρέπει να αποδείξει με αποδεκτή (αξιόπιστη και πειστική) μαρτυρία ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε σοβαρό παράπτωμα κατά την εκτέλεση της εργασίας της, η οποία δικαιολογεί τη ρήξη της σχέσης εργοδότησης και να αιτιολογήσει πλήρως αυτό σε γραπτή ενημέρωση.

Εν όψει των πιο πάνω σημειώνεται ότι μία γυναίκα μισθωτή δέν μπορεί να τύχει απόλυσης απο την αρχη της εγκυμοσύνης της μέχρι και 5 μήνες μετά το πέρας της άδειας μητρότητας της εκτός σε περιπτώσεις που δέν συνδέονται με την κατάσταση της όπως η διάπραξη σοβαρού αδικήματος, η λήξη της σύμβασης της ή/και το κλείσιμο της επιχείρησης του εργοδότη. Το πιο πάνω άρθρο δέν αποτελεί νομική συμβουλή


[1] Σύμφωνα με το άρθρο 3.2 του Νόμου:

« Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5) μισθωτή έχει δικαίωμα σε άδεια μητρότητας συνολικής διάρκειας δεκαοκτώ συναπτών εβδομάδων, από τις οποίες οι έντεκα λαμβάνονται υποχρεωτικά στην περίοδο η οποία αρχίζει δύο εβδομάδες πριν από την εβδομάδα του αναμενόμενου τοκετού»